Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Γιάννης ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ: Ο Καπετάνιος

Ο Καπετάνιος
Στα καΐκια, τ' αραγμένα, τα δεμένα,
στα καΐκια, που δεν πάνε πουθενά
θα μπούμε να γυρίσωμε τα ξένα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ενας ναυτικός, ένας καπετάνιος που όργωσε όλους τους ωκεανούς κι όλες τις θάλασσες, που ήπιε τεκίλα στο Μεξικό, ουίσκι στη Σκοτία, μπίρα στη Βρέμη, σαμπάνια στη Μασσαλία, ε τότε, πώς μπορεί να βολευτεί με ρετσίνα από τα Σπάτα; Ο ναυτικός που θαλασσοπνίγηκε στην Παταγωνία κι όμως σώθηκε, που ένας κυκλώνας τον έριξε στην Ανταρκτική και πάλι σώθηκε, που βρέθηκε στο τρίγωνο των Βερμούδων και δεν μπορούσε να κάνει ούτε μπρος ούτε πίσω, κι όμως πάλι γλίτωσε, τι θάρρος λιονταρίσιο πρέπει να 'χει; Το σκαρί του, το βαπόρι του, ένα πλοίο με πανιά, κατασκευή του περασμένου αιώνα, αναπαύεται από καιρό σε μια παχιά αμμουδιά της Νέας Ζηλανδίας. Γλάροι τώρα κουρνιάζουν στα ξάρτια του, και χταπόδια κι άλλα αφρόψαρα μπαινοβγαίνουν στα φινιστρίνια του από τη μεριά της θάλασσας...
Κι αυτός ο θαλασσόλυκος κάθεται τώρα σ' ένα σπιτάκι στην Ανω Γλυφάδα, κι όλο ψάχνει με τα κιάλια τον Σαρωνικό. Τη βεράντα του την έχει διαμορφώσει σε πλώρη πλοίου με γέφυρα όπου υπάρχει πηδάλιο, το παραδοσιακό το στρογγυλό με τα χερούλια. Εχει ακόμα την απαραίτητη πυξίδα και η άγκυρα είναι φουνταρισμένη βαθιά στον κήπο του, ανάμεσα σε μαρούλια και κολοκυθάκια... Αλλ' αυτός δεν μπορεί να μην ταξιδέψει, βλέπει τον Σαρωνικό και φωνάζει:
-- Λοστρόμε, είμαστε στον Ατλαντικό, στη θάλασσα των Σαργάσσων, κάλεσε όλο το τσούρμο στην κουβέρτα, άφησε μόνο τον μεγάλο φλόκο και τον παπαφίγκο! Οι θερμαστές να ρίχνουν συνέχεια κάρβουνο στους λέβητες, να ξεκολλήσουμε απ' αυτή την καταραμένη θάλασσα. Κι αν σωθεί το κάρβουνο ρίξτε ό,τι καίγεται, τραπέζια καρέκλες κι ό,τι ξύλινο υπάρχει να φύγουμε από δω, γιατί θα μας ρουφήξει ο ωκεανός!
Εν τω μεταξύ, έρχεται η κυρά του, η καπετάνισσα:
-- Γαβρίλο. Σου έφερα τον καφέ σου και το παξιμαδάκι σου!
-- Τι παξιμαδάκια και πράσιν' άλογα μου κοπανάς, εδώ βουλιάζουμε, το κατάλαβες;
Η καπετάνισσα κάνει το σταυρό της και φεύγει...
Αυτός όμως τώρα φωνάζει:
-- Ολο το πλήρωμα στην κουβέρτα, ρίχτε τις άγκουρες, τώρα είμαστε στον Περαία, επιτέλους σωθήκαμε!
-- Τις άγκουρες, καπετάνιο, τις έχουμε ρίξει από πέρυσι, απαντά το ανύπαρκτο τσούρμο.
-- Δεν ξέρω τι θα κάνετε, έχουμε κι άλλες άγκουρες, μαζέψτε τον φλόκο και τον παπαφίγκο, σία κι αράξαμε!
Ετσι ο καπετάν Γαβρίλος ταξιδεύει σε θάλασσες και ωκεανούς με το χτισμένο στην Ανω Γλυφάδα «πλοίο» του. Αλλά το καμάρι του, το παλιό κι αγαπημένο του καράβι αναπαύεται στην παχιά αμμουδιά της Νέας Ζηλανδίας... Δε θα ξανανεβεί ποτέ στη γέφυρά του να το κουμαντάρει όπως παλιά, κι ούτε θα προστάξει το τσούρμο για άγκουρες, φλόκους και παπαφίγκους, ποτέ πια, ποτέ!

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Χάρης Σ. ΠΑΤΣΗΣ: Με μαντολίνα και κιθάρες


Με μαντολίνα και κιθάρες

Γρηγοριάδης Κώστας
Στο χωριό μου, την περίοδο της Κατοχής, το Θεσπρωτικό της Λάκκας Σουλίου, όλοι μικροί και μεγάλοι αρχίσαμε να εντασσόμαστε στις δυο επικρατέστερες τότε ορ­γανώσεις της Εθνικής Αντίστασης, που δρούσαν τότε στην περιοχή μας, στο ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ. Δεν είχαν εμφανισθεί ακόμα ένοπλα τμήματα και οι οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης ασχολούνταν πιο πολύ στον τομέα της διαφώτισης του πληθυσμού και στην προετοιμασία του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών, που θα επακολουθούσε. Και εμείς, που μόλις είχαμε αποστρατευτεί, αλλά και άλλοι νέοι του χωριού και της γύρω περιοχής της Λάκκας ήμασταν ενωμένοι και αγα­πημένοι σαν αδέρφια!
***
Εκείνο τον καιρό, τα καλοκαίρια συγκεντρωνόμα­στε στο Θεσπρωτικό όλοι οι σπουδαστές από τα διάφορα γυμνάσια και σχολές της Ηπείρου (Πρέβεζας, Αρτας, Ιωαννίνων) και οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Αθή­νας.
Στο χωριό μας, σαν κεφαλοχώρι που είναι, είχε εγκατασταθεί ιταλική αστυνομία (μπριγκαντερία) κι ο μπριγκαντιέρης ήταν ένας ευγενέστατος και καλοπροαίρετος αξιωματικός, που προσπαθούσε με τη συμπεριφορά του να εξυπηρετεί το κοινό και σ' όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο χωριό μας έδειχνε πάντα φι­λελληνική στάση σε σημείο που δεν ένιωθες, όπως γινόταν αλλού, το στυγνό βραχνά της κατοχής. Ολα αυτά βέβαια ήταν επιφανειακά. Στην πραγματικότητα η χώρα μας, κατά την περίοδο εκείνη, ζούσε κάτω από το πέλμα της τριπλής γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής κατοχής. Η Ηπειρος, τότε, βρισκόταν υπό την ιταλική κυριαρχία. Αργότερα πέρασε κι αυτή στη γερμανική διοίκηση, μετά τον παραμερισμό των Ιταλών.
Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ αναφέρεται σ' αυτήν την περίοδο.
***
Κυριακή. Μήνας Αύγουστος. Μια συντροφιά από 15-20 νέους και νέες του χωριού μας, με δική μου πρωτοβουλία, είχαμε οργανώσει εκδρομή στο ποτάμι της Μαύρης, στη θέση «Γιαλός», εκεί που ήταν τότε το παλιό πέτρινο γεφυράκι, που άμα το περνούσες μπορού­σες να προχωρήσεις είτε αριστερά προς το μύλο της Ζερόπολης και τα ελώδη τέλματα της «Βρώμας», είτε δεξιά προς το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων και στη συνέχεια προς τη Ρωμιά ή τη Φιλιππιάδα.
Εμείς δεν περάσαμε το γεφυράκι αυτό αλλά σταθ­μεύσαμε και εγκατασταθήκαμε στην όχθη του ποταμιού της Μαύρης που περνάει κάτω από το γεφυράκι και συ­νεχίζει τη διαδρομή του μέσα από τις τοποθεσίες «Χαλίκια» («Παπαδιώτικα» και Γελαδόσταλο») και φτάνει ως κάτω στο βάλτο της Μαύρης με τελική κατάληξη τη «Λιμνοπούλα», όπου και χάνεται στις υπάρχουσες εκεί κα­ταβόθρες.
Αυτήν την τοποθεσία που λεγόταν τότε «Γιαλός» (ί­σως γιατί εκεί το ποτάμι πλάταινε πολύ και γινόταν εύκολα βατό) διαλέξαμε για να περάσουμε ευχάριστα την εκδρομή μας.
Είχαμε εφοδιαστεί με όλα τα απαραίτητα τρόφιμα και για να διασκεδάσουμε ακόμα καλύτερα είχαμε πάρει μα­ζί μας και τα μουσικά όργανα που ήξερε να «παίζει» ο καθένας. Εγώ και μερικοί άλλοι μαντολίνα, ένας βιολί, άλλοι κιθάρα, ένας φυσαρμόνικα και ένας άλλος φλά­ουτο. Ολοι μαζί απαρτίζαμε σχεδόν μια πρόχειρη ορχή­στρα, που μπορούσε να «εκτελέσει» διάφορα μουσικά κομμάτια, κυρίως βαλς και ταγκό, από τα σουξέ της τό­τε εποχής, πολλά από τα οποία και σήμερα ακόμα ακού­γονται ως «ρετρό». Κι όλοι μας διακρινόμαστε στο τρα­γούδι! Αλλοι με φωνές «μπάσο», άλλοι σαν μεσόφωνοι, υψίφωνοι κ.λπ.
Είχαμε ασκηθεί από τα πριν της κατοχής χρόνια, με τις διάφορες «καντάδες» που κάναμε τις νύχτες στους δρόμους του χωριού μας, και σε διάφορες άλλες εκδη­λώσεις.
Τόση ήταν η προκατοχική εμπειρία μας σ' αυτού του είδους τις μουσικοτραγουδιστικές εκδηλώσεις, ώστε εί­χαμε καταφέρει να συμπαρασύρουμε σ' αυτές τις νυ­χτερινές μας καντάδες, και πολλούς άλλους ενήλικες καλλίφωνους συγχωριανούς μας, ακόμα και τον αλησμόνητο Παπανικόλα, που δε δίσταζαν να έρχονται στη συντροφιά μας και να μετέχουν σ' αυτές τις νυχτερινές «περιπατητικές» καντάδες!
Σε τούτη όμως την, σε περίοδο κατοχής, ημερήσια εκ­δρομή μας, όπως ανέφερα και παραπάνω, πήρανε μέρος νέοι και νέες 15 - 20 χρονώ και στη συνέχεια θα σας διηγηθώ τα καθέκαστα.
Το πρόγραμμα της εκδρομής μας περιλάβαινε: ομιλί­ες και ανακοινώσεις σχετικές με τη δράση του ΕΑΜ σ' ολόκληρη την κατεχόμενη χώρα, ραδιοφωνική παρακολούθηση του BBC, διανομή έντυπου υλικού. Στη συνέ­χεια, ψάρεμα με αγκίστρια και δίχτυα (βολκό) στο πο­τάμι. Το μεσημέρι φαγοπότι κάτω από τις ιτιές και τους φράξους της ποταμίσιας όχθης.
Το γεύμα περιλάβαινε τα κανονικά τρόφιμα που 'χαμε φέρει μαζί μας από τα σπίτια μας. Κι επιπλέον ψητά ψά­ρια στη θράκα απ' αυτά που είχαμε πιάσει στο ποτάμι, και που τα ψήναμε σε «μπίκες», δηλαδή σε ξύλινες σουβλερές βεργίτσες στημένες όρθιες πλάι στη φωτιά. Επί­σης, καραβίδες και καβούρια βρασμένα επιτόπου σε μι­κρό «κακάβι» (τέντζερη) με μπόλικο αλάτι και ρίγανη. Η νοστιμάδα τους ήταν μούρλια! Δε χόρταινες να τ' απολαμβάνεις κόβοντας τα κατακόκκινα από το βράσιμο καβούκια, τα πόδια και τις ουρές τους!
Και το απόγιομα, ύστερα από λίγη ώρα ανάπαυσης για τη «χώνευση» κάτω από τις βαθύσκιες ιτιές και τους φράξους, άρχιζε το μουσικοτραγουδιστικό πρόγραμμα, που αντηχούσε στις γύρω περιοχές.
-- ΕΑΜ... ΕΑΜ... ΕΑΜ... Φωνή Λαού, που φτάν' ως τ' άστρα τ' ουρανού!...
-- Βροντάει ο Ολυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα!...
Και πολλά άλλα αντιστασιακά.
Το γεγονός αυτό, φαίνεται, τράβηξε την προσοχή κά­ποιων περαστικών και δεν άργησε να μαθευτεί στο χωριό!
***
Την άλλη μέρα το πρωί, ο συχωριανός μου διερμηνέ­ας των Ιταλών Μήτσος Ζορμπάς, με ειδοποίησε ότι με ζητούσαν από την ιταλική καραμπινερία να παρουσιαστώ. Στο δρόμο, ο Μήτσος μού είπε ότι ήθελε να με γνω­ρίσει ο μπριγκαντιέρης (αξιωματικός της αστυνομίας), για να διασταυρώσει την πληροφορία που του είχε δώ­σει τηλεφωνικά ο συνάδελφός του από τη Φιλιππιάδα για κάποια «επαναστατική εκδήλωση» νεαρών από τη δική του περιοχή. Κι ήθελε να διαλευκάνει την υπόθεση. Ο Μήτσος με ενημέρωσε ότι εγώ φερόμουνα σας αρχηγός της ομάδας και υπεύθυνος για την εκδήλωση αυτή.
Οταν παρουσιάστηκα στην ιταλική αστυνομία, ο μπρι­γκαντιέρης σηκώθηκε από το κάθισμά του και μου έτεινε το χέρι:
-- Μποτζιόρνο, σινιόρε προφεσόρε! Και συνέχισε (με μεσολαβητή το διερμηνέα). Καθίστε παρακαλώ. Δεν ή­ξερα πως επρόκειτο για σας. Μου είπαν ότι χθες Κυρια­κή είχατε οργανώσει μια επαναστατική συγκέντρωση σε κάποια τοποθεσία κοντά στη Φιλιππιάδα. Κι ότι, εκτός των άλλων, τραγουδούσατε αντάρτικα τραγούδια, που ακουγόντουσαν σ' ολόκληρη την περιοχή! Δε θέ­λω να πιστέψω πως συνέβη κάτι τέτοιο στην περιοχή μου και μάλιστα με υπεύθυνο εσάς, έναν διακεκριμένο εκπαιδευτικό, όπως με πληροφόρησε και ο παρών διερμηνέας.
Εξήγησα στον μπριγαντιέρη πως η εκδρομή μας ήταν μια απ' τις συνηθισμένες μορφές διασκέδασης των νέων του χωριού μας με μουσική, τραγούδια και χορούς. Οτι όλη η συντροφιά μας αποτελεί άτυπο μουσικοχορευτικό συγκρότημα με βιολιά, μαντολίνα και κιθάρες, και ότι δεν επρόκειτο για καμιά επαναστατική κίνηση! Αλ­λωστε, σεις οι Ιταλοί, πρόσθεσα, είστε φίλοι της μουσι­κής και απ' τους πρώτους διδάξαντες! Κι αν θέλετε να πληροφορηθείτε σας αναφέρω ότι ανάμεσα στα τραγούδια που τραγουδήσαμε ήταν και τα δικά σας «Αμόρε μίο», «Φτερό στον άνεμο», «Τιριτόμπα» κ.λπ.
Για να του διώξω δε κάθε αμφιβολία πως του έλεγα την «αλήθεια», του απάγγειλα τραγουδιστά τους πρώτους στίχους του «Αμόρε μίο».
Ο καλοκάγαθος μπριγκαντιέρης ενθουσιάστηκε τό­σο πολύ, ώστε άρχισε να τραγουδά την «Τιριτόμπα» (ό­λα ιταλικά) που σε μετάφραση είναι: «Στης Νάπολης σαν βγαίνω τα σοκάκια /βγαίνουν κάτι κοριτσάκια / πο 'χουν μαύρα μάτια, κόκκινα χειλάκια /και τραγούδια λεν γλυκά... /Τιριτόμπα... Τιριτόμπα....»
Και γεμάτος χαρά και ικανοποίηση ξέσπασε:
-- Ω μάμα μία!...
Επειτα, γυρνώντας προς τον διερμηνέα πρόστεσε:
-- Για δες τι πήγαν να μου πούνε! Οτι ο φιλόμουσος προφεσόρε Patsis είναι αρχηγός αντάρτικης ομάδας! Η μουσική, συνέχισε, ενώνει τους λαούς! Τους κάνει φί­λους κι όχι εχθρούς!...
-- Σίγουρα! Απάντησα. Και βρήκα την ευκαιρία να τον πληροφορήσω ότι «όταν εγώ ο ίδιος στο αλβανικό μέτω­πο, ως αξιωματικός επικεφαλής διμοιρίας αιχμαλώτισα μια ολόκληρη διμοιρία του ιταλικού στρατού, της οποί­ας οι άντρες παραδόθηκαν με κιθάρες και βιολιά σε κά­ποια σπηλιά στο χωριό Φτέρη του νότιου μετώπου, αντί να συγκρουστούμε - του είπα - αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί, εγώ με τον Ιταλό διμοιρίτη Μάριο Παβόνε, καθη­γητή από το Κάλλιαρι κι οι φαντάροι μου με τους Ιτα­λούς (δεν με συνέφερε όμως να του πω ολόκληρη την αλήθεια. Οτι δηλαδή οι τσολιάδες μου τους ξετρύπωσαν από τη σπηλιά στην οποία ήταν κρυμμένοι με εφ' όπλου λόγχη κι ότι μετά βίας τους συγκράτησα να μηn τους πυροβολήσουν. Γιατί, οι ταλαίπωροι εκείνοι μόλις αντι­λήφθησαν τον κίνδυνο, πέταξαν τα όπλα, σήκωσαν τα χέρια και φώναζαν «Μπόνο Γκρέκο... Φινίτο λα γκουέρα»). Ολα αυτά τα απόκρυψα λέγοντάς του ότι αγκα­λιαστήκαμε... κ.λπ.
-- Μπράβο... μπραβίσιμο!... φώναξε ενθουσιασμένος ο μπριγκαντιέρης. Και πρόσθεσε:
-- Οι Ιταλοί και οι Ελληνες είναι ούνα φάτσα ... ούνα ράτσα!...
***
Από τότε γίναμε φίλοι εγώ κι ο μπριγκαντιέρης! Τόσο φίλοι που όπως διηγούμαι στο βιβλίο μου «Κυνηγώντας τ' όνειρο» σελ. 92-94 παραβρισκόταν σε όλες μας τις πολιτιστικές εκδηλώσεις (μουσικές συναυλίες, θεα­τρικές παραστάσεις κ.λπ.) και χειροκροτούσε με ενθου­σιασμό ακόμα και τα αντιστασιακά μας συνθήματα. Ολα τα ανεχόταν, από άγνοια βέβαια, γιατί τις αντιστασιακές κινήσεις μας φροντίζαμε να τις καλύπτουμε με τέτοιες εκδηλώσεις.