Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

"Μ' ένα ερωτηματικό στο τέλος..." [Patricia Highsmith: Το γυάλινο κελί]

Το γυάλινο κελί
Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις: Άγρα, 2002 & 2007
Σελίδες 384 & 370

Τα μυθιστορήματα της Πατρίσια Χάισμιθ, εκτός του ότι διαθέτουν συνήθως συγκλονιστική πλοκή, μας οδηγούν και στην καρδιά του προβλήματος «αστυνομική ιστορία». Δείχνουν ότι το πρόβλημα μιας αστυνομικής ιστορίας δεν είναι ακριβώς, ή μόνον, αστυνομικό, ότι το θέμα δεν είναι ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος και πόσα πτώματα μαζεύτηκαν επί σκηνής ή, για να μιλήσουμε για την αμερικανική σχολή, πώς πίνει το ουίσκι του ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, πόσο μοιραία είναι η μοιραία ξανθιά και πόσες χιλιάδες δολάρια διακυβεύονται με τον επόμενο πυροβολισμό. 
Τα μυθιστορήματα της Χάισμιθ αγγίζουν την καρδιά του προβλήματος με τον τρόπο που παίζουν με το δίπτυχο «αθωότητα και ενοχή». Η Χάισμιθ παίρνει δηλαδή τον κλασικό διχασμό του αστυνομικού μυθιστορήματος που χωρίζει τον κόσμο σε αθώους και ένοχους και χωρίς να εγκαταλείψει τους τρόπους της πρότυπης αφήγησης - την εμμονή στην πλοκή, τις ανατροπές - οικοδομεί ένα ψυχολογικό περιβάλλον, όπου στο τέλος ενοχή και αθωότητα μπερδεύονται και όπου συνήθως οι ένοχοι, που δεν είναι στην πραγματικότητα ένοχοι, αθωώνονται. 
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταφεύγει σε ψυχολογικές αναλύσεις των χαρακτήρων της που δεν βγαίνουν ούτε μια στιγμή εκτός δράσης - όπως, για παράδειγμα, οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι που μονολογώντας αποκαλύπτουν όσα κρύβουν με τις πράξεις τους. Στη μαγική γεύση της συνταγής θα πρέπει να προσθέσουμε και το γνώριμο, λεπτό ύφος της Χάισμιθ, που μοιάζει, αφηγούμενη, να γλιστράει πάνω στα πράγματα με την ίδια άνεση και την ίδια ελαφρότητα που ο ήρωάς της, ο Ρίπλεϊ, συλλέγει πτώματα. 
Το πρόβλημα με το ψυχολογικό μυθιστόρημα σήμερα, όπως και με το αστυνομικό που βασίζεται στα ψυχογραφήματα των ηρώων του, είναι ότι όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι, με όσες δόσεις από έκπληξη κι αν το χει φορτώσει το ταλέντο του συγγραφέα του, εντέλει μοιάζει απολύτως προβλέψιμο. Μοιάζει με οργανωμένο σαφάρι σε προστατευμένη ζούγκλα. Όταν φτάσεις στο τέλος, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το τέλος ήταν προγραμματισμένο από την αρχή. 
Και απ αυτήν την άποψη πιστεύω ότι αδικούμε την Πατρίσια Χάισμιθ όταν την κατατάσσουμε στο είδος «αστυνομική» λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματά της διαβάζονται σαν αστυνομικά μυθιστορήματα - γρήγορα, με την αγωνία πάντα να μάθεις τι θα γίνει αμέσως μετά - όμως ο κόσμος της και η προβληματική της ξεπερνούν κατά πολύ τους περιορισμούς του είδους. Η αφήγησή της κινείται στο μεταίχμιο των φαινομένων και της άδηλης εσωτερικότητας, χωρίς να καταφεύγει στο γνώριμο αναμάσημα ψυχολογικών ή κοινωνιολογικών εγχειριδίων. 
Στο «Το γυάλινο κελί», για παράδειγμα, ξέρουμε ότι ο Φίλιπ Κάρτερ, ο πρωταγωνιστής, στην αρχή είναι τελείως αθώος. Μηχανικός, καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλακή γιατί οι συνάδελφοί του στην εταιρεία όπου δούλευε τον ενέπλεξαν σε μια ιστορία νοθείας υλικών, για την οποία ο ίδιος δεν είχε ιδέα. Όταν πια βγει, το πρόβλημά του δεν θα είναι ότι σκότωσε άθελά του κάποιον συγκρατούμενό του - αυτό το έχει ήδη ξεχάσει - αλλά η εξάρτηση από τη μορφίνη - την οποία συνήθισε να παίρνει στη φυλακή για να αντιμετωπίσει τους πόνους που του άφησαν τα βασανιστήρια ενός φύλακα - και η ερωτική σχέση της ωραίας γυναίκας του με τον δικηγόρο του. 
Πώς θα γλιτώσει από τη μορφίνη; Πώς θα ξαναβρεί δουλειά; Πώς θα ξανακερδίσει την εκτίμηση του γιου του και πώς θα βγάλει από τη μέση τον αντίζηλό του; Αν την ιστορία την είχε γράψει συγγραφέας με προοδευτικές απόψεις για την κοινωνία με τον άνθρωπο, ή με προωθημένες τάσεις φεμινισμού, απ ό,τι καταλαβαίνετε η ιστορία θα είχε μπόλικα περιθώρια για ψυχοκοινωνιολογική κλάψα, για το πού μπορεί να καταντήσει η φυλακή έναν αθώο, και έως πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα μόνη που πρέπει οπωσδήποτε να μεγαλώσει το παιδί της. 
Όμως, ευτυχώς, η Χάισμιθ δεν είναι φεμινίστρια, και δεν μοιάζει να πάσχει από προδευτικά σύνδρομα. Είναι καθαρόαιμη συγγραφέας - αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την έκφραση, της ταιριάζει απολύτως - με άλλα λόγια σέβεται τις ιστορίες που αφηγείται και ξέρει ότι όποια αλήθεια ψάχνει ή βρίσκει χωρίς να την ψάχνει εκ των προτέρων κρύβεται στα επεισόδιά τους: Ο Κάρτερ θα βρει τον τρόπο να λύσει τα προβλήματά του - όπως και ο Ρίπλεϊ βρίσκει πάντα τον τρόπο. 
Θα σκοτώσει και θα ξανασκοτώσει - το ποιον και το πώς είναι καλύτερο να το ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης στις σελίδες του μυθιστορήματος. Όμως, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ο ίδιος μετά τους φόνους είναι το ίδιο αθώος όσο και πριν τους διαπράξει, το ίδιο αθώος με την ημέρα που μπήκε στη φυλακή: 
«Θα υπήρχε και επόμενο θύμα και μεθεπόμενο; Όποτε έτρεφε μνησικακία για κάποιον ή είχε λόγο να τον ξεφορτωθεί θα τον σκότωνε σαν να ήταν πρωτόγονος; Ήταν βέβαιος ότι δεν θα σκότωνε ξανά. Για τη βεβαιότητά του αυτή δεν μπορούσε να ανατρέξει στη λογική αλλά το ήξερε... θα προτιμούσε να σκοτωθεί ο ίδιος». 
Μα τι γίνεται επιτέλους; Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε μέσα του; Αυτοί οι φόνοι, η συνάφεια με την ενοχή δεν τον άγγιξαν καθόλου; Το μόνο που τον νοιάζει είναι πώς θα πείσει την αστυνομία για την αθωότητά του; Και με τη γυναίκα του, τι θα της πει όταν θα μείνουν μόνοι στο κρεβάτι τους; 
Είναι αυτά τα ερωτήματα που μένουν στο τέλος αναπάντητα και που συνθέτουν την εσωτερικότητα του χαρακτήρα. Και είναι αυτά τα ερωτήματα που συνθέτουν τη μαεστρία της Χάισμιθ. Έχει δημιουργήσει ένα πραγματικό θρίλερ. Έχει λύσει όλα τα δυνατά μυστήρια. Ξέρεις ποιος έχει σκοτώσει ποιον, ποιος έχει εξαπατήσει ποιον, ποιος έχει πει ψέματα σε ποιον, όλα είναι ξεκαθαρισμένα και στη θέση τους, όμως όλα στο τέλος μένουν μετέωρα. Μπορεί ο ήρωας να λέει «θα ανταποδώσω τη δικαιοσύνη που εισέπραξα», όμως, όπως ομολογεί αμέσως μετά ούτε κι ο ίδιος το πολυπιστεύει. 
Κι έτσι ο κόσμος της Χάισμιθ μένει ανοιχτός, μ' ένα ερωτηματικό στο τέλος του. Οι όροι της ενοχής και της αθωότητας δεν είναι δεδομένοι και το μερίδιο του αναπάντητου δημιουργεί την προοπτική της εσωτερικότητας. Η μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη είναι εξαιρετική. Διαβάζεται σαν πρωτότυπο κείμενο.
  • ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
  • ΤΑ ΝΕΑ, 17/08/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου