Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Ελλη Αλεξίου: Υπολείμματα επαγγέλματος

Υπολείμματα επαγγέλματος


Γρηγοριάδης Κώστας
Οταν έμπαιναν μέσα, δεν τους έβλεπε ποτέ σαν κόσμο μισητό, ή εχθρικό. Και δεν έπαιρνε τη θέση που απαιτείται, όταν ένα αντίπαλο στρατόπεδο, το βλέπεις να στρατοπεδεύει και να ετοιμάζει τον οπλισμό του για επίθεση. Ανοιγε την πόρτα και αναγνωρίζοντας αμέσως το είδος των επισκεπτών, τους καλωσόριζε... ενώ αυτοί:
-- Ποιος κάθεται εδώ; τ' όνομά σας...
-- Μα δε μας ξέρετε; Ηρθατε στην τύχη; Χωρίς να ξέρετε ποιος κάθεται. Αφού ξαναήρθατε κι άλλες φορές... εδώ καθόμαστε τριανταδύο χρόνια... Καθίσετε! Καθίσετε!
-- Οχι, όχι, δεν πρόκειται να καθίσουμε... δεν ήρθαμε για να καθίσουμε...
-- Μήπως θα παίρνατε μαζί μου έναν καφέ;
-- Οχι! Οχι...
Στο μεταξύ αυτοί με την άνεση γιων της οικογένειας, ανερώτηχτα άνοιγαν ντουλάπες, ψάχνανε στις τσέπες του ρουχισμού που κρεμόταν στις κρεμάστρες, τίναζαν και πετούσαν έξω τα ομορφοδιπλωμένα μυρωδάτα ασπρόρουχα που αναπαύονταν στα συρτάρια. Μετατόπιζαν τα αντικείμενα στο πανέρι της ραπτικής... άδειαζαν τα συρτάρια με τη γραφική ύλη και το μικρό ντουλαπάκι με τα φαρμακευτικά, αναποδογύριζαν στο λουτρό το κιβώτιο με τα λερωμένα.

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Πάσχα ρωμέικο

Ηναψεν σιγαρέττον κ’ εκάπνιζεν ηδονικώς. Eκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. O δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Πασχαλινή περιπέτεια στο ταξίδι για τον Πειραιά

  • Tο «Πάσχα ρωμέικο» είναι το τρίτο αθηναϊκό πασχαλινό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δημοσιευμένο το 1891

O μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Oσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ’ εμειδία προς αυτούς.
Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ’ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ’ επικληνής προς το ους, όλα παρ’ αυτώ εμειδίων.
Eίχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Kερκύρα. όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Kέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Aούστριας. Eνθυμείτο αμυδρώς τον Mουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Eίχε γνωρίσει καλώς τον Mάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Kερκύρας Aθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Tο τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Bράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Eίχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Eισέ πάσα μέρη πετιέται κι’ ανάφτει και σκορπιέται σε κάθε μεριά.
O μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Eίχε γυρίσει κόσμον κ’ έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Eμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Aπετροπιάζετο τους φαύλους. «Iλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Eνίοτε πάλι εμαλάττετο κ’ εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Oυδ’η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Kαι ύστερον, αφ’ ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν’ αναγνωρίσει την διαφοράν.
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Tας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Tα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Aλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»
Eν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν’ ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν’ ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
Tην εσπέραν του Mεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ’ Aθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν’ αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Eφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. O γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ’ έκαμνεν οικονομίαν.
Aλλ’ όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’ έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν’ ακούη την Aνάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Eκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν’ αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Aθήνας. Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν’ ακούση το Xριστός Aνέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ’ ευφρανθή η ψυχή του. Kαι όμως ήτο... δυτικός!
O μπάρμπα-Πύπης, Iταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Eλληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Eλληνικής. Eκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Nαπολέοντος A’ «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν’ αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Kαι όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί. Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Pώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Pωμαιοκαθολικούς των Iονίων νήσων τινά των εις τους Oυνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Aρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του ΠοντίφηκοςΖ τα λοιπά είναι αδιάφορα.
O μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Aγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Eπίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Bενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Aφού ευρίσκετο μακράν της Kερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους. Tην εσπέραν λοιπόν εκείνην του Mεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν’ ανάψη κατά την Aνάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ’ ολίγον ν’ αναπαυθή. Eύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ’ εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ’ εκάπνιζεν ηδονικώς.
Eκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. O δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. Eκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Aιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. H σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ’ ανέτελλε μετ’ ολίγα λεπτά. Eκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
O μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Xωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ’ έκραξεν εναγωνίως.
-Φίλος! Kαλός! μη ρίχνεις...
O άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.
-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
-Tι θέλω; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Kάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.
-Kαι δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Hύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!
-Kαι γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Tι σας έβλαψα;
-Δεν ξέρω ‘γω απ’ αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότηςΖ εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι’ άλλα πράμματα μέσα. Mόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Eγελάστηκες.
Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του. O μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
-Συ εγελάστηκες, απήντησεν εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν’ ακούσω Aνάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
O χωρικός εκάγχασε.
-Στον Πειραιά; στον Aϊ-Σπυρίδωνα; κι’ από πού έρχεσαι;
-Aπ’ την Aθήνα.
-Aπ’ την Aθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν’ ακούσης Aνάσταση;
-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης
O χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
-Nα φχαριστάς, καϋμένε...
Kαι τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
-Nα φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Tράβα τώρα!
O γέρων Kερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
-Kάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ’ ευχαριστώ ως τόσο που δε μ’ ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Eγώ είμαι διαβάτης, κ’ επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.
-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
Kαι ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ’ έγινεν άφαντος. O γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. Tο συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ’ έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο. Eφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.
Kάποιοι, στην εποχή του, είχαν αποδοκιμάσει τον Aλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ως «κατ’ αποκοπήν διηγηματογράφο» ο οποίος εμφανιζόταν στο προσκήνιο μόνον τα Xριστούγεννα και το Πάσχα, με ιστορίες θρησκευτικού περιεχομένου.
Kι όμως η αλήθεια είναι ότι στο σύνολο των 169 διηγημάτων του, ο A. Παπαδιαμάντης έγραψε ελάχιστα Πασχαλινά διηγήματα, με το πρώτο να δημοσιεύεται το Πάσχα του 1888, στην «Eφημερίδα» και το τελευταίο, στο αλεξανδρινό περιοδικό «Nέα Zωή», το 1907.
Για τα πασχαλινά και χριστουγεννιάτικα διηγήματα εμπνεύστηκε από τις αναμνήσεις και τα αισθήματά του.
«H Tελευταία βαπτιστική», το τεσσαρακοστό πνευματικό τέκνο της θείας Σοφούλας, μόλις διετής, «έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος» και πνίγηκε τη μεγάλη Πέμπτη, την ημέρα που ζημώνονταν οι κοκκώνες. Σε ένα άλλο πασχαλινό, το 1891, ανιστορούνται οι «αναμνήσεις» μιας οκταετούς ορφανής από την τελευταία «Παιδική πασχαλιά» με τη μητέρα της, που ετοίμασε τα κόκκινα αυγά και τις κοκκώνες της Mεγάλης Πέμπτης. Tα πασχαλινά του Παπαδιαμάντη είναι, κυρίως, σκιαθίτικα, εκτός από τρία αθηναϊκά, τη «Bλαχοπούλα», το «Xωρίς στεφάνι» του 1896 και το τρίτο αθηναϊκό στα πασχαλινά, δημοσιευμένο το 1891, είναι το «Πάσχα ρωμέϊκο».
Στα κατ’ εξοχήν πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη έχουμε ως μέρος της υπόθεσης την Aνάσταση και τους ιερείς μαζί με την κουστωδία τους να πηγαινοέρχονται στο βορειοανατολικό κομμάτι της Σκιάθου, ανάμεσα στην παλαιά πρωτεύουσα, το Kάστρο, και τη μεταγενέστερη, για να λειτουργήσουν τα παρεκκλήσια. Aυτά είναι η «Eξοχική Λαμπρή» του 1890, «Στην Aγι-Aναστασά» το 1892, ο «Λαμπριάτικος Ψάλτης», και «O Aλιβάνιστος» του 1903. Tο τελευταίο πασχαλιάτικο διήγημα του είναι «T’ αερικό στο δέντρο».
O Παπαδιαμάντης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη μακριά και επίπονη πορεία μέχρι τα ξωκκλήσια και τον εορτασμό του ρωμέικου Πάσχα, ενθέτοντας ευτράπελα συμβάντα αλλά και τη φιλοσοφία του περί εθνοτικής συνέχειας: «... H ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, δια του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή δια την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του...». [Ημερησία, 16/04/2009]

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Κωνσταντίν Παουστόφσκι: Ο ποταμός Βιέπρζ

  • Βιογραφικό του Κωνσταντίν ΠΑΟΥΣΤΟΦΣΚΙ

O Κωνσταντίν Παουστόφσκι (1892 - 1968) γεννήθηκε στη Μόσχα. Γιος σιδηροδρομικού. Η οικογένειά του ήταν μορφωμένη, με αγάπη για το θέατρο και τη μουσική. Εζησε στο Κίεβο όπου τελείωσε το Κλασικό Γυμνάσιο και τα δύο πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο και μετά στης Μόσχας. Εζησε τα γεγονότα της Ρωσικής Επανάστασης και έκανε πολλές δουλειές ακόμα και εργατικές. Το έργο του είναι πολύτομο, και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Το διήγημα αυτό είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν υπηρετούσε σε νοσοκομειακό τρένο. Από εφημερίδες πληροφορήθηκε το θάνατο των αδελφών του την ίδια μέρα σε διαφορετικούς τόπους. Λυρικός συγγραφέας με απέραντη αγάπη για τη φύση και την καθημερινότητα.

Ο ποταμός Βιέπρζ

Γρηγοριάδης Κώστας

Ανοιξη στον ποταμό Βιέπρζ. Στις μέρες που γίνεται πόλεμος η ησυχία είναι πολύ ποθητή και τη Λιουμπλίν την αγκάλιζε η γαλήνη από παντού.

Η έντονη πολεμική ζωή την προσπερνούσε, όπως περνούσαν τα τρένα χωρίς σχεδόν να σταματούν, στο σταθμό της, που μύριζε καπνό, μαχόρκα, και βούιζε από το κροτάλισμα που έκαναν τα παγούρια, οι μπότες και τα τουφέκια. Εφτανε όμως ν' ανέβεις τον πλατύ δρόμο κι αμέσως ένιωθες ολούθε τη γαλήνη και το μοσχοβολητό της πασχαλιάς που μόλις είχε ανθίσει, βγάζοντας τότε το πηλήκιο και σκουπίζοντας το μέτωπό σου που είχε ακόμα το κόκκινο σημάδι, έλεγες: «Τι πυρετώδικο παραλήρημα, μπορεί και να μην ήταν πόλεμος». Καθώς σήκωνες το κεφάλι έβλεπες ψηλά τα πετροχελίδονα να πετούν πάνω από τις σκεπές των σπιτιών. Από τα βαθυγάλαζα πλάτη κυλούσαν ανάλαφρα τα σύννεφα κι έφευγαν ξανά μακριά στην ίδια βαθυγάλαζη απεραντοσύνη, χωρίς να στερούνε τη γη ούτε μια από τις ηλιαχτίδες που φωτίζοντας τα φύλλα της πασχαλιάς, παρόμοια με καρδιές, έπεφταν στα πεζοδρόμια ζεσταίνοντας τα αδύναμα, σαν στην άνοιξη. Στο σαξωνικό κήπο μια ορχήστρα από πνευστά έκανε πρόβες σε κομμάτια όπερας, και τόση ήταν η ησυχία που οι ήχοι έφταναν ως μακριά. Από ένα δρομάκι, ανάμεσα από φράχτες με μικρές πορτούλες, που έφτανε ως το ποτάμι, άκουγες το γνωστό σκοπό:

Μακριά σε ξένη γη

είναι ο αρραβωνιαστικός...

Στις πορτούλες κρέμονταν σιδερένια χυτά φαναράκια, κι η πασχαλιά έγερνε πάνω από τους φράχτες ως κάτω. Οι αργυρόηχες καμπάνες χτυπούσαν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το Πάσχα μας βρήκε στη Λιουμπλίν, οι Πασχαλιάτικες μέρες διαδέχτηκαν την ταραχή, και τη σκόνη της μάχης, που είχε γίνει πριν λίγο. Στο καθαρό και συγυρισμένο τρένο, όλο και βρίσκαμε πίσω από τη χειρολαβή ένα κομμάτι γάζα με ξεραμένο αίμα, ή στο ράφι, δαγκαμένα από τον πόνο αποτσιγάρα. Για τη νυχτερινή πασχαλιάτικη λειτουργία πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Βερνάρδου. Ολα ήταν θεατρικά. Τα παιδιά μέσα στις νταντέλες, ένα βουνό πασχαλιές δίπλα στο στολισμένο με χρυσαφί ύφασμα ξύλινο βρέφος ο Ιησούς, οι γκριζομάλληδες καθολικοί παπάδες που έψελναν ένρινα λατινικές ψαλμωδίες, και οι βροντεροί ήχοι του οργάνου. Την πρώτη μέρα, με την Λιάλια και τον Ρομάνιν, βγήκαμε έξω από την πόλη, πέρα στις όχθες του ποταμού Βιέπρζ, που με τα καθάρια νερά του κυλούσε ανάμεσα από σταροχώραφα, ενώ οι καλαμιές καθρεφτίζονταν στο βυθό του σαν μαύρα τείχη. Πάνω του πετούσαν μικροί γλάροι. Ηταν ωραία να περπατάς στο στερεό χωραφόδρομο μιας άγνωστης περιοχής, να μη ξέρεις πού θα βγεις. Τ' αγριολούλουδα λικνίζονταν κι από τις δυο μεριές τ' ουρανού. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει, ούτε τότε στον ποταμό Βιέπρζ, ούτε κι ύστερα ποτέ, πως καμιά φορά, χωρίς ξεχωριστή αιτία, έρχονται ξαφνικά αυτές οι ώρες της ευτυχίας. Γιατί τότε ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένος. Στην όχθη του ποταμού στεκόταν μια αχυροκαλύβα με αχυρένια σκεπή, και στον ξύλινο φράκτη της κρεμόταν ένα δίχτυ ψαρά, που πάνω του κάθονταν καφετιές τσίχλες τσιμπώντας με το ράμφος τους τα ξεραμένα φύκια. Μόλις μας είδαν φοβήθηκαν και πετώντας με θόρυβο, ξύπνησαν ένα μωρό που κοιμόταν μέσα σε μια καλαθένια κούνια, πάνω στο ανάχωμα κοντά στο παράθυρο. Από το κλάμα του μωρού βγήκε από την καλύβα μια νέα χωρική μ' ανασηκωμένη ριγωτή φούστα, και μόλις μας είδε σταμάτησε, βάζοντας τα χέρια της στο στήθος. Ενα γκρίζο σκυλί βγήκε απρόθυμα κάτω από μια σπασμένη σκάφη και πλησίασε κοιτάζοντας με χασμουρητό κι απορία μέσα στην κούνια. Οταν πείσθηκε ότι όλα είναι εντάξει κάθισε βλέποντας με τα κιτρινιάρικα μάτια του κι άρχισε να διώχνει θυμωμένα τους ψύλλους από το τρίχωμά τους.

«Φύγε» φώναξε η γυναίκα και πήρε στα χέρια της το μωρό. Καθώς γύρισε σ' εμάς το πρόσωπο της φωτίστηκε από ένα χαμόγελο τόσο εγκάρδιο, που σε απάντηση, άθελα χαμογελάσαμε κι εμείς. Συνεσταλμένα μας πρότεινε τότε να πιούμε γάλα. Ευχαριστήσαμε και μπήκαμε στο καλυβάκι. Ολα εκεί ήταν ξύλινα. Οχι μόνο οι τοίχοι, τα πατώματα, το τραπέζι, τα σκαμνιά και το κρεβάτι, αλλά και τα πιάτα, η χτένα, πάνω στο παράθυρο η αλατιέρα και το καντήλι μπροστά στην εικόνα. Στο παράθυρο είναι κι ένα ξύλινο πιρούνι, κι όλα αυτά τα ξύλινα αντικείμενα έκαναν πιο έντονη την εικόνα της φτώχιας και της καθαριότητας. Η Λιάλια πήρε το παιδί, η νοικοκυρά κατέβηκε στο υπόγειο κι έφερε μια ιδρωμένη στάμνα γάλα, ύστερα σκούπισε το τραπέζι με μια πετσέτα, ενώ στα χρυσαφένια μαλλιά της έπεφτε μια ανταύγεια από φως. Κοίταζα αυτά τα σγουρά και λεπτά μαλλιά τόσο που αυτή ένιωσε το βλέμμα μου και σήκωσε τα πρασινωπά και ταραγμένα μάτια της σε μένα κι αυτό κι από άλλα δείγματα, ένιωσα πως στην καλύβα αυτή κατοικούσε μια αθόρυβη γαλήνια ευτυχία. Κι αυτό, δεν ξέρω γιατί, το κατάλαβα κοιτάζοντας το ταβάνι όπου κρεμόταν ένα μικρό πολύφωτο, με λεπτά κεριά, πλεγμένο από ξεραμένα λουλούδια.

-- Τι είναι αυτό; Τι υπέροχο!

-- Είναι παιχνιδάκι, δεν ανάβει, απάντησε η νοικοκυρά, ταραγμένη. Το έπλεξε ο άντρας μου για να είναι το καλύβι πιο χαρούμενο. Είναι καλαθάς. Πλέκει από ιτιές καλάθια και καρεκλάκια, και πριν λίγο έπλεξε, για την αρχοντοπούλα Γαβόρσκαγια, μια πάρα πολύ ωραία ομπρέλα για τον ήλιο...

Την ώρα εκείνη άνοιξε η πόρτα και στο κατώφλι στάθηκε ένας ψηλός χωρικός με το δερμάτινο χωρίς μανίκια γιλέκο ραμμένο με πράσινη κλωστή κι ανέμελα ριγμένο στον ώμο του.

- Να ο Στας, ο άντρας μου, είπε η νοικοκυρά, και δε μοιάζει με τους άλλους.

Ο Στας υποκλίθηκε σιωπηλά, κι αφού ακούμπησε στη γωνιά το δεμάτι με τις φλούδες, κάθισε δίπλα στο τραπέζι και μας κοίταξε όλους χαμογελαστός. Από το ανοιχτό παράθυρο ακούγονταν τα κελαηδίσματα των κορυδαλλών, που φαίνονταν πως πετούσαν με τρεμουλιαστά φτερά πάνω από τα σπαρτά της πράσινης σίκαλης και χάνονταν στη βαθυγάλανη απεραντοσύνη. Ο Στας, κοιτάζοντας στο παράθυρο χαμογελαστός, είπε:

-- Οι βοηθοί μας οι κορυδαλλοί.

-- Γιατί βοηθοί; ρώτησε η Λέλια.

-- Διασκεδάζουν τους ανθρώπους όταν δουλεύουν, απάντησε ο Στας χαμογελώντας τρυφερά. Εγώ ο ίδιος δεν είδα, αλλά λένε πως υπάρχει ένας κορυδαλλός με χρυσό ράμφος, ο αρχηγός τους.

-- Στας, φώναξε η νοικοκυρά θυμωμένα, τι φαντασίες λες;

-- Οι άνθρωποι λένε, απάντησε ο Στας, πως ίσως οι κορυδαλλοί να μας σώσουν από τον πόλεμο, όπως έγινε όταν ήταν βασιλιάς ο Γιάνκο Λούτι.

-- Δεν πρέπει να λες ανοησίες, τον ξαναπαρατήρησε η νοικοκυρά.

Ο Στας δεν απάντησε και το ίδιο συγκαταβατικά χαμογελούσε χτυπώντας τα δάκτυλα στο τραπέζι.

-- Οποιος δεν πιστεύει, ας μην πιστεύει, είπε ύστερα από σιωπή, αλλά όποιος πολεμήσει σ' ένα γειτονικό βασίλειο, όπου ζούσαν μόνο σκλάβοι που όργωναν τη γη κι έσπερναν σιτάρι. Κι αυτοί βγήκαν με τις τσουγκράνες τους να πολεμήσουν τον ιππότη Γιάνκο, φορώντας άσπρα καφτάνια, ενώ οι ιππότες φορούσαν μπρούντζινες πανοπλίες και φυσούσαν μπρούντζινες τρομπέτες και τα σπαθιά τους ήταν κι από τις δύο μεριές τόσο μυτερά που μπορούσαν μ' ένα χτύπημα να σκοτώσουν βόδι. Ηταν ένας άδικος πόλεμος - και τόσο άνισος που η γη δεν ήθελε να ρουφήξει το ανθρώπινο αίμα, που έρεε στα χωράφια σαν ποτάμι πάνω σε γυαλί. Εκατοντάδες σκλάβοι εξολοθρεύτηκαν, αφανίστηκαν, κάηκαν οι καλύβες τους, κι οι γυναίκες από πίκρα τρελάθηκαν. Ανάμεσα στους σκλάβους ζούσε κι ένας γέρος καμπούρης μουσικός, που έπαιζε στους γάμους βιολί, που μόνος του το είχε κατασκευάσει: Αυτός τους είπε: «Πολλά πουλιά υπάρχουν στον κόσμο, ακόμα και παραδείσια, αλλά το καλύτερο απ' όλα είναι ο κορυδαλλός μας, γιατί είναι πουλί του χωριού. Κελαηδά τη σπορά, και με το κελάηδισμά του φυτρώνουν τα σπαρτά και γίνονται πιο πυκνά και πιο πλούσια. Κελαηδά τους οργωτές για να οργώνουν πιο ξεκούραστα και τους αλωνιστές, για να μην ακούγεται ο ήχος του δρεπανιού, και για να χαίρεται η καρδιά τους.

Ανάμεσα στους κορυδαλλούς υπάρχει ο αρχηγός τους, που είναι νέος, κι ο πιο μικρός. Το ράμφος του είναι χρυσό. Πρέπει να τον βοηθήσουμε. Δε θα αφήσει τους σκλάβους να πεθάνουν με μαύρο θάνατο, θα μας σώσει όλους μας, αδέλφια, και τις γυναίκες σας και τα παιδιά και τα πράσινά σας χωράφια. Τότε οι σκλάβοι έστειλαν στον κορυδαλλό αγγελιοφόρους».

-- Ποιους; Ρώτησε ξαφνικά η νοικοκυρά.

-- Διάφορους. Σπουργίτια, χελιδόνια, ακόμα και το φαλακρό δρυοκολάπτη - αυτόν που τρύπησε τον ξύλινο σταυρό στην εκκλησία του Λιουμπαρτόφ. Και να, συνέχισε ο Στας αγκαλιάζοντας όλους με τα πονηρά του μάτια - πέταξαν στη χώρα των σκλάβων χιλιάδες κορυδαλλοί, κάθισαν στις σκεπές και λένε στις γυναίκες: «Εσείς μάνες, γυναίκες, αδελφές κι αγαπημένες, τι δίνετε για να τελειώσει αυτός ο πόλεμος;». «Ολα θα τα δώσουμε» άρχισαν να φωνάζουν οι γυναίκες. «Πάρτε τα όλα μέχρι και το τελευταίο ψίχουλο ψωμιού». «Αφού είναι έτσι, είπαν οι κορυδαλλοί, φέρτε στο βοσκότοπο που είναι πίσω από το χωριό, όλες τις κλωστές που έχετε για πλέξιμο και για κέντημα». Οι γυναίκες έτρεξαν αμέσως. Και τα μεσάνυχτα πέταξαν στο βοσκότοπο χιλιάδες κορυδαλλοί μαζί, άρπαξαν τα κουβάρια με τις κλωστές και πήγαν στο στρατό του Γιάνκο Λιούτι. Αρχισαν τότε να πετάνε πάνω του σαν σύννεφα, ξετυλίγοντας τα κουβάρια και μπερδεύοντας τους ιππότες μέσα στις κλωστές, όπως μπερδεύει η αράχνη μέσα στην αραχνιά τα θύματά της. Στην αρχή οι ιππότες έσπαζαν τις κλωστές, αλλά οι κορυδαλλοί τους τύλιγαν όλο και πιο σφιχτά, μέχρι που έπεσαν καταγής και δεν μπορούσαν πια να κουνήσουν, ούτε πόδι, ούτε γόνατο, και μόνο έφτυναν το μαλλί από το στόμα τους. Τότε οι χωρικοί τους έβγαλαν τις ασπίδες, τους πήραν τα σπαθιά, τους φόρτωσαν στα κάρα, κι αφού τους πήγαν στα σύνορα της πατρίδας τους, τους πέταξαν στη χαράδρα, πίσω από το ποτάμι, στο σκουπιδότοπο. Κι ο ίδιος ο Γιάνκο Λιούτι κατάπιε τόσο μαλλί που μελάνιασε και πνίχτηκε για μεγάλη χαρά όλων των καλών ανθρώπων. Ο Στας σώπασε για λίγο. Να κι εσείς οι κύριοι να ψάξετε να βρείτε τον κορυδαλλό με το χρυσό ράμφος.

Ηταν δειλινό όταν βγήκαμε από την καλύβα. Κι η σπιτονοικοκυρά για να μας ξεπροβοδίσει ήρθε μέχρι το μεγάλο δρόμο που πάει στη Λιομπλίν, ενώ ο Στας έμεινε σπίτι, κι όρθιος στην πόρτα της καλύβας, μας κοίταζε φυσώντας καπνό από την πίπα του. Η σπιτονοικοκυρά πήρε στα χέρια το παιδί λέγοντας πως δεν πρέπει να θυμώνουμε με τον Στας.

Αποχαιρετιστήκαμε στο σταυροδρόμι. Ο ήλιος έδυε πίσω από το ποταμό Βιέπρζ, και πάνω από τα σιωπηλά άλση και τα χωράφια, στο βάθος του ουρανού έβγαινε ασημίζοντας το μισοφέγγαρο για να πάρει τη θέση του. Η γυναίκα μου άπλωσε το χέρι, και δεν ξέρω γιατί, έσκυψα και φίλησα το σκληρό αυτό χέρι, που μύριζε ψωμί. Δεν το τράβηξε και λέγοντας, «ευχαριστώ» σήκωσε τα μάτια της και μου είπε:

-- Ελάτε οπωσδήποτε. Ο Στας θα ψήσει ψάρια από τον ποταμό Βιέπρζ.

Υποσχεθήκαμε να πάμε, αλλά την άλλη μέρα το τρένο μας πήγε στο Σένολετς κι από κει στη Βαρσοβία. Δεν ξαναείδα έτσι ούτε τον Στας, ούτε τη γυναίκα του, ούτε το μωρό. Η λύπη, όμως, μου έτρωγε την ψυχή, γιατί ούτε εγώ ούτε και οι συνομήλικοί μου δεν είχαμε νιώσει ακόμα την απέριττη ευτυχία αυτής της απλής Πολωνίδας χωρικής.

  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Σάββατο 18 Απρίλη 2009 - Κυριακή 19 Απρίλη 2009

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Απλώς, τίποτε! Μια Κυριακή στην Περαία...

Μια Κυριακή σαν τις άλλες θα είναι και η σημερινή. Δυστυχώς, δηλαδή. Και τι έχει αυτή η Κυριακή που είναι σαν τις άλλες; Απλώς, τίποτε! Ρουτίνα... Θα προσπαθήσω να τις αλλάξω το ρυθμό, να βάλω μουσικές, να πιάσω την αρμονία του κόσμου στη φωνή του τραγουδιστή, να σχεδιάσω το βήμα της, να την πιάσω από το χέρι και να περπατήσουμε μαζί στην παραλία της Θεσσαλονίκης, να πάρουμε το αμάξι και να τραβήξουμε κατά την Περαία κι εκεί δίπλα στη θάλασσα να μιλήσουμε για τα περασμένα, να βρούμε κοινά σημεία, τόπους, εικόνες, αγωνίες και να μιλήσουμε για τους χαμένους έρωτες που φόρτισαν το πάθος μας για καινούργια ζωή...
.........................................

Ώρα 10:03. Την κρατούσα από το χέρι και περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα. Αμίλητοι. Αέρας, θάλασσα, οι βαρκούλες σωριασμένες στην άμμο. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στην παραλία. Ήθελα να της πω ότι ήμουν χαρούμενος. Αλλά δεν έβγαινε λέξη από τα χείλη μου. Πόσες φορές είχα συνθέσει ολόκληρες προτάσεις και στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη κι έπαιζα το ρόλο μου! Κάτι δεν μου κόλλαγε όμως. Όταν βρισκόμασταν, νόμιζα πως οι κουβέντες μου θα είναι πεζές και δεν τολμούσα να πω το λόγο που είχα ετοιμάσει. Εκείνη δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν χαρούμενη χωρίς να λέει μια λέξη. Κι όταν ήθελε να πει κάτι, μιλούσε κοινότοπα... Χωρίς να το καταλάβουμε, ο δρόμος μας οδήγησε μακριά από την παραλία. Σχεδόν μπροστά μας, στο τέλος του δρόμου, φάνηκαν τα σημάδια ενός λούνα παρκ...
...........................................

Τι να κάνει άραγε σήμερα; Πού να βρίσκεται; Παντρεύτηκε, έχει οικογένεια, παιδιά, είναι χαρούμενη, λυπημένη, ζει στην ίδια πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε; Με θυμάται καμιά φορά; της έμεινε τίποτε από τη σχέση μας; Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου ήρθε απόψε και την έφερα στη σκέψη μου!

Ρήγας Γκόλφης: Ο Γήταυρος

Ο Γήταυρος

Γρηγοριάδης Κώστας
Φιντής (κοιτάζοντας τον Σταύρο). Είμαι βέβαιος πως όταν έπαιρνες την απόφαση να φύγεις από το σπίτι σου, νόμιζες εύκολη τη ζωή μέσα στον κόσμο. Το πώς θα γύριζες όμως πάλι εδώ το φανταζόμουνα από την πρώτη στιγμή που έφυγες.
Σταύρος. Κι ωστόσο εσείς μου μηνύσατε.
Φιντής. Οταν έμαθα ύστερα από τόσα χρόνια, κατά τύχη μια μέρα, σε ποιο μέρος βρισκόσουνα και πώς είχες καταντήσει - ένας εργάτης, ένας χαμάλης - άκουσα μέσα μου μια φωνή που μου έλεγε πως δεν έπρεπε τ΄ όνομά μου να σέρνεται στη φτωχολογιά των δρόμων από το παιδί μου. Για την κοινωνική μου υπόληψη δεν το ήθελα.
Σταύρος. Αυτό σας έκαμε να μου μηνύσετε ναρθώ; Δεν το είχα σκεφτεί. Νόμιζα πως η λύπη για το παιδί σας...
Φιντής (διακόφτοντας). Εσύ δεν ήσουνα άξιος λύπης. Σου είχα τοιμάσει ένα δρόμο που θα σ΄ έφερνε αν ήθελες να τον ακολουθήσεις, σε μια υπέροχη κοινωνική θέση. Χρήματα για σένα μπορούσα να ξοδέψω όσα κι α μου ζητούσες, αν ήθελες να σπουδάσεις, να γίνεις ένας επιστήμονας. Είχαμε ανάγκη ν΄ ανεβούμε πιο αψηλά στην κοινωνία απ΄ ό,τι είμαστε τώρα. Εσύ δε θέλησες να το νιώσεις ποτέ αυτό.
Σταύρος (ήσυχα). Τέτοια φιλοδοξία, αληθινά δεν την είχα ποτέ μου. Δεν έβλεπα το λόγο και τότε όπως και τώρα, το λόγο που σας κάνει να νομίζετε πως την κοινωνική θέση την αποχτά κανείς με την επιστήμη. Και να το λέτε σεις αυτό, που όλη σας η γενιά ήτανε αναθρεμμένη στην πραχτική δουλειά, και που με τη δουλειά αυτή πήγε μπροστά. Αν ο πατέρας σας δε σας άφηνε το πρώτο εκείνο το μικρό εργοστάσιο, θα μπορούσατε να περηφανεύεστε σήμερα για το στρώσιμο της εργασίας σας και για την καλή κατάσταση της περιουσίας σας. Α σας έκανε επιστήμονα...
Φιντής (διακόφτοντας). Για σένα όμως δεν ήταν έτσι τα πράματα. Είχες πίσω από τον πατέρα σου μια περιουσία ολάκερη.
Σταύρος. Η επιστήμη σήμερα, πατέρα, χρεοκόπησε στον τόπο μας. Η πολλή επιστήμη και μάλιστα η νοθεμένη επιστήμη που έχει σ΄ εμάς πέραση. Χρειαζόμαστε δουλειά, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, δουλειά που να μας μπάσει δύναμη και να μας φέρει την οικονομική προκοπή στη χώρα, που ρέβει σήμερα από τη στασιμότητα και τη σαπίλα. Να, ωραία φιλοδοξία, και να, στάδιο για να ωφελήσει κανένας την κοινωνία, όχι του παρά και της επίδειξης, μα την κοινωνία της πείνας, που είναι και η πιο μεγάλη.
Φιντής. Βλέπεις χαμηλά και ταπεινά. Τι με νοιάζει εμένα για την κοινωνία της πείνας. Ας βρει ψωμί να φάει, αλλιώς ας πεθάνει. Εγώ κοιτάζω την οικογένειά μου, τ΄ όνομά μου, την περιουσία μου κι ακόμα τον τρόπο που να φτάσω αψηλά.
Σταύρος. Ο καλύτερος τρόπος, πατέρα, για να φτάσει κανείς αψηλά, όχι ψεύτικα μα αληθινά, είναι ν΄ αρχίσει από τα σκαλοπάτια εκείνα που φαντάζουν όπως λέτε σε σας χαμηλά και ταπεινά.
Φιντής (που δεν πρόσεξε και πολύ σ΄ αυτά τα λόγια). Ας είναι. Αυτά τα πράματα ας τ΄ αφήσουμε. Είναι τώρα πια αργά για σένα ό,τι κι αν σου πω. Θα μου δώσεις δίκιο όταν ανακατωθείς στη δουλειά μου, και θάχεις να παλεύεις κάθε μέρα με χίλιους οχτρούς, που κοιτάζουν από παντού να σε καταστρέψουν.
Σταύρος. Με χίλιους οχτρούς;
Φιντής. Ναι, κάθε εργάτης είναι κι ένας οχτρός σου. Και στο εργοστάσιο έχω τώρα χίλιους τέτοιους.
Σταύρος. Το πιστεύετε αληθινά, πως όλοι αυτοί είναι οχτροί σας;
Φιντής. Αν το πιστεύω αληθινά;... Από τα μικρά μου χρόνια έχω να κάμω μ΄ αυτούς... (Αλλάζει τόνο.) Λογαριάζω, Σταύρο, να σε πάρω στο εργοστάσιο πια. Βλέπεις ο πατέρας σου υποχωρεί πρώτος, απέναντί σου. Ηθελες πραχτικό επάγγελμα, λοιπόν σου το προσφέρω. Θέλω και γω κάπως να ησυχάσω από την αιώνια επιτήρηση και αγωνία.
Σταύρος. Αυτό είναι για μένα πατέρα, η μεγαλύτερη χαρά. Ελπίζω να σας κάμω να ξεχάσετε τα περασμένα. Και θα δείτε πόσο αφοσιωμένος θα είμαι στην εργασία. Θα γνωρίσω όλους τους εργάτες μας από κοντά, θα εχτιμήσω την αξία του καθενός, θα αδερφωθώ μαζί τους, και θα κατορθώσω στο τέλος να σας βγάλω την ιδέα που έχετε, πως αυτοί είναι εχτροί σας.
Φιντής. Αυτή την ιδέα αντί να τη βγάλεις από μένα - σου είπα - θα την αποχτήσεις και συ άμα ανακατωθείς μαζί τους. Η δουλειά τους φαίνεται σα βασανιστήριο της κόλασης, κι όσο περισσότερο δείχνει κανείς πως ακούει τα παράπονά τους, περισσότερο μεγαλώνει η κάθε απαίτησή τους. Φαντάσου πως τώρα τελευταία θέλουν να με αναγκάσουν να τους λιγοστέψω και τις ώρες της εργασίας.
Σταύρος. Οσο γι΄ αυτό, πατέρα, νομίζω πως δεν έχουν άδικο. Δώδεκα ώρες πάνου κάτου, δουλειά το μερονύχτι, τους αφανίζει. Δεν είναι μικρό πράμα, δώδεκα ολάκερες ώρες νάχεις να παλεύεις με το σίδερο. Το άψυχο αυτό πράμα για να λυγίσει, να κοπεί, να πάρει σκήμα, θέλει να φάει ζωές.
Φιντής. Σταύρο, τι είναι αυτά που λες;
Σταύρος. Λέω απλούστατα, πως έχουν δίκιο να ζητούν λιγόστεψη στις ώρες της δουλειάς.
Φιντής. Μα αυτό είναι ενάντιο στα συφέροντά μας.
Σταύρος. Το μεγαλύτερο συφέρο καθενός είναι το συφέρο της ανθρωπότητας. Κι αυτοί που εργάζουνται στο εργοστάσιό σας, μην ξεχνάτε, πατέρα, πως είναι οι απόκληροι αυτής της ανθρωπότητας, που όσο κι α σας κάνουνε να πλουτίζετε, έχουν όμως δικαίωμα σε μια στοιχειώδικη φιλανθρωπία από μέρος σας.
Φιντής. Αυτοί με κάνουν και πλουτίζω; Αυτοί ή τα κεφάλαιά μου, τα μηχανήματά μου, η περιουσία μου, που την έχω ρίξει στους πέντε δρόμους, και που γι΄ αυτό βρίσκουνε ψωμί και τρώνε αυτοί οι τιποτένιοι;...
Σταύρος (με κάποιο θυμό). Η περιουσία σας που τη ρίξατε στους πέντε δρόμους, καθώς λέτε, μεγάλωσε και θέριεψε μέσα σ΄ αυτούς τους πέντε δρόμους, όχι βέβαια μονάχη της, μα με το αίμα αυτουνών, που τώρα τους βρίζετε κιόλας.
Φιντής. Δε σε καταλαβαίνω, Σταύρο, μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω.
Σταύρος. Κι όμως αυτά που λέω είναι τόσο απλά. Δε με καταλαβαίνετε, γιατί δε θέλετε, γιατί ίσως και δεν μπορείτε να με καταλάβετε. Δε συλλογιστήκατε ποτέ πόσοι απ΄ αυτούς φύγανε από το εργοστάσιό σας σακατεμένοι και χιλιοπαθιασμένοι, ενώ μπήκανε εκεί μέσα μ΄ όλη τη γεροσύνη και τη φωτιά της νιότης. Δε συλλογιστήκατε ποτέ πως η μόνη τους ανταμοιβή ύστερα από τόσω χρονών εργασία, είναι η πείνα, η άτιμη πείνα. Αμα τους περιτριγυρίσουνε τα γερατειά, και πάψει πια η ικανότητά τους για τη δουλειά... (ξαφνικά). Πάψτε να είστε τόσο άδικος γι΄ αυτούς, πατέρα. Ακούστε με και μένα. Ας τους λιγοστέψουμε τις ώρες της εργασίας όπως ζητάνε, ας τους κάνουμε και καμιά άλλη παραχώρηση, ας τους...
Φιντής (διακόφτοντας με θυμό). Και καμιά άλλη παραχώρηση; Εσύ είσαι τρελός. Εσύ είσαι τρελός. Μπας και ήρθες εδώ, καταραμένε, για να μου καταστρέψεις την περιουσία μου, να μου πάρεις τα κόπια μου, και να τα μοιράσεις σ΄ αυτούς;
Σταύρος. Ισως τα κόπια σας να είναι πιο πολύ κόπια αυτουνών, παρά δικά σας.
Φιντής (μονάχος του, σαν απελπισμένος). Πάντα ο ίδιος, πάντα ο ίδιος. Δεν μπόρεσε ν΄ αλλάξει, Θεέ μου.
Σταύρος. Κι όμως αν ξέρατε τι θα πει σκλαβιά...
Φιντής (διακόφτοντας). Μιλάς για σκλαβιά, γι΄ αυτούς που κατάντησαν να είναι πιο λεύτεροι κι από μένα. Η πολιτεία τους έκαμε βασιλιάδες, και λύνουνε και δένουνε, και κατεβάζουν αρχόντους με τον ψήφο τους. Πού ματακούστηκε να κυβερνάει έναν τόπο η φτωχολογιά και η αργατιά.
Σταύρος. Τους λευτέρωσε η πολιτεία, είναι αλήθεια, μα τους σκλάβωσε ο παράς. Αυτό όμως το σκλάβωμα είναι πολύ χειρότερο από κάθε άλλο. Δε θα περάσει πολύς καιρός που θα ξεσκλαβωθούνε κι απ΄ αυτό... Αλίμονο σε σας τότε κύριε Φιντή.
Φιντής. Εσύ είσαι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός, που ήρθες εδώ μέσα για να με φοβερίσεις. Α! δεν μπορώ να σε υποφέρω πια, θα φωνάξω την αστυνομία να σε πετάξει από μπροστά μου. (Πέφτει σε μια καρέκλα.)
Πάψη.
Σταύρος (ήσυχα ύστερα από λίγη σκέψη). Δεν είναι ανάγκη να το κάμει αυτό η αστυνομία. Θα το κάμω μόνος μου, τώρα που σας γνώρισα καλά και κατά βάθος. Μια φορά ήμουνα παιδάκι και δε σας είχα καταλάβει αλλιώς βέβαια δε θα με βλέπατε ποτέ να ξαναπατήσω το κατώφλι σας. Κι αν με είδατε σήμερα να 'ρχουμαι εδώ, τόκαμα αυτό μόνο και μόνο με την ελπίδα πως με ό,τι μέσο μού περνούσε από το χέρι θα μπορούσα να γλυκάνω τη δυστυχία τω δυστυχισμένω σας. (Δυνατότερα, ύστερα από λίγο.) Τόσα χρόνια μακριά από σας, δούλεψα με τα χέρια μου για να ζήσω. Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κι εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση του παρά, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γω, και βουτήχτηκα και γω, και έπαθα και γω. Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα εσάς των πλούσιων... Α! με λέτε ένα επαναστάτη, ένα αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτα απ΄ αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε.
Φιντής (συλλογισμένος). Αλίμονό σου, αλίμονό σου, τρισαλίμονό σου!..
Σταύρος (χτυπάει το κουδούνι).
(Μπαίνει ο υπηρέτης.)
Σταύρος. Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασέ τα κάτου στην οξώπορτα.
Υπερέτης. Αμέσως. (Φεύγει).
Πάψη.
Σταύρος (προς το Φιντή). Φεύγω αυτή τη στιγμή για να μην ξαναγυρίσω πια. Ετσι πιστεύω, να μη κιντυνεύουνε πλέον τα κόπια σας και τα πλούτη σας. Αν όμως τώρα μέσα μου αιστάνουμαι ένα σπαραγμό, είναι γιατί αφήνω πίσω μου τη λύπη σε δυο πρόσωπα που τα στολίζουνε τα αθώα γερατειά και τα αγνά νιάτα. Ω! τη γιαγιά μου και την αδερφούλα μου δε θέλω ούτε να τις αποχαιρετήσω, φοβάμαι μήπως η αγάπη τους, και άθελά μου με κρατήσει εδώ. Παίρνω όμως μαζί μου τη μνήμη της μάνας μου που είναι για μένα ένας θησαυρός και που δεν μπορείτε πια να μου την κρατήσετε εσείς.
(Ο Σταύρος φεύγει. Ο Φιντής σε όλο αυτό το διάστημα έχει γείρει το κεφάλι του απάνου στα χέρια, σα να σκέφτεται αδιάκοπα. Δείχνει πως είναι πολύ ταραγμένος.)
(...)
(Μπαίνει ο υπηρέτης βιαστικά).
Υπηρέτης (προς το Φιντή). Κύριε, κύριε, είναι κάτου κάποιος άνθρωπος του εργοστάσιου και θέλει, λέει, να σας δει αμέσως τώρα, αυτή τη στιγμή. Είναι ανάγκη.
Φιντής. Τι ζητάει πάλι κι αυτός; (Υστερα από λίγο). Ας έρθει τελοςπάντω να ιδούμε τι θέλει. Α! έχουνε καταντήσει πια ανυπόφοροι.
(Ο υπερέτης φεύγει. Σηκώνεται σιγά σιγά η Γιαγιά, παίρνει την Αννούλα από το χέρι και φεύγουν. Σε λίγο μπαίνει ο Μηχανικός).
Μηχανικός. Κύριε Φιντή, δε φτάνει μονάχα να θέλει κανείς για να πάει ψηλά. Αχ! έχει να κάμει πολύ και η τύχη.
Φιντής. Τι θέλεις να πεις; Δε σε καταλαβαίνω.
Μηχανικός. Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα... Α! να είσαστε εκεί πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζεύτηκαν γύρω όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκάρφωναν τα σίδερα, και έλυναν τους αρμούς τω μηχανώνε, πως όλοι οι αγέρηδες τρέξανε εκεί με τα πιο στριγγά σφυρίγματά τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά... Πάει το μηχανοστάσιο, κύριε Φιντή· πάνε όλα.
Φιντής. Λέγε μου καθαρά τι συμβαίνει, λέγε μου γλήγορα τι συμβαίνει.
Μηχανικός (κάθεται). Σταθείτε να μαζώξω το μυαλό μου, και θα σας τα πω όλα με τη σειρά. (Σε λίγο). Α! ναι, θυμάστε που το μεσημέρι μου είπατε με κάθε θυσία, να προχωρήσουμε στη δουλειά, να κινήσουμε δηλαδή το μεγάλο ψαλίδι, για να κόψει εκείνες τις σιδερένιες πλάκες; Εκαμα όπως με διατάξατε. Η δουλειά πήγαινε ταχτικά όλο το απόγιομα. Μα κοντά την ώρα να σκολάσουμε, λίγο πρι βασιλέψει ο ήλιος, αναγκαστήκαμε για τα πιο χοντρά σίδερα να σηκώσουμε ένα βαθμό ακόμα την πίεση. Τη σηκώσαμε, κι εγώ έφυγα από την ατμομηχανή και πήγα στο πλαγινό μέρος του μηχανοστασίου για να δω πώς προχωρούσε η δουλειά. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ακούμε ένα φοβερό κρότο. Νομίζαμε πως κάτου από τα πόδια μας έφευγε η γις. Κεραμίδια έπεφταν από δω, ξύλα από κει, τζάμια σπάγανε, πόρτες ανοιγόκλειναν. Από τα παράθυρα, από τις μάντρες, από τα κατώγια πήδαγαν οι εργάτες, και γινότανε ένα κακό απερίγραφτο... Εκείνη την ώρα τάχασα, και δεν ξέρω πώς, μια ζάλη έπιασε όλο μου το κεφάλι και σωριάστηκα χάμου. Σε λίγο κάτι άγριες φωνές που ακούγονταν από το μέρος της ατμομηχανής, μ΄ έκαμαν να σηκωθώ τρομαγμένος. Πήγα προς τα εκεί. Τι να ιδώ; Τα καζάνια είχανε πάθει έκρηξη, και είχανε τιναχτεί στον αέρα μαζί με τα λογής λογής σίδερα και οι πέντε εργάτες που τους είχα στην ατμομηχανή. Ενα πόδι εδώ, ένα χέρι εκεί, ένα κομμάτι σάρκας παρακάτου. Φρίκη, κύριε Φιντή, φρίκη!... Μα δεν ήτανε μόνο αυτό. Κι άλλοι πέντε απάνου στην ταραχή, απάνου στο στρίμωγμα, απάνου στην καταστροφή, είχανε μείνει νεκροί. Ενας έπαθε από ασφυξία φαίνεται, ένα μικρόνε εργάτη τον πατήσανε, τους άλλους τους σκοτώσανε τα δοκάρια τη στιγμή που γκρεμίστηκε η στέγη. Δεν ξέρω αν μέσα στα χαλάσματα είναι κι άλλοι νεκροί και πληγωμένοι. Μα υπάρχει αφιβολία πώς θα είναι; (...)
  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 5 Απρίλη 2009