Ξενάγηση στην τέχνη της γραφής ενός μυθιστορήματος αγωνίας και δράσης από την ίδια τη συγγραφέα
Πατρίτσια Χάισμιθ
Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης)
Μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου
Εκδ. Πατάκης, 2007
Ο Χένρι Τζέιμς στο δοκίμιό του «Η τέχνη της μυθοπλασίας» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, 1991) έγραφε: «Ο μόνος λόγος ύπαρξης ενός μυθιστορήματος είναι το ότι πράγματι επιχειρεί να αναπαραστήσει τη ζωή. Οταν εγκαταλείψει αυτήν την προσπάθεια, που είναι όμοια με την προσπάθεια του ζωγράφου που αναγνωρίζουμε πάνω στο μουσαμά του, το μυθιστόρημα θα έχει ξεστρατίσει σε κακοτοπιές…» (σ. 22). Η άποψη αυτή σίγουρα δεν συμπλέει με όσα αναφέρει η Πατρίτσια Χάισμιθ στο δοκίμιό της «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης)».
Η διαφορά έγκειται στο είδος. Το μυθιστόρημα αγωνίας και δράσης σίγουρα περιέχει υλικό από την πραγματικότητα, ωστόσο, σ’ αυτό υπάρχουν υπερβολές που γίνονται αποδεκτές από τον άλλο, όταν ο συγγραφέας έχει την ευφυΐα και το ταλέντο να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και να κάνει τις καταστάσεις πειστικές έτσι ώστε αυτές να παρασύρουν με τη δύναμή τους τον ενδιαφερόμενο, είτε είναι εκδότης είτε αναγνώστης. Αλλιώς πώς είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό ότι δεν εντοπίζεται και δεν πληρώνει για τα «κατορθώματά» του, ύστερα από τόσες απάτες και φόνους, ο ταλαντούχος, όντως, κύριος Ρίπλεϋ;
Στο δοκίμιό της, η Χάισμιθ εξηγεί ότι το απλό σε συνδυασμό όμως με το υπερβολικό και το πρωτότυπο, εκείνο που ξεφεύγει από το σύνηθες, δημιουργεί το σασπένς, ενώ οι χαρακτήρες, όταν είναι νοσηροί και αποκρουστικοί, συναρπάζουν περισσότερο «εξαιτίας ακριβώς της μαυρίλας που κουβαλάνε και της απόλυτης διαφθοράς τους» (σ. 75). Και είναι αλήθεια. Πόσο θα ενδιέφερε η περίπτωση κάποιου υγιούς ήρωα που είναι ευσυνείδητος στη δουλειά του και καλός υπεύθυνος οικογενειάρχης;
Στο μυθιστόρημα αγωνίας, παρ’ όλ’ αυτά, έστω με τις υπερβολές του στις σκηνές δράσης και βίας, έχουμε μια παράμετρο που συμφωνεί με την άποψη του Τζέιμς, καθώς, όπως σημειώνει η Χάισμιθ, το σημαντικότερο είναι «η πλοκή να έχει ευελιξία και να επιτρέπει στους χαρακτήρες να παίρνουν αποφάσεις σαν άνθρωποι με σάρκα και οστά, να τους δίνει την ευκαιρία να σκεφτούν, να επιλέξουν, να κάνουν πίσω, να πάρουν άλλες αποφάσεις, όπως κάνουν οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή» (σ. 72).
Για να υποστηρίξει η συγγραφέας τις θέσεις της, από την «Ανάπτυξη της αρχικής ιδέας» έως την «Κυρίως χρήση εμπειριών», «Την πρώτη γραφή», τη «Δεύτερη γραφή» και τις «Αναθεωρήσεις», χρησιμοποιεί παραδείγματα από τα δικά της βιβλία αλλά και άλλων, όπως του Γκράχαμ Γκριν, το έργο του οποίου θαύμαζε, του Μπόρντεν Ντιλ, του Βίνσεντ Στάρετ, που επέτυχε να γράψει πειστικό διήγημα αγωνίας μόλις με δύο χιλιάδες λέξεις, του Κόρνελ Γούλριτς.
Το θέμα, άλλωστε, του πραγματικού και του πειστικού έργου αγωνίας απασχολεί τη Χάισμιθ, η οποία ομολογεί ότι χρησιμοποιεί χαρακτήρες από την «πραγματική ζωή» αλλά δεν χρησιμοποιεί ποτέ «και τα φυσικά χαρακτηριστικά και την προσωπικότητα κάποιου που έχω γνωρίσει, συχνά όμως προσαρμόζω την εμφάνισή του σε μια άλλη προσωπικότητα» (σ. 64). Κι αυτό γίνεται γιατί δεν επιθυμεί να τον αναπαραστήσει όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, μιας και το ταλέντο της υποστηρίζεται από ευαισθησία και ήθος!
- Αποκαλύπτει τα μυστικά της
Ο θαυμαστής των μυθιστορημάτων της Χάισμιθ και των άλλων έργων αγωνίας παρακολουθεί τη σκέψη της για το πώς οργάνωνε τη δουλειά της, τα «μυστικά» μέσα που χρησιμοποιούσε, για να γίνει η αφήγηση πιο συναρπαστική. Με τρόπο άμεσο μας εισάγει στο εργαστήρι της και «κλείνει το μάτι» στον κάθε επίδοξο μιμητή της τέχνης της. Μ’ έναν πιο ευθύ τρόπο παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και τον ξεναγεί στις «αίθουσες μυστηρίου» της. Γιατί, είναι αλήθεια, ότι όταν διαβάζει κανείς μυθιστορήματα ή διηγήματα της Χάισμιθ, εισέρχεται σ’ έναν κόσμο ασυνήθη, όπου τα δεδομένα της καθημερινότητας ανατρέπονται διαρκώς, ενώ συγχέεται το υγιές με το νοσηρό, το αληθινό με την ψευδαίσθηση. Το επικίνδυνο και γοητευτικό παιχνίδι, πάντως, επιβάλλει στον άλλο το διαφορετικό και το καθιστά ώς ένα βαθμό απαιτητικό και εν δυνάμει τμήμα της πραγματικότητας.
- ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/05/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου