Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Κώστας Παρορίτης: «Εν ονόματι του νόμου... »

«Εν ονόματι του νόμου... »


Παπαγεωργίου Βασίλης
Ο κυρ Μανώλης, ο τοκιστής, έριξε μια υστερνή αχόρταγη ματιά στο μαλαματένιο μενταλιό που αναπαυότανε μαλακά μέσα στη μικρή κασετίνα με το θαλασσί ατλάζι - ένα αμανάτι για είκοσι δραχμές(...) Επειτα πήρε ένα μεγάλο φάκελο που είτανε πάνω στο γραφείο του κι άφησε τη ματιά του να πλανηθεί ηδονικά στην επιγραφή με τα μεγάλα γράμματα: «Αξιότιμον κύριον πρόεδρον του πατριωτικού συλλόγου η Εθνική Αναγέννησις».
Εσκισε το φάκελλο και διάβασε:
-- Συνεδρίαση στη Δημαρχία για τις οικογένειες των εφέδρων, μουρμούρισε.
Η πρόσκληση, που ερχότανε από τον ίδιο το Δήμαρχο, του κολάκεψε τον εγωισμό. Καλός είναι κι ο παράς, μα να σε προσκαλάη κι ο Δήμαρχος της πρωτεύουσας για να σου ζητήση τη γνώμη σου δεν είναι μικρό πράμα.
Τη στιγμή εκείνη μπήκε βιαστικός, αναμμένος ο Αγγελής, ο επιστάτης του, με το μαύρο τρομπέ παντελόνι του και τη μαύρη ρεμπούμπλικα επαναστατημένη πάνω στα κατσαρά μαλλιά του.
-- Τάμαθες; Ο μηχανικός μας έπαψε τους εργάτες που δουλεύουνε στο γιαπί, γιατί, λέει, οι σκαλωσιές δεν είναι καλά βαλμένες και μπορεί να πέση κανένας να σκοτωθή, φώναξε.
Ο κυρ Μανώλης με το ζαχαρένιο χαμόγελό του, πούξερε το αντίδοτο για κάθε λογής δηλητήριο, δεν έδειξε την παραμικρή στενοχώρια.
-- Μην κάνης έτσι. Ολα θα διορθωθούνε, αποκρίθηκε ψυχρά.
-- Τουλόγου του θα μας μάθη τώρα πώς γίνονται οι σκαλωσιές. `Η μπας και πρώτη βολά χτίζουμε σπίτι; Παρολίγο, ξέρεις, ναρπαχτούμε.
Κολακεμένος ο κυρ Μανώλης για την αφοσίωση του επιστάτη του, χαμογέλασε.
-- Μα λες ναν του περάση; ρώτησε πονηρά. Ας είνε. Πές μου τώρα, τι έκανες για το οικόπεδο;
-- Βρήκα κάτι Μανιάτες, Θε μου και γλύτωνε, και τους έβαλα μέσα ναν το φυλάνε, αποκρίθηκε κείνος.
-- Καλά. Πήγες και σε κείνη τη νοικάρισσά μας; Της είπε να βρη σπίτι να φύγη; ρώτησε (...).
-- Πώς δεν πήγα. Μα ξέρεις τι μου απάντησε; Πού να πάω, λέει, χειμώνα καιρό. Κατάλαβες, κύριε;
Κείνος κούνησε το κεφάλι του.
-- Ετσι; Ζήσε μαύρε μου δηλαδή. Καλά. Πήγαινε να βρης το δικηγόρο μας να του πης καν κάνη μιαν έξωση, είπε (...)
***
-- Ξέρεις να υπογράψης; ρώτησε ξερά ο άνθρωπος με το τριμμένο, ξεθωριασμένο παλτό και μ' ένα μάτσο χαρτιά στην αμασκάλη του.
Η Κανελλιώ πούχε κερώσει τραβήχτηκε μέσα στην κάμαρα τρομαγμένη.
-- Tις υπογραφές μου ζητάς; Δεν ξέρω εγώ από τέτοια, τραύλισε.
Κείνος, βγήκε για μια στιγμή όξω και σε λίγο ξαναγύριζε με δυο ανθρώπους που τους πήρε από το δρόμο. Μπροστά τους ξε­χώρισε μια κόλλα χαρτί μέσα από το σωρό και τηνέ κόλλησε στον τοίχο της πόρτας. Επειτα τους έβαλε κ' υπογράψανε σ' ένα άλλο χαρτί.
Ολα γινήκανε μηχανικά, ασυγκίνητα. Η Κανελλιώ παρακολουθούσε όλη τη σκηνή από το βάθος της κάμαρας, ζαρωμένη σε μια γωνιά, όσο που ο παράξενος άνθρωπος με το τριμμένο παλτό χάθηκε από μπροστά της. Τότε τόλμησε να βγη απ' τη γωνιά της, ζύγωσε σιγά - σιγά στην πόρτα, στάθηκε αντίκρυ στην κόλλα που δεν ήξερε να τηνέ διαβάση και κοίταξε τα γράμματα που στα μάτια της κείνη τη στιγμή μοιάζανε σα σκουληκάκια που περπατούσανε αργά, ανακατωμένα πάνω στο άσπρο χαρτί σα να βόσκανε. Ενιωσε μια σιχασιά στο άσκημο θέαμα, μα δεν τόλμησε ναπλώση απάνω το χέρι της. Ετσι της φαινότανε πως θάγγιζε κάτι λασπώδικο, γλιτσιάρικο, που θα της γιόμιζαν σάλια τα δάχτυλα.
Εκλεισε την πόρτα και τραβήχτηκε μέσα στη σκέψη πως κάποιος αόριστος κίνδυνος την τριγύριζε. Το μωρό της μέσα στη σκάφη άρχισε να κλαίη. Εσκυψε πάνω του και τούχωσε τη ρώγα του βυζιού της στο στόμα (...).
***
Δεν άργησε να βγη κι η απόφαση.
-- Πήγαινε πες της να φύγη με το καλό, είπε ο κυρ Μανώλης.
-- Εκανα κάτι καλύτερο, αποκρίθηκε ο Αγγελής (...).
Πήγα και της έβγαλα τα παράθυρα, της πήρα και την πόρτα, τώρα αν μπορή ας καθήση (...).
Βλέποντας τώρα η Κανελλιώ εκείνες τις δύο τρύπες που χάσκανε θαρρούσε πως πάνω στο κορμί της ανοίξανε άξαφνα δύο τρύπες κι η ζωή της ξέφευγε σιγά - σιγά από μέσα... Κρέμασε δυο σεντόνια για να εμποδίζη τα μάτια των γειτόνων που μαζευότανε απόξω να κάνουνε χάζι.
-- Αι, αι, θέατρο! Καραγκιόζης! φωνάζανε τα παιδιά...
Ηρθε το δειλινό. Μολυβένιος ο ουρανός. Το κρύο σφάζει κι ο αγέρας φουσκώνει το μπερντέ που κρέμεται στο παράθυρο σαν το πανί της βάρκας. Κολλάει τα μάτια της σε μια μικρή τρυπίτσα πάνω στον άσπρο μπερντέ και η ματιά της σαν του φυλακισμένου ξεχύνεται όξω λαίμαργα (...).
Ο νους της πέταξε κείνη τη στιγμή στον άντρα της πούλειπε μακρυά, θυμήθηκε πως τόνε πήρε με έρωτα και - για πρώτη φορά - βλαστήμησε τη στιγμή που τόνε πρωτογνώρισε.
-- Τι με πήρες, σα δεν μπορούσες να με ζήσης, μουρμούρισε, μα στη στιγμή, σα να μετάνοιωσε, πρόστεσε:
-- Σχώρα με, αγαπημένε μου, δεν ξέρω τι λέω.
Πέρασε ξύπνια όλη τη νύχτα. Καμίνι το κεφάλι της. Το πρωί είχε πάρει πια την απόφασή της.
Πήρε το παιδί της στην αγκαλιά, το κουκούλωσε για να μην το χτυπάη ο αγέρας και βγήκε... Περπατούσε βιαστικά. Κάποτε έσκυβε κι ακουμπούσε τα χείλια της στα χείλια του παι­διού, σα νάθελε μέσα στην ευλογημένη εκείνη τρυπίτσα ναφήση να στραγγίση όλο το αίμα του κορμιού της... Εφτασε στο γραφείο του κυρ Μανώλη. Εκανε καμπόσες βόλτες στο έρημο πεζοδρόμιο αναποφάσιστη, έπειτα έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.
Μοναχός του μέσα ο κυρ Μανώλης έσκυβε κείνη τη στιγμή πάνω σε κάποιο χοντρό κατάστιχο, γιομάτο νούμερα. Σαν είδε την Κανελλιώ να μπαίνη με το παιδί στην αγκαλιά, που πρώτη φορά την έβλεπε, νόμισε πως θάναι κάποια από τις συνηθισμέ­νες πελάτισσες που ερχόντανε καθεμέρα για να βάλουνε αμανάτι κάτι πολύτιμο, και πήρε τη συνηθισμένη ψυχρή έκφραση που έπαιρνε σε τέτοιες περίστασες.
-- Είμαι η νοικάρισσα που μου κάνατε την έξωση, είπε η Κανελλιώ βιαστικά, λαχανιαστά από τη συγκίνηση που την έπνιγε.
Ο κυρ Μανώλης ζάρωσε το κούτελό του σκεφτικός και σηκώθηκε όρθιος.
-- Λοιπόν; ρώτησε κολλώντας τα μάτια του στο αδρό στήθος της που ανεβοκατέβαινε βιαστικά.
-- Ο άντρας μου είναι στρατιώτης στον πόλεμο. Αμα ξαναγυρίση, θα δουλέψη να σας πληρώση. Λυπηθήτε με, τραύλισε.
Ταφράτα μάγουλά της κοκκινίζανε σαν ώριμο ροδάκινο.
-- Ο άντρας σου είναι στρατιώτης. Μια γυναίκα έρημη δηλαδή... Αυτό είναι πολύ κακό. Αν τόξερα από την αρχή... φώναξε κείνος με ψεύτικη συγκίνηση.
-- Συγκινήθηκε, σκέφτηκε η Κανελλιώ που άρχισε να ελπίζη. Είμαι μια δυστυχισμένη. Ο,τι είχα, τα πούλησα. Αδειασα όλο το σπίτι. Αυτό μπορείτε να το ιδήτε και μοναχός σας.
-- Στρατιώτης! Και φαμελίτης! Είναι αλήθεια τρομερό. Επρεπε να το ξέρω από την αρχή. Δεν είναι λίγο για λίγες ψωροδραχμές. Σε αυτή την περίσταση, που εκείνοι εκεί απάνω χύνουνε το αίμα τους, όλοι μας πρέπει να βοηθήσουμε... θα περάσω και μοναχός μου από την κάμαρά σου...
Ο τόνος της φωνής του είτανε μαλακός. Εσκυψε πάνω στο μωρό που κρατούσε στην αγκαλιά της και δοκίμασε να χαϊδέψη το μάγουλό του. Το χέρι του ακούμπησε πάνω σε κάτι τι μαλακό. Ανατρίχιασε. Εκείνη χαιρέτισε κι έφυγε.
-- Τι μαλακός! Τι καλά που το σκέφτηκα, μουρμούριζε στο δρόμο η Κανελλιώ καθώς γύριζε γιομάτη ελπίδες στο σπίτι της.
Τον περίμενε το ίδιο βράδυ, μα δε φάνηκε.
-- Κουβέντα είτανε. Πού καταδέχουνται αυτοί να μπούνε στις καλύβες μας; Ας μην επιμένη το ελάχιστο στην έξωση, συλλογιότανε.
Αργότερα ήρθε ένας χαμάλης και ξανάφερε την πόρτα και το παράθυρο. Στάθηκε μάλιστα κι ο ίδιος και τα ξανάβαλε στη θέση τους.
-- Εχω διαταγή από τον κυρ Μανώλη, είπε.
Σαν έκλεισε την πόρτα της με το σούρτη, ένοιωσε τον εαυτό της σιγουραρισμένο που πρώτα νομίζω πως είτανε στο δρόμο. Τι γλυκό που είναι έτσι το σπιτάκι με το παράθυρο κλειστό κι όξω να σφυρίζη ο αγέρας... Πέρασε κι η άλλη μέρα.
-- Ούτε σήμερα. Πάει, δε θα ρθη, μουρμούρισε.
Το βράδυ άκουσε χτύπο στην πόρτα. Από τη μέρα που αντίκρυσε τον κλητήρα, ένοιωθε χτύπο στην καρδιά σαν άκουγε να τρίζη η πόρτα. Ετρεξε νανοίξη.
-- Μπα; Η αφεντιά της τέτοιαν ώρα; φώναξε σαστισμένη.
-- Δεν άδειασα νωρίτερα, δικιολογήθηκε ο κυρ Μανώλης και χώθηκε μέσα βιαστικός σα να τον κυνηγούσε κάποιος, σα να ντρεπότανε μην τον ιδή κανείς στην κάμαρα μιας φτωχής γυναίκας. Αναμμένο το μούτρο του από το κρύο κι από το δρόμο. Εριξε μια ματιά γύρω του. Είτανε αλήθεια μια κρυάδα μέσα στη γυμνή κάμαρα, που τηνέ φώτιζε ένα μικρό καντηλάκι... Επειτα ζύγωσε κοντά της.
-- Λοιπόν ο άντρας σου είναι στρατιώτης. Μοναχή σου, έρημη, απροστάτευτη, μια τόσο όμορφη γυναικούλα. Ας λείψη όσο είναι ανάγκη εκείνος. Είμαι γω στο πόδι εκείνου. Κι άμα γυρίση ακόμα, πάλε γω...
Ζύγωσε πιο κοντά. Η γλώσσα του κολλούσε στα χείλια του από τη γλύκα... Η Κανελλιώ δε χρειαζότανε νακούση τίποτες άλλο. Είχε γελαστή στις ελπίδες της. Σα να σήκωσε άξαφνα μια βαρειά πλάκα κι αποκάτω φανήκανε κολλημένα κόκκινα, ψιλούτσικα σκουληκάκια. Ετσι ξεσκεπάστηκε κ' η ψυχή του κείνη τη στιγμή σκουληκιάρικη, βρώμικη, σάπια...
Τραβήχτηκε στο βάθος της κάμαρας τρομαγμένη. Την ακολού­θησε με ένα ηλίθιο γέλιο στα χείλια, με τις αγκάλες του ανοιχτές σαν τανάλια που ζητούσε να τηνέ σφίξη. Πυρωμένο σίδερο η μα­τιά του, βρώμικη η ανάσα του...
-- Με σκοτώσανε, αντηχήσανε άξαφνα άγριες φωνές μέσα στη σιγαλιά του δρόμου, κι ένας άνθρωπος ξεπετάχτηκε μέσα από την κάμαρα της Κανελλιώς.
Γειτόνοι, που πεταχτήκανε τρομαγμένοι από τα σπίτια τους, χωροφυλάκοι, περικύκλωσαν με ευλάβεια τον κυρ Μανώλη που τα αίματα τρέχανε από το κεφάλι του και κυλούσανε πάνω στο άσπρο κολλάρο του...
-- Ηρθα να ζητήσω τον παρά μου και με σκότωσε η κακούργα! φώναζε ο κυρ Μανώλης, ενώ οι χωροφυλάκοι τραβούσανε την Κανελλιώ σούρνοντας στην αστυνομία και το πλήθος ακολουθούσε πυκνό πίσω της αλαλάζοντας...
Δικαιολογήθηκε στη γυναίκα του που έκοψε το αίμα της σαν τον είδε να μπαίνη στο σπίτι με το κεφάλι μαντηλοδεμένο.
-- Εχεις κι ένα γράμμα από το μεσημέρι, του είπε.
Γράμμα πάλε από το Δήμαρχο. Η επιτροπή για τις άπορες φαμελιές των εφέδρων, που είτανε κι αυτός μέλος, τον προσκαλούσε απόψε σε συνεδρίαση (...).
* * *
Πρωί πρωί έφτασε ο δικαστικός κλητήρας στο σπίτι της Κανελλιώς. Φορούσε πάλε το ίδιο τριμμένο παλτό. Τονέ συνόδευε κι ο Αγγελής. Η Κανελλιώ που ξενύχτησε στο τμήμα καρτερούσε ακόμα τον αστυνόμο για να την ανακρίνη. Ο κλητήρας με πρόσωπο ξερό, σοβαρό, αμίλητος έδεσε μιαν ασπρογάλαζη κορδέλα στο μανίκι του παλτού του κι άρχισε να πετάη ένα ένα στο δρόμο όσα πράματα βρισκόντανε κείνη τη στιγμή μέσα στην κάμαρα «εν ονόματι του νόμου και του βασιλέως» καθώς εδήλωσε στην αρχή.
-- Καλά να της κάνη! Ακούς να φερθή έτσι σ' έναν τέτοιον κοτζάμ νοικοκύρη! Επιτέλους ο άνθρωπος τον παρά του ήρθε να ζητήση, μουρμούρισε ο μπακάλης της γειτονιάς με την αλατζένια ποδιά και τανασηκωμένα μανίκια του πουκαμισού του στα χοντρά, μαλλιασμένα μπράτσα του...

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ