Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Μέλπω ΑΞΙΩΤΗ: Καταμερισμός δουλειάς

Καταμερισμός δουλειάς
Γρηγοριάδης Κώστας

Μας ήρθε τις προάλλες από την Αμερική ένας δημοσιογράφος. Δουλειά τους είναι βέβαια οι δημοσιογράφοι να πηγαίνουν να 'ρχουνται. Δουλειά τους είναι επίσης να ταξιδεύουν με ειδική καθορισμένη αποστολή.
Ο αιώνας του ιμπεριαλισμού κατάντησε τον «καταμερισμό της δουλειάς», όπως τον λένε, αξιοθαύμαστο. Μας έδωσε στη ραφτική, να πούμε, την κουμποτρυπού και στους γιατρούς που ήταν άλλοτες ο ίδιος για τη γέννα, τη θέρμη και το έκζεμα, μας έδωσε τον ωτολόγο. Ωσπου να συζητάνε σήμερα, αν είναι ο ίδιος ο κατάλληλος για τα δυο μας αυτιά, κι όχι ένας για τ' αριστερό κι άλλος για το δεξί μας. Ποιος το ξέρει. Πάντως αυτός ο καταμερισμός έδωκε αποτελέσματα. Χιλιοπολλαπλασίασε τους βιομηχανικούς ρυθμούς.
Ο δημοσιογράφος το λοιπόν απ' την Αμερική ήρθε με τούτη την αποστολή: Να μπει στ' αεροπλάνο, να βγει στ' αεροδρόμιο και να φωτογραφήσει ένα ελληνικό καμένο χωριό. Να δουν οι κόσμοι να πειστούν ότι οι σύμμαχοι είναι ενήμεροι απάνω στα ελληνικά πολεμικά ρημάδια.
Ηρθε ο Αμερικάνος λοιπόν, στην Αθήνα, ξεκίνησε για το χωριό, τον εσυνόδευε και μια Ελληνίδα για διερμηνέας. Πάνε κάπου στην τύχη. Πού να πας να μην έβρεις! Πάνε κείθε στο Βόλο. Φαπ συναντάν αμέσως το καμένο χωριό. Φαπ, βγάζει ο Αμερικάνος τα εργαλεία, το φωτογραφίζει. Μαζεύει τα εργαλεία του, έτοιμος. Θα ξαναμπεί πάλι στ' αεροπλάνο, θα γυρίσει στη βάση του.
Μόνο πως ήταν καλοκαίρι και να πάρει η οργή διψάσανε. Μπαίνουν με την κοπέλα σ' ένα σπιτάκι, πίνουν. Γύρω τριγύρω, ερημιά.
Ενας μπόγος κουρέλια, χρώμα καφέ ανοιχτό που λέγεται τσουβάλι είναι πεταμένος στη γωνιά. Είναι παιδί στην κούνια. Αλλος μπόγος κουρέλια που κρέμουνται από κάτω του δυο στειλιάρια κακαριασμένα κινιέται μόλις μ' ένα αργό ρυθμό. Είναι το πιο μεγάλο παιδί που πορπατεί. Μπόγοι τέτοιοι παρόμοιοι, γύρω γύρω πέντε - έξι. Οσα ακριβώς και τα παιδιά.
Κατά τ' άλλα, γύρω, απόλυτη ερημιά. Θαρρείς ότι κοιμήθηκες και μεταφέρθηκες στον ύπνο σου στην αρχαία Πομπηία. Την ώρα που την έπνιξε η λάβα του Βεζούβιου.
Κρεβάτι, κάθισμα, τραπέζι, γιούκος, πράμα ορθό που λέγεται έπιπλο μέσα στο σπίτι; Οχι, τίποτας. Κλαριά από δέντρα λιανισμένα εδώ κι εκεί και κουρελούδες.
Τσουκάλι στη φωτιά να βράζει, πόρτα να κλιει μπροστά σου, σκεπή από πάνω, να χωρίζει τον ουρανό με τ' άστρα από τη γη; Οχι, όχι τίποτας. Πέτρες, κοτρόνες, τρύπες, κάτι σκουριάρες λαμαρίνες που τις χτυπά ντέφι η νοτιά, και κατά τ' άλλα, γύρω απόλυτη ερημιά. Δυο χρόνια ύστερα απ' τον πόλεμο.
-- Πώς ζείτε; λέει η Ελληνίδα διερμηνέας στη μάνα. Δε σας μοιράζουν τίποτα;
Γύρισε κι είδε η μάνα τον Αμερικάνο και κάτι που το λένε ευγένεια ξεκίνησε από μέσα της κι έφτασε ως τα χείλια.
-- Πως, λέει, μας δίνει γάλα η Ούνρα. Μας το μοιράζουνε κάποτες.
Ανάμεσα στις ξένες λέξεις που ως τότε δεν τις καταλάβαινε άκουσε μια γνωστή του ο Αμερικάνος. Απόκοψε τη σιωπή, ρωτά τη διερμηνέα, άκουσε την εξήγηση, έβγαλε το καρνέ του κι έγραψε:
«Στο τάδε ελληνικό καμένο χωριό που ήρθα και φωτογράφισα, η Ούνρα μοιράζει γάλα».
-- Δεν έχεις άντρα; λέει η διερμηνέας.
-- Εχω, λέει η μάνα.
-- Δεν εργάζεται;
-- Λείπει.
-- Πού λείπει;
-- Στο βουνό.
-- Τι κάνει εκεί;
-- Τον κυνηγάν. Ηταν στην κατοχή αντάρτης.
Δεν ξανάκουσε ο Αμερικάνος καμιά άλλη λέξη γνώριμη. Δεν εξανάβγαλε το καρνέ του να γράψει. Ξανάπεσε στη σιωπή, γύρισε στην Αθήνα, μπήκε στ' αεροπλάνο κι έφυγε. Εφτασε στην Αμερική, άνοιξε τη βαλίτζα του κι έβγαλε από μέσα το καμένο χωριό.
Και κάντε χάζι τώρα όπου θα δημοσιευτεί με πάσα πολυτέλεια απ' την υπηρεσία του και θα γράφει από κάτω:
«Στο τάδε ελληνικό καμένο χωριό που φωτογράφισε επί τόπου ο ειδικός απεσταλμένος μας η Ούνρα μοιράζει γάλα».
Ομως στη βιομηχανία τουλάχιστον τα σκόρπια μηχανήματα του καταμερισμού στο τέλος συναρμολογούνται και φτιάχνουν ακέργιο μηχάνημα. Αλλά στην κοινωνία δεν είναι ως φαίνεται τόσο απαραίτητο.
Ολοι εκείνοι οι μπόγοι σ' εκείνο το χωριό που ήτανε κάποτε παιδιά και τώρα μέσα στα τσουβάλια μόλις που αναπνέουνε. Ολη εκείνη η άβυσσο. Πού πονούνε όλοι αυτοί; Ποιος τους κατάντησε ως εκεί; Πού είναι οι πατεράδες; Αυτή είναι φαίνεται άλλη υπόθεση.
Εδώ, κύριοι, βλέπετε μια τελευταίας παραγωγής «λάικ ας» φωτογραφία, διαβάζετε από κάτω ότι μοιράζει η Ούνρα γάλα κι έχει η Ευρώπη εμπρός της όλη τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Κι έτσι ταχτικά γράφεται και παίρνει σβάρνα τον ντουνιά η σύγχρονη, η αδιάψευστη, η αντικειμενική, η αδέκαστη, αλλά μόνο ξεκοιλιασμένη απ' τον πνευματικό σκόπιμο «καταμερισμό» διεθνής ιστορία.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
19/5/1996
-- ... και η Ειρήνη;