Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Πάνος Δ. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ: "Τα 'χει το εμπόριο"

Τα 'χει το εμπόριο
Στον κ. ΧΡΙΣΤΟ ΠΕΡΣΑΚΗ

Στους πέντε ανέμους η σπορά. Η γη λες και δεν ήθελε να τη δεχτεί φέτος. Ενα δάκρυ βροχούλας, μια δροσοσταλίδα δεν κυλούσε απ' τα βουρκωμένα σύννεφα τ' ουρανού και τα σπαρτά προτού καλά - καλά μεστώσουνε είχανε ξεραθεί. Μερικά που πρασινίζανε εδώ κ' εκεί είχανε στην καρδιά τους σκουλήκι. Και μονάχα οι κυκλαμιές θρασομανούσανε στα βράχια.
Οι Πευκοβουνιώτες, που όλο το έχει τους το είχανε στη διάθεση του Θεού, χτυπούσανε τόνα χέρι τους στ' άλλο μ' απελπισιά. Τα χείλια τους σα να τρεμουλιάζανε κάτου από μια βαριά κατάρα. Και τα βλέμματά τους, πότε αγριεμένα και πότε ικετευτικά, θωρούσανε πέρα τα γκρίζα συννεφάκια που αρμενίζανε κατά τη δύση, χωρίς να φέρνουνε ως τόσο τη βροχή.
Ετσι σχεδόν είχε φανεί το χινόπωρο κ' έτσι περνούσε βαρύθυμα ο χειμώνας. Το μελισσοχώρι κ' η αγράμπελη, ο κισσός κ' η καλοκαιριάτικη περιπλοκάδα, γέρνανε, σκεβρωμένα χέρια με γανιασμένα δάχτυλα, στα δυσμικά μέρη των σπιτιών. Κάπου, σ' ένα παράθυρο δειλά, μια γλάστρα βασιλικού ή δυόσμου. Στη γη όμως ούτε χορταράκι. Και τα ζωντανά του κάκου ψάχνανε στα χέρσα, του κάκου ψάχνανε στις ρεματιές. Ρέβανε σαν τον καρπό που τον έτρωγε το σκουλήκι.
Το νιώθανε πια για καλά οι Πευκοβουνιώτες πως φέτος η σπορά είχε πάει κατά διαβόλου. Μήτε για χερόβολο δε θα πιάνανε. Και ζητάγανε αλλιώς να βολέψουνε την περίσταση.
Οι περισσότεροι τραβούσανε πουρνό κατά το δάσος να κάνουνε πενήντα - εκατό ζύγια ξύλα, κρυφά, μην τους κόψει κανένα πρωτόκολλο ο δασικός. Και το δείλι, πάλε κρυφά, να τα περάσουνε στην πολιτεία. Ενας - δύο που είχανε ζωντανά στο γέννο, προσπαθούσανε να τα θρέψουνε με σπασμένα ελιοκούλουρα που αγοράζανε από το λιοτρίβι. Οσοι όμως είχανε άπλερα σπουργίτια να ταΐσουνε, νιώθανε πιο έντονη την ανάγκη να εργαστούνε με κάθε τρόπο, έστω και αν ξεριζώνανε σύριζα τα δέντρα του γειτονικού χωραφιού.
Ενας απ' τους τελευταίους κι ο Κώτσος ο Κοκκινιάς. Αυτός δεν είχε μόνο τη σπορά κατά διαβόλου, δεν είχε τα γιδοπρόβατα στου λύκου το στόμα. Πέντε άπλερα σπουργίτια, πέντε στόματα πεινασμένα περιμένανε απ' αυτόνε την τροφή. Κι ο άμοιρος ο Κοκκινιάς, σαν το ζαλισμένο απ' τον ήλιο αγρίμι, έτρεχε πότε στο δάσο και πότε στην πολιτεία, όλα να τα βολέψει.
Ενα δείλι φάνηκε χαρούμενος ν' ανηφορίζει το φιδωτό μονοπάτι. Απ' το πρωί το ξέρανε όλοι πως ο Kοκκινιάς είχε πάει στον Πειραιά, και τώρα κάτι καλό προσπαθούσανε να ξεχωρίσουνε στη χαρούμενη όψη του.
- Ε! πατριώτη Κώτσο, τι μαντάτα φέρνεις; τον ρωτήσανε.
Στην αρχή, λέξη. Πού ξέρεις, αν δεν του παίρνανε τη δουλειά. Μα ύστερα, σιγά - σιγά, ξεθάρρεψε και με σκεπασμένα λόγια τούς διηγήθηκε το και το, πως κάποιος κουμπάρος του που δούλευε στα βαπόρια του είπε να μαζέψει χλωρά κουκουνάρια από τα πεύκα και ναν του τα πάει. Τιμή, λέει, δεν του όρισε ακόμα. Μια πεντάρα την οκά θαν τούδινε. Οχι περισσότερα, γιατί μαθές τι αξίζανε τα παλιοκουκουνάρια σ' αυτόν. Ο κουμπάρος όμως τάθελε να τα ματαπουλήσει στα βαποράκια που κάνανε τ' ακτοπλοϊκά ταξίδια, μια που με τον πόλεμο τον Ευρωπαϊκό δεν ερχόντουσαν κάρβουνα και κοκ.
- Ατμός θα γίνουνε τα κουκουνάρια σου, δε θα γίνουνε χρυσάφι. Αν θέλεις φέρε μου... Λέω να καταπιαστώ τη δουλειά. Τι λέτε κ' εσείς; ρώτησε ο Κοκκινιάς τους δυο συχωριανούς του που τον ακούγανε.
- Μην τ' αφήνεις το εμπόριο. Δύσκολοι καιροί τώρα. Η πεντάρα - λίρα. Βάλ' εμπρός. Οι πεύκοι στενάζουνε απ' το φόρτο.
Την άλλη μέρα - Σάββατο είτανε - μαθεύτηκε στο Πευκοβούνι πως ο Κώτσος αγοράζει κουκουνάρια τρία λεφτά την οκά. Ολοι γελάσανε.
- Χαρά στην επιχείρηση, είπανε μερικοί.
- Σπίτι δίπατο θα χτίσει και θαν το δείτε, απαντήσανε άλλοι ειρωνικά.
Η Κυριακή όμως που βασίλεψε βρήκε στο κατώγι του Κοκκινιά μαζεμένο σε λοφίσκο πεντακόσιες οκάδες κουκουνάρι, χλωρό, ανοιχτοπράσινο, πετρωμένο μα και γιομάτο χυμούς.
Τα χωριατόπαιδα που δεν είχανε σκολειό ξεχυθήκανε απ' τη Χαραυγή στο δάσο. Ανεβασμένοι ψηλά στα πράσινα φουντωμένα πεύκα μαζεύανε αδιάκοπα κουκουνάρια για τον Κοκκινιά. Αυτά δεν την πήρανε αστεία την επιχείρηση. Δεκάρες βλέπαν στα χέρια τους, ο Κώτσος επλήρωνε όσα του πηγαίνανε, δέκα, είκοσι και πενήντα οκάδες ακόμα. Ναι, δεκάρες με το βασιλιά το Γεώργιο απάνου. Κι η μαρίδα του χωριού ανέβαινε στα δέντρα, τσάκιζε τα πευκόκλαρα, τσακιζότανε κι αυτή, μα στο τέλος με γιομάτα τσουβάλια έτρεχε στο χωριό φωνάζοντας:
- Καλά κουκουνάρια... Πάρτε κουκουνάρια για επερωκεάνεια...
Ο Κώτσος χαρούμενος ζύγιαζε όλη την Κυριακή και πλήρωνε αδιάκοπα με τη σκέψη πως πάντα διακόσες έως τρακόσες δραχμές θα βγάλει απ' αυτό το εμπόριο μια και ο Θεός είτανε τόσο άσπλαχνος κ' η γης ξεραμένη.
Με το ηλιοβασίλεμα του φέρανε τα χωριατόπαιδα το τελευταίο φόρτωμα. Ζύγιασε, πλήρωσε και τους είπε:
- Βρε παιδιά, ίσαμε την άλλη Κυριακή, τ' αργότερα, θέλω να μούχετε μαζωμένα ίσαμε 5.000 οκάδες. Αν μπορείτε γρηγορότερα τόσο το καλύτερο, γιατί το κουκουνάρι έχει φύρα, μωρέ παιδιά, όσο ξεραίνεται, τόσο το χειρότερο για μένα. Γρήγορα μαζεύτε γιατί χάθηκε.
Σε λίγες μέρες η σοδειά είχε συγκεντρωθεί. Το κουκουνάρι από βραδύς είχε φορτωθεί στο πέραμα. Τ' αμπάρια του γιομάτα. Περίμενε την αυγή να πάρει αγέρας, να φουσκώσει το κόκκινο πανί, να κόψει το πέραμα την πρώτη βόλτα.
Νύχτα ακόμα, με το φανάρι αναμμένο, κατέβηκε ο Κοκκινιάς με τον περαματζή στο λιμάνι.
Η θάλασσα δεν είτανε απάνεμη. Την όργωνε ο αγέρας και τα κύματα μ' αφρούς και βόγγους σπούσανε στο μώλο, λες και θέλανε να ρίξουνε τις πέτρες για να πάρουνε στ' ανοιχτά το πέραμα. Ο Κοκκινιάς φλωροκιτρίνισε κοιτώντας την αγριεμένη θάλασσα.
- Ελα να ξεμπουκάρουμε, του φώναξε ο περαματζής που πάσχιζε να γλυτώσει το πανί απ' τις αντένες του ξαρτιού.
- Φοβάμαι τον καιρό, καπετάν - Αργύρη.
- Τι φοβάσαι! Πρίμα θα πάμε. Σάλτα μέσα!
Ο Κοκκινιάς μ' όλο το φόβο που είχε πήδησε στο πέραμα. Δεν ήθελε να ταξιδέψει, μα πάλε συλλογιότανε πως ο κουμπάρος θα τον περίμενε σήμερα, Δευτέρα πρωί, στον Πειραιά. Ως τόσο έκανε το σταυρό του, όταν φούσκωσε ο αγέρας το πανί και πήρανε τις πρώτες βόλτες στο λιμάνι.
Το πέραμα έστριβε δώθε - κείθε, σαν παιχνιδιάρικο γλαροπούλι, στεφανωμένο απ' τον αφρό και το κύμα. Μόλις όμως στρίψανε τη μύτη και βγήκανε στ' ανοιχτά, μια σοροκάδα δυνατή, άγρια, μανιασμένη, που έκανε τη θάλασσα ν' αφρίζει, άλογο που δεν ακούει στο χαλινάρι, τίναζε το πέραμα μ' όλο το βάρος των κουκουναριών σαν καρυδότσουφλο.
Ο Κοκκινιάς τα χρειάστηκε, το ίδιο κι ο καπετάν - Αργύρης.
- Βράζει!... Τρώει τα βράχια η άτιμη!
- Τράβα να δέσουμε κάβο στεριανά. Θα βουλιάξουμε και θα χάσω το πράμα, φώναζε τρομαγμένα ο Κοκκινιάς.
- Σε καλό σου! Δάγκωσε τη γλώσσα σου. Μην κακομελετάς στο πέλαγο, τ' απάντησε ο καπετάν - Αργύρης. Κουράγιο! Θα πάμε πρίμα.
Η θάλασσα όμως, τ' αφρισμένο κύμα, περνώντας μ' ορμή, πηδώντας πάνω απ' το πέραμα, έπαιρνε πάντα κάτι απ' το λόφο των κουκουναριών. Ο Κοκκινιάς περίλυπος κοιτούσε τα κουκουνάρια που σα φελλοί διχτυών πλέανε στην απανωσιά της θάλασσας.
- Πάνε τα κουκουνάρια, πάνε τα λεφτά μου, μονολογούσε λυπημένα. Και τ' αχόρταγο κύμα έκλεβε, κι όλο έπαιρνε μακριά τη γλυκειά του ελπίδα. Κι έκλεινε τα μάτια του να μη βλέπει. Μα ο λογισμός δούλευε. Τα μάτια της αγωνίας ορθάνοιχτα. Κι έβλεπε τη γη ξεραμένη, τα σπαρτά να γέρνουνε στο χώμα προτού πάρουνε μια σπιθαμή, τα γιδοπρόβατα να μουγκρίζουνε σαν τα κύματα, κυνηγημένα κι αυτά ποιος ξέρει από ποια κακή σοροκάδα.
Ετσι με χίλια βάσανα και χίλια χτυποκάρδια τρέμανε τα γόνατά του. Και τα χέρια του πιότερο τρέμανε στην πλάστιγγα. Ζυγιάσανε τα κουκουνάρια και βρήκανε μόνο δυο χιλιάδες οκάδες. Τρεις μετρημένες χιλιάδες είχε πάρει η θάλασσα για να γαληνέψει.
Από εφτά λεφτά την οκά, εκατό σαράντα δραχμές τούδωσε ο κουμπάρος του για τις δύο χιλιάδες οκάδες. Από τρία λεφτά πούχε πληρώσει τις πέντε χιλιάδες, έχανε και κάτι από την τσέπη του.
- Με φάγανε οι χωριανοί μου με τις γλωσσοφαγιές τους, καπετάν - Αργύρη, είπε κουνώντας περίλυπα το κεφάλι του. Σπίτι δίπατο θα χτίσω!... Χμ! Να, τώρα στις τόσες μου δυστυχίες κι άλλη. Χάνω κ' είκοσι δραχμές από δικά μου!...
- Μη σικλετίζεσαι, Κώτσο μου. Τάχει το εμπόριο αυτά, τ' απάντησε φιλοσοφικά ο καπετάν - Αργύρης, παίρνοντάς του με τρόπο το δεκάρικο για το ταξίδι!
Πάνος Δ.ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Κώστας ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ: "Η οργή του Αμερικάνου"

Η οργή του Αμερικάνου

Χιλιόχρονος, περήφανος υψώνεται στην άκρη του δρόμου, μπροστά στο μεγάλο ξενοδοχείο, που χτίστηκε για τους ξένους, ο γέρο πλάτανος. Πότε γεννήθηκε; Πώς ξέπεσε στο μεγάλο δρόμο με ταψηλά σπίτια; Σα να τον πνίγη ο βρώμικος αγέρας του δρόμου υψώνει τα κλαδιά του ολόϊσα, πάνω από τις αψηλές στέγες, διψώντας ναγναντέψει την κορφή του βουνού, που του κρυφογελάει από μακριά, κάτι να κρυφοψιθυρίση στα σύννεφα. Βουίζει ο δρόμος, σέρνεται στα πόδια του η αγορά λερωμένη, κι αυτός σα να μη θέλη τίποτες να δη, τίποτες νακούση, ξένος, αδιάφορος, σαν από άλλον κόσμο φερμένος, αργοκουνάει την κορφή του πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια του ξενοδοχείου σα να θέλη να ξεφύγη, να τρέξη πέρα στα πλατειά, στα βαθυπράσινα ρουμάνια που του γνέφουνε από μακρυά, λαχταρώντας να σμήξουνε με τον ξενητεμένο αδερφό τους. Να τους θυμάται τάχα μέσα στην πολιτεία;
Δίπλα του, στην αράδα, καμπόσες ακακίες, φυτεμένες για ομορφιά, φαντάζουνε σα μικρά παιδάκια μπρος στο γίγαντα. Με τα μάτια πάντα γυρισμένα στο βαθυπράσινο ρουμάνι, ούτε το συλλογιέται να σκύψη να ρίξη μια ματιά στις ταπεινές του γειτονοπούλες. Τα σπίτια που χτίζονται γύρο τονέ ζώσανε σιγά - σιγά κι άξαφνα βρέθηκε φυλακισμένος σε μιαν ασφυχτικιά φυλακή. Στα πόδια του σύρριζα αργοκυλάει ένα μικρό ρυάκι που βγαίνει θολό από την αυλή κάποιου σπιτιού.
Μα ο σπιτονοικοκύρης με τα χρυσά δόντια, που γύρισε φορτωμένος χρυσάφι από την Αμερική, δεν το θέλει με κανένα τρόπο το μεγάλο δέντρο μπρος στο ξενοδοχείο του. Κ' έχει δίκιο. Του κόβει τον ήλιο, του χαλάει τη φάτσα κι ο καθένας έτσι δυσκολεύεται να ζητήση κάμαρα. Αυτός ξόδεψε χιλιάδες. Τα λεφτά έχουνε τόκο. Πού θα τις βγάλη τόσες χιλιάδες; Επειτα πού ακούστηκε τέτοια θεόρατα δέντρα μέσα στην πόλη; Στην Αμερική φυτεύουνε δεντράκια και τα κλείνουνε σε κάγκελα σιδερένια.
Ετρεξε, φώναξε. Ο Δήμαρχος που τούχε κιόλας βαφτίσει το πρώτο παιδί, σύμφωνος κι αυτός να κοπή το δέντρο. Σύφωνη κι όλη η Πόλη. Τα μεγάλα δέντρα ασκημίζουνε. Κανείς δε βρέθηκε να διαφεντέψη το δέντρο. Κανείς δεν τόνοιωσε. Τι γύρευε μέσα στην πόλη; Η θέσις του αυτουνού είτανε στο δάσος, να φωλιάζουνε στα κλαδιά του τα όρνια. Να. Ο αντικρυνός ο καφετζής τούμπηκε ένα καρφί και κρέμασε ένα στενό, τοσοδά κλουβάκι μ' ένα φλώρο μέσα που κλαίει μερόνυχτα τη μοίρα του.
- Μου κόβει τη φάτσα του σπιτιού μου, μου χαλάει τα κεραμίδια. Εγώ ξόδεψα λίρες με τη χούφτα, γι' αυτό το σπίτι και σπίτι δεν έχω, φώναζε ο Αμερικάνος όπου στεκότανε, με τα πλατειά παπούτσια και τη χρυσή αλυσσίδα.
Ενα πρωί τέσσεροι ξυλοκόποι ακουμπήσανε τα τσεκούρια και τα πριόνια τους στη ρίζα του δέντρου μαζί με τις κάπες τους. Τι μελαγχολικιά μέρα! Ο ουρανός συννεφιασμένος, βαρύς!
- Αϊ, αϊ, θα το κόψουνε, αλαλάξανε δυό-τρία μαθηταρούδια με τα βιβλία στις αμασκάλες, που πηγαίνανε κείνη την ώρα στο σκολειό να μάθουνε γράμματα.
Μόνο ο πλάτανος δεν ένοιωσε τίποτες. Σαν από άλλον κόσμο φερμένος, απόμεινε πάντα ξένος μέσα στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Περήφανος, απλοϊκός σαν αληθινά μεγάλος, δεν ένοιωσε την οργή του Αμερικάνου. Σαν είδε τους ξυλοκόπους νόμισε πώς γύρανε να ξαποστάσουνε. Από το βουνό έρχουνται βέβαια, στο βουνό ξαναγυρίζουνε. Αν τους παράγγελνε να πούνε χαιρετίσματα σταδέλφια του που τον καρτερούνε! Καλοί ανθρώποι μοιάζουνε!
Σαν είδε να σηκόνουνε τα τσικούρια τους καταπάνω του, ξεμανικωμένοι, ξεστήθιαστοι, ξιπάστηκε. Βρε, μην ονειρεύεται; Η κρύα λεπίδα έλαμψε για μια στιγμή στα μάτια του κόκκινη σα βουτηγμένη στο αίμα του.
Η πρώτη τσικουριά έπεσε αλύπητα και το κρύο σίδερο χώθηκε βαθειά στο κρέας του που ο Μακεδόνας τρόμαξε να το ξεκολλήση.
- Τρελλάθηκε τούτος ο άνθρωπος; ψιθύρισε και τίναξε με τρόμο τα κλαδιά του.
Καμπόσα πουλιά, φωλιασμένα βαθειά, φτερουγίσανε τρομαγμένα. Το πλήθος τώρα είχε μαζωχτή γύρο περίεργο. Τα μαθημαρούδια ξεχάσανε το σκολειό και τη βίτσα του δάσκαλου που τα καρτερούσε. Από τα παραθύρια τους γυναίκες παρακολουθούσανε το θέαμα κ' οι μαγαζάτορες αφήσανε τη δουλειά τους και βγήκανε στις πόρτες να ιδούνε. Ο αστυνόμος που μελετούσε τη φημερίδα μ' ένα φλυτζάνι βαρυγλυκό μπροστά του, πάνω στο στρογγυλό τραπεζάκι του αντικρυνού καφενέ, κατέβασε πολλές φορές τη φημερίδα στα γόνατά του, περίεργος, αφήνοντας στη μέση το κύριο άρθρο.
Γκουπ, γκουπ.
Ο ίδρωτας άρχιζε να κατεβαίνη στα πρόσωπα των Μακεδόνωνε, ξεροψημμένα από τον ήλιο.
- Μα τι πάθανε τούτοι οι άνθρωποι; Τι έχουνε μαζί μου; Τι τους έφταιξα τάχα; ρωτιέται ο πλάτανος και δαγκώνεται από τον πόνο που τονέ σφάζει.
Οι ξυλοκόποι δουλεύουνε ακούραστοι. Μια στιγμή ένας σταμάτησε για νακονίση το τσικούρι κι ο πλάτανος ακούσε με φρίκη τον κρύο αχό της λεπίδας. Φοβισμένος, ανήσυχος έγερνε χαμηλά το κεφάλι του σα νάθελε να βεβαιωθή καλύτερα. Δεν έκανε λάθος. Μα γιατί δε βρίσκεται ως τόσο ένας ναρπάξη από τα χέρια αυτών των σκληρώνε ανθρώπων τα τσικούρια και ναν τα πετάξη μακρυά; Πώς μπορούνε να κάνουνε όλοι χάζι στο σκληρό θέαμα; Γιατί δε γελιέται. Ολοι χάζι κάνουνε, γελούνε, χαζεύουνε. Τους βλέπει μα η περηφάνεια του δεν τον αφήνει να παρακαλέση. Αυτός που δεν καταδέχτηκε μια φορά να χαμηλώσει την κορφή του να δη τι γίνεται κάτω στο δρόμο, ποιος περνάει, ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει στα μαγαζειά, πώς να γύρη τώρα το κεφάλι σε παρακάλια;
Ωρες δουλεύουνε κ' η δουλειά είναι ακόμα στη μέση. Ως τόσο τα μαθηταρούδια ξεχάσανε ολότελα σήμερα το δάσκαλο και τη βέργα του. Κανένα δεν κουνιέται να φύγη. O κύκλος μεγαλώνει κι οι μάγκες της αγοράς βρήκανε γλέντι.
Τώρα σκάψανε ένα λάκκο γύρο στη ρίζα, που χάσκει σαν τάφος. Ο πλάτανος έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπη το πλήθος που κάνει χάζι. Μόνο το χτύπο των τσικουριών ακούει κι ο φρικτός αχός αντηχάει πένθιμα μέσα στην καρδιά του. Δεν τονέ μέλλει που θα πεθάνει, αυτός που είδε με καταφρόνια τους αιώνες να περνούνε από πάνω του ανέγγιχτα. Ας ήξερε μόνο για ποιόνε λόγο του φέρνουνται έτσι αλύπητα... Μα να πεθάνη έτσι στα καλά καθούμενα, αυτός που δεν έφταιξε σε κανένανε! Μην τους αρνήθηκε ποτέ τον ήσκιο του, μη δε βρή­κανε πάντα, τα πουλιά στέγη φιλόξενη στα κλαδιά του! Τι άλλο ζητάνε; Πώς αυτός δεν παραπονέθηκε, που τονέ πνίξανε με τα σπίτια που χτίσανε γύρο του;... Ολα τάνοιωσε ο πλάτανος, μόνο την οργή του Αμερικάνου δεν ένοιωσε!
Ενας άνθρωπος σκαρφάλωσε αψηλά, πολύ αψηλά για να δέση κάποιο χοντρό σκοινί σ' ένα κλαδί. Τρεις ανθρώποι πιάσανε το σκοινί που σούρθηκε χάμω, ανοιχτήκανε μακρυά κι' αρχίσανε να τραβάνε με όλα τα μπορετά τους. Μα το δέντρο ριζωμένο βαθειά κρατούσε...
- Εχει ψυχή ακόμα, μουρμούρισε ο ένας Μακεδόνας και κατέβασε το τσικούρι του μ' ένα δυνατό αγκομαχητό, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του.
- Εφτάψυχος, είπε άλλος κοιτάζοντας με θαυμασμό τόμορφο δέντρο.
Αλήθεια, ο πλάτανος δεν είχε καμμιάν όρεξη να πεθάνη.
Ενοιωθε ακόμα τον εαυτό του τόσο γερό, τόσο διψούσε ακόμα για τη ζωή, που δεν μπορούσε ναν το πιστέψη πως ήρθε η ώρα του να πεθάνη. Γιατί να πεθάνη αυτός που νοιώθει τη δύναμη να ζήση άλλη μιά τόση ζωή! To μεγάλο το ρώτημα του πλακόνει την ψυχή σα σύννεφο. Περήφανος, απλοϊκός ρωτάει τον εαυτό του αν έφταιξε, και μόνο την οργή του Αμερικάνου δεν ένοιωσε.
Ξαναπιάνουνε το σκοινί, ανοίγουνται, στηλώνουνε χάμω τα πόδια τους, τραβάνε άγρια, μα ο πλάτανος δε θέλει ναφήση τα ύψη του. Βλέπει τη ρίζα του σακατεμένη, νοιώθει πως δε στέκει στέρια στα πόδια του, κλονίζεται... Μα να πεθάνη... Γιατί;...
- Εδώ δεξιά χρειάζεται μερικές τσικουριές, λέει ο ένας. Για μια στιγμή τινάχτηκε κ' έρριξε τα μάτια του θολά σα νάθελε ναποχαιρετήση για τελευταία φορά το βουνό που τον αντίκρυζε, το βαθυπράσινο ρουμάνι εκεί κάτω μακρυά... Δε νοιώθει καλά τον εαυτό του... Λιγοθυμάει... Μετρημένες οι στιγμές του...
Ολοι κρατούνε την ανάσα τους. Τα γέλια πάψανε. Κανείς δε μιλάει. Κάτι μεγάλο, κάτι επίσημο κρύβει η στιγμή αυτή, η μοναδική... Ενα μυστήριο απλόνεται στον ήσυχον αγέρα. Ενας ήρωας ψυχομαχάει, χαροπαλεύει, πάνω στα ψηλά Αλώνια.
- Τραβάτε, ακούγεται μια φωνή.
Κάτι τρίζει. Τι κρύο τρίξιμο! Ποιος ξερριζόνει την καρδιά του ήρωα;.. Τα φύλλα αναφρικιάζουνε... Τραβάνε το σκοινί... Οχι. Δε θέλω να πεθάνω, λέει το δέντρο, κ' ενώ παλεύει να κρατηθή στα πόδια του όρθιο, εκείνοι καρφωμένοι στη γις τραβάνε το σκοινί αλύπητα...
- Το νου σας τις ακακίες, φωνάζει κάποιος.
Τρίζει το δέντρο στη ρίζα, ένας κρύος ήχος σκίζει τον αγέρα, κάτι σαν υστερνό παράπονο ακούγεται και το δέντρο γέρνει, γέρνει, ξαπλόνεται χάμω, ξανασηκόνεται, ξαναπέφτει μ' ένα βαρύ αγκομαχητό, αναίστητο. Ξεψύχησε.....
- Να πάρη ο διάλος! Πάνε οι ακακίες! Κι είτανε μια ομορφιά, φωνάζει ο Αμερικάνος βλέποντας τα φτωχά δεντράκια που τάλυωσε στην τραγικιά πτώση του ο πλάτανος.
Αλαλάζουνε τα παιδιά, ορμούνε να κυλιστούνε χαρούμενα, μέσα στα πυκνά κλαδιά που μέσα από τις τρυπίτσες των φύλλων λες κείνη τη στιγμή πως βγαίνει αγάλια - αγάλια η υστερνή ανάσα του δέντρου... Ανασαίνει ο Αμερικάνος σα να τούφυγε ένα μολύβι από το στήθος.
- Φάνηκε το σπίτι μου, βρε αδελφέ! λέει ικανοποιημένος.
- Θεόρατο δέντρο, ψιθυρίζει άλλος, ενώ τα παιδιά κυλιούνται ανάσκελα στα κλαδιά, κόβουνε κλάρες και κυνηγιούνται με γέλια.
Τώρα αρχίζει το λιάνισμα, ενώ ένας χωροφύλακας δοκιμάζει να διώξη τα παιδιά που ζουρλαθήκανε.
Να κι ο τρελλός! Με τα μακρυά, ξανθιά μαλλιά του, αχτένιστος, κοιτάζει, γελάει ηλίθια. Τα πανταλόνια του φαγωμένα, λασπωμένα σούρνουνται στις λάσπες, και το λιγδιάρικο πουκάμισό του ανοιχτό αφήνει να φαίνεται όλη η κοιλιά του. Βλέπει τα παιδιά, αναγαλλιάζει, σκάζει τα γέλια και τρέχοντας ξαπλόνεται κι αυτός μέσα στα κλαδιά.
- Α ααα! φωνάζουνε όλοι.
Σηκόνεται ο τρελλός τρομαγμένος, κοιτάζει τριγύρο του φοβισμένα κι άξαφνα το βάζει στα πόδια. Τα παιδιά απολυούνται πίσω του σαν τα σκυλιά...
- Βαράτε του μωρέ., φωνάξει ο Αμερικάνος κατουρημένος στα γέλια.
Επειτα ήρθε ένα κάρρο να πάρη τα κούτσουρα, ενώ οι φτωχογυναικούλες σκυμμένες μαζεύουνε λαίμαργα τα πελεκούδια για τη φωτιά...
Τώρα δεν απομένει τίποτες που να θυμίζει το δέντρο. Η βροχή έπλυνε το δρόμο και μόνο ο λάκκος χάσκει πάντα γιομάτος από ένα υγρό κόκκινο σα νάναι το αίμα πούτρεξε από το δέντρο. Το δέντρο που κανείς δεν τόνοιωσε, πούζησε πάντα ξένο, με τα ματιά γυρισμένα στον ουρανό, κοντεύει να ξεχαστή... Ο δρόμος ανάσανε, αλήθεια... Οι ακακίες καλόβολες, καταδεχτικές τρέμουνε στις αδύναμες ριζούλες τους, σαν τις φοβερίζει από αψηλά ο βορηάς...
(1912)
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ