Το γυάλινο κελί
Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις: Άγρα, 2002 & 2007
Σελίδες 384 & 370
Οταν συναντάμε για πρώτη φορά τον Κάρτερ, τον κεντρικό ήρωα του «Γυάλινου κελιού», το μεγάλο κακό στη ζωή του έχει ήδη συντελεστεί. Χάρη στον απρόσεκτο και κάπως έξω καρδιά χαρακτήρα του έχει καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση για σοβαρή κατάχρηση στην εταιρεία όπου εργαζόταν ως μηχανικός. Ο Κάρτερ ξεκινάει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής μακροσκελή αγώνα για να αποδείξει ότι είναι θύμα δικαστικής πλάνης, αλλά δεν πετυχαίνει το παραμικρό, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις των δικηγόρων του. Εντελώς απροσάρμοστος κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της κράτησής του στο σωφρονιστήριο, ο Κάρτερ καταφέρνει (και πάλι εξαιτίας της αδεξιότητάς του) να καταλήξει στην απομόνωση και να υποστεί βαρύτατο τραυματισμό στα δάχτυλα των χεριών του ύστερα από τα παρατεταμένα βασανιστήρια στα οποία τον υποβάλλουν οι δεσμοφύλακές του. Και όταν μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο, μια σημαντική αλλαγή αρχίζει να σημαδεύει τη ζωή του: μπαίνοντας καθημερινά όλο και πιο βαθιά στον κόσμο της μορφίνης, που του χορηγείται σε σταθερές ποσότητες για την αντιμετώπιση των μετατραυματικών πόνων, αποκτά σιγά σιγά ένα είδος ηθικής ανοσίας για όσα συμβαίνουν, τόσο στον ίδιο όσο και στο περιβάλλον του.
Η οριστική αποκόλληση του Κάρτερ από το άμεμπτο παρελθόν του έρχεται όταν εν μέσω μιας μεγάλης εξέγερσης των κρατουμένων σκοτώνεται ο μοναδικός του φίλος στη φυλακή. Τότε θα κάνει και ο Κάρτερ το δικό του φόνο, για να προχωρήσει αναλόγως και μετά την πρόωρη αποφυλάκισή του λόγω καλής διαγωγής. Και στην πορεία αυτή θα παρακολουθήσουμε πλέον από πολύ κοντά το αργό και εν τέλει παραλυτικό ηθικό του μούδιασμα, που θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων ώς την τελευταία λογική του συνέπεια -τον καθ ολοκληρίαν αμοραλισμό.
- Απρόβλεπτος, καλοβαλμένος και αδίστακτος
Ο Κάρτερ συγκεντρώνει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των μυθιστορηματικών πρωταγωνιστών της Χάισμιθ, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται σε καμία περίπτωση στερεότυπος και εύκολος ή προβλέψιμος ήρωας: έχει επιστημονική κατάρτιση και σοβαρές επαγγελματικές φιλοδοξίες, του αρέσουν τα χρήματα και η πολυτέλεια, ντύνεται με προσοχή και γούστο, λατρεύει τις ωραίες γυναίκες, διαβάζει λογοτεχνία και ακούει κλασική μουσική και αποφεύγει τις εκρήξεις των αισθημάτων του, μολονότι καταλαμβάνεται συχνά από κρίσεις πανικού και ανασφάλειας. Αν σε μια τέτοια προπαρασκευή προσθέσουμε τη σκληρή εμπειρία της φυλακής, συνδυασμένη με τη ζηλοτυπία και την ερωτική προδοσία (επίσης κεντρικά μοτίβα στα περισσότερα βιβλία της Χάισμιθ), το ψυχολογικό και κοινωνικό του πορτρέτο έχει μάλλον συμπληρωθεί. Και θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω ότι η εμπειρία της φυλακής έχει όχι μόνο εσωτερική εικονογράφηση, όσο ο Κάρτερ παραμένει έγκλειστος, αλλά και εξωτερική αποτύπωση, όταν καλείται να αντιμετωπίσει μια φύσει επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντί του κοινωνία.
Η Χάισμιθ μπορεί στο «Γυάλινο κελί» να μη στέλνει εκ νέου τον Κάρτερ στη φυλακή (παρά μόνο για μερικές ώρες), αλλά σίγουρα δεν φτάνει ώς την απαλλαγμένη από οιοδήποτε ενοχικό βάρος προσωπικότητα του Ρίπλεϊ, όπου η αμαρτία και η παράβαση αποκτούν μίαν επικίνδυνα γοητευτική αύρα έλξης και γοητείας. Χρειάζεται εν προκειμένω η Χάισμιθ κάποια αντικειμενικότερα επιχειρήματα για τις δολοφονικές επιδόσεις του ήρωά της -κάποια ζωτικά προσχήματα, αν έχει νόημα να το πω έτσι, για τις αναπόδοτες ποινικές του ευθύνες. Η κοινωνιολογία της είναι απλή, αλλά πειστική: το καθημερινό περιβάλλον προσδιορίζει με μοιραίο τρόπο την ανθρώπινη συνείδηση, ακόμη κι αν οι αρχικές προϋποθέσεις είναι εντελώς διαφορετικές από τις τρέχουσες. Ο Κάρτερ μαθαίνει στη φυλακή το σκληρό ανταγωνισμό, όπως και την τεχνική τής πάση θυσία επιβίωσης. Και όταν πρέπει μακριά πια από τα κάγκελα να σκοτώσει, το κάνει απλά, ψυχρά και χωρίς ενδοιασμούς. Είναι κάτι που προέρχεται από το συσσωρευμένο του κεφάλαιο και το οποίο οφείλει απλώς να εκτονωθεί.
Σε μία υποβλητική ατμόσφαιρα, όπου τα πάντα δείχνουν να δουλεύουν στο ρελαντί, ενόσω πίσω και από το πλέον αθώο γεγονός κρύβεται μια απίστευτα υψηλή ένταση, η Χάισμιθ αποδεικνύει κάθε λεπτό τη δεξιοτεχνία της. Σχεδιασμένα με περίτεχνες και πολύ προσεκτικά χαραγμένες γραμμές, τα αφηγηματικά της πρόσωπα κινούνται πάντα επί ξυρού ακμής: μεταξύ αλήθειας και ψέματος, στο όριο της παρανομίας και της νομιμότητας, ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα. Και το επαμφοτερίζον αυτό κλίμα, που συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό του «Γυάλινου κελιού», μεταδίδεται αμέσως στον αναγνώστη, που καλείται να λάβει και ο ίδιος μέρος στον επιμερισμό και συνάμα στην απόκρυψη ή τη λείανση των ευθυνών.
Χωρίς αμφιβολία, ο Κάρτερ δεν είναι ένας κοινός ή τυχαίος εγκληματίας: τα κίνητρά του είναι τόσο περίπλοκα, ώστε κάποια στιγμή κάνουν τις πράξεις του να ξεχαστούν ή να πάρουν μίαν υποδεέστερη μορφή απέναντι στην εικόνα της μάχης που διεξάγεται ακατάπαυστα στο μυαλό του. Τίποτε δεν είναι αυτονόητο την ώρα που προβάλλει οξύτατη η ανάγκη να σώσει τον εαυτό του. Και τότε τα πάντα επιστρέφουν στο στοιχειώδες - στη γλώσσα του ενστίκτου και των αφανέρωτων ορμών, που καθοδηγούν το χέρι του ήρωα μέχρι να επέλθει η πλήρης αποκατάσταση, με άλλα λόγια, η σωτηρία και η διαφυγή του. Σωτηρία και διαφυγή που μένουν σοφά ασχολίαστες από τη συγγραφέα, η οποία μοιάζει να δοκιμάζει απλώς μια δυνατότητα ή πιθανότητα ζωής εν σχέσει προς άλλες. Αξίζει, φαντάζομαι, τον κόπο να σημειώσω επιλογικά πως το «Γυάλινο κελί» δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1964, στη φάση της χρυσής ωριμότητας της Χάισμιθ και είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα βιβλία της.
- ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
- [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ] ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 13/09/2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου