Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Δημοσθένης Βουτυράς: Στη θάλασσα

Η θάλασσα τώρα κουνιόταν πιο ταραγμένη, πιο αφρισμένη, σαν η εμφάνιση των μαύρων συννέφων να την είχε εξαγριώσει περισσότερο. Και ο ουρανός σκεπαζόταν από μαύρα σύννεφα, που τρέχανε, απλωνόντανε γρήγορα, βιαστικά.  
Κίτρινοι, φοβισμένοι ήταν όλοι. Κάποτε ρίχνανε μια άγρια ματιά στον παπά που μαζεμένος, κοντά σ’ ένα γίγαντα ναυτικό, κοίταζε τα κύματα.
– Αμ στο ’πα! έλεγε ένας επιβάτης ψηλός, κοκκαλιάρης, στο ’πα άμα τον είδα! Τι διάολο τον ήθελε ο Μιχαλιός μέσα! Δεν έπρεπε να τον πάρει, δεν έπρεπε! Να ’μουν εγώ και να ’βαζα αυτόν το διάολο μέσα!... 
– Στο διάολο, έκανε ο άλλος, που τον άκουγε, δεν ξέρω τι θέλουνε και ταξιδεύουνε αυτοί οι σατανάδες! Αυτοί δεν έπρεπε να το κουνούν απ΄ τον τόπον τους.  
– Είναι δαιμόνοι σωστοί!
Και η θάλασσα αγρίευε, ύψωνε τα κύματά της, άνοιγε μύρια στόματα ν’ αρπάξει το μικρό πλοίο, που πετούσε ψηλά και φαινότανε να παίζει μ’ αυτό πριν το καταπιεί. Και τα σύννεφα απλώνονταν, ξετυλίγονταν, κατέβαιναν.

Τους φαίνονταν ότι όλα, που πριν ήταν άψυχα, η θάλασσα, τα σύννεφα, ο άνεμος που περνούσε φωνάζοντας άγρια στ’ αυτιά του, όλα τώρα να ’χανε πάρει ζωή, τη ζωή τους και ζητούσανε ν’ αρπάξουνε να δαγκώσουνε να καταστρέψουν το μικρό σκαφίδι με τους ανθρώπους που ’χε μέσα.

Μια αστραπή έλαμψε στα σκοτεινά σύννεφα. Άλλη πάλι φάνηκε...
 Φωνή τρόμου ξαφνικά :
– Πάει, πάει! χαθήκαμε! Δεν έχουμε σωμό!...
– Σκάσε βρε, τρελάθηκες; φώναξε, ένας γέρος ναύτης σ’ αυτόν που ’πε αυτά τα λόγια, βλέποντάς τον με άγρια μάτια.
– Τι έπαθες βρε, τρελάθηκες; του είπε και ο γίγαντας ναυτικός που καθόταν κοντά στον παπά.
– Όχι, μωρέ, έτσι σα να ’δα το μακαρίτη τον πατέρα μου στην αστραπή!

Οι επιβάτες κοιταχτήκανε. Ο κοκκαλιάρης κούνησε το κεφάλι.
Σιωπηλοί μέναμε. Κάποτε ρίχνανε στον παπά καμμιά ματιά...
Αλλ’ η θάλασσα ακόμα αγρίευε, αστραπές λάμπανε μια πάνω στην άλλη, και κάτι σύννεφα πέρα, κατέβαιναν χαμηλά, χαμηλά, κι έτσι φαινόντανε να περιμένουν τη διάβαση του μικρού πλοίου.

Και το μικρό πλοίο σηκωνόταν ψηλά, πετιότανε στα ύψη, κι άλλοτε γκρεμιζότανε στα βάθη, για να φανεί πάλι στις πλάτες των αφρισμένων κυμάτων.

– Αυτός, αυτός φταίει! ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή, η φωνή του κοκκαλιάρη· είχε σηκωθεί και έδειχνε τον παπά.
– Αυτός, ναι αυτός! φώναξαν και οι άλλοι μέσα στον πάταγο της τρικυμίας. Δε θα σωθούμε αν δε φύγει αυτός!
– Στη θάλασσα! Έξω ο τρισκατάρατος!    

Ο παπάς έκανε να σηκωθεί, αλλ’ ο γίγαντας ναυτικός τον άρπαξε, αυτό κάνανε και οι άλλοι που ήταν δίπλα του, απ΄ την άλλη μεριά του.  

Έκανε ο παπάς να παλέψει, αλλ’ αυτοί τον σήκωσαν ουρλιάζοντας όμοια με τα στοιχειά που τους κύκλωναν... 
– Στη θάλασσα! 
Ο παπάς σα να ’ταν από πούπουλο υψώθηκε στα δυνατά τους χέρια... 
– Παιδιά ο Θεός... θέλησε να πει. 

Αλλ’ η φωνή του πνίγηκε μες στα ουρλιάσματα των άλλων και στις φωνές της τρικυμίας, που σα να υψώθηκαν πιο δυνατά, θριαμβευτικά έπειτα, στο πέταμα ενός θύματος.-  
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 43-45
  • του Δημοσθένη Βουτυρά (1879-1958)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου