Στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες δεν είναι απλώς ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους στον 20ό αιώνα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι πως έχει δημιουργήσει την εικόνα ότι η προσωπικότητά του και το έργο του είναι αξεχώριστα. Προλαβαίνοντας τις όποιες εικοτολογίες από τους μελετητές του, ο ίδιος ο Μάρκες έσπευσε να επιβεβαιώσει το κοινό του, προσφέροντάς του μία αυτοβιογραφία του, ένα έργο ιδιαίτερο που αποκαλύπτει τον εαυτό του, αλλά και τις συνθήκες του βίου του, σαν ακόμη ένα μυθιστόρημα που έχει όμως το πλεονέκτημα τούτη τη φορά να είναι αληθινό.
Το μεγαλύτερο προσόν του Μάρκες είναι ότι διαθέτει ατόφιο το χάρισμα του "μυθιστορείν". Η ικανότητά του να μεταχειρίζεται τις λέξεις και τις εικόνες σαν αυτόνομες δυνάμεις μέσα σε μία ιστορία, σαν ξεχωριστά πρόσωπα, που το καθένα τους έχει δικό του χαρακτήρα και βαθμό ελευθερίας απεριόριστο, μία ξεχωριστή πλαστικότητα και κίνηση, σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του σαν συγγραφέα - σφουγγάρι, που μπορεί να εμπνευσθεί από τα πάντα και να μεταπλάσει τα ερεθίσματά του σε γεγονότα απλά που όμως όταν μετατάσσονται σε αυτούς τους ιδιαίτερους τόπους της αφήγησής του αποκτούν αίφνης μιαν απόχρωση παραμυθένια.
Χωρίς να χάσουν το ειδικό βάρος τους ως γεγονότα, μέλη συντακτικά της πλοκής, τα όσα διηγείται ο Μάρκες υψώνονται σε μία προσωπική σφαίρα, ντύνονται τον θαλερό κι αστραφτερό μανδύα του παραμυθιού, γίνονται αυτοδύναμα επεισόδια, το καθένα με τον δικό του πρωταγωνιστή και την προσωπική του ιστορία, εντεταγμένα όμως σε μία κοινή μυθοπλαστική γη, ωσάν ξεχωριστά φυτά ενός κήπου, που τα ποτίζει το ίδιο φρέαρ και τα θρέφει το ίδιο χώμα.
Το μυστικό είναι ότι ο Μάρκες αντιλαμβάνεται την ίδια τη ζωή του σαν ένα μυθιστόρημα. Διαβάζοντας κανείς την πρόσφατα εκδοθείσα αυτοβιογραφία του "Vivir para contarla" (Ζήσε για να τη διηγηθείς), θαρρεί πως διαβάζει ένα ακόμη μυθιστόρημα, όπως το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, ή το Φθινόπωρο του Πατριάρχη και την Κακιά Ώρα. Το βιβλίο δεν είναι μία απλή αυτοβιογραφία, που ισοπεδώνει το έργο, προβάλλοντας μία υποκειμενική, ναρκισσιστική, εικόνα του συγγραφέα. Κατανοεί αβίαστα πως ο Γκάμπο (όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του) αντιμετωπίζει τον κόσμο που τον περιβάλλει, τη σχέση του με τους ανθρώπους και τα πράγματα, με τη ματιά του μυθοπλόκου. Όλα τα γεγονότα της ζήσης του, τα προσωπικά του βιώματα και τις σχέσεις του, ξέρει να τις περιβάλλει με ένα μανδύα παραμυθιού, να τους περνά έναν λούστρο, ώστε και το παραμικρότερο στοιχείο να αίρεται πάνω από την καθημερινή τάξη και να αποκτά σημασία και σαγήνη. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να κατανοήσει ευθύς αμέσως ότι η συγγραφή αποτελεί για τον Μάρκες μία φυσική λειτουργία, πως είναι εγγεγραμμένη μέσα στα γονίδιά του.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο συγγραφέας ορίζει ο ίδιος μέσα στις σελίδες του βιβλίου το terminus post quem ξεκινά η συγγραφική του σταδιοδρομία και το όριο που διαιρεί τη ζωή του σε δύο διαφορετικούς χώρους: στην εποχή που βίωνε απλώς και στην εποχή που έπρεπε να γράφει για τα βιώματα που κατέθετε στην ψυχή του. Η επιστροφή στην Αρακατάκα, στα 23 του χρόνια, για να πουλήσει το σπίτι των παππούδων του, τη φωλιά που εκκολάφθηκε έως τα οχτώ του χρόνια, στάθηκε μία αποκάλυψη. Τότε του ανοίχθηκε το σεντούκι με τις αναμνήσεις, του φανερώθηκαν στην πραγματική τους υπόσταση —την υπαρξιακή κι όχι την ιστορική— τα γεγονότα που έζησε και τον έπλασαν σαν άνθρωπο και χαρακτήρα, αγκαλιά και τότε δεν τα συνειδητοποιούσε. Η πράξη της αφήγησης γίνεται έκτοτε για τον Μάρκες η ανάγκη να διασώσει τα γεγονότα από την λήθη, από τη καθημερινή τριβή, να τα γλυτώσει από τον θάνατο.
Ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται τη ζωή του ο Μάρκες είναι η ίδια τεχνική που συνέθεσε τα βιβλία του. Οι εμπειρίες του από τα παιδικά χρόνια, οι πρώτοι έρωτες, η πολυτάραχη εποχή της δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας, σε χρόνους τρικυμισμένους για την ιστορία της Κολομβίας κι ολάκερης της Λατινικής Αμερικής, οι περιπλανήσεις του στον κόσμο στους καιρούς της εξορίας, τα πρόσωπα των φίλων του, οι στιγμές της ζωής του, χρωματίζονται με εκείνες τις ντελικάτες αποχρώσεις του απόκοσμου, που δίνει ένα μυθικό βάθος στα γεγονότα και τα καθιστά γοητευτικά, σάμπως να μην είχαν συμβεί. Μοιάζουν και τούτα να βαπτισθεί στα νερά ενός "μαγικού ρεαλισμού", να έχουν ενταχθεί στη μυθιστορηματική γεωγραφία του Μάρκες, στο αρχέτυπο του Μακόνδο, που είναι συνάμα ολάκερος ο κόσμος, μια σαγηνευτική μικρογραφία συμπεριφορών και παθών της ανθρώπινης κοινωνίας.
Γιώργης-Βύρων ΔΑΒΟΣ, Η ΑΥΓΗ, 31/10/2002
Γιώργης-Βύρων ΔΑΒΟΣ, Η ΑΥΓΗ, 31/10/2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου