Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

ΤΙΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΕΑΣ (γενν. 1949)


Ο Τίτος Κοκκινέας (Δήμος Ζευγολάτης) γεννήθηκε το 1942 στο «Μερολίθι» Φιλιατρών Μεσσηνίας. Από κει, 4 χρόνων, η οικογένειά του αυτοεξορίστηκε στο Ηράκλειο Αττικής στην παρανομία, επειδή ο πατέρας του Τίτος Αινείας (Σταύρος Κοκκινέας), ως υπεύθυνος του ΕΑΜ Φιλιατρών, κυνηγήθηκε για την αντιστασιακή του δράση. Εκεί «έχασε» τη μητέρα του το 1951, στα 9 του χρόνια. Βγήκε στη βιοπάλη στα 13 του χρόνια. Στο εργοστάσιο, στο εργαστήρι ή στο κατάστημα μοχθούσε από τότε ολημερίς. Τα βράδια πήγαινε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο, παράλληλα άρχισε από 14 χρόνων να γράφει, στο «Για σας και το παιδί σας», «Διάπλαση των παίδων», «ΦΙΛΙΑΤΡΑ», «Μεσσηνιακά Νέα», «Προς τη νίκη», «Παιδική χαρά», «Ζωή του παιδιού», «Ερυθρός Σταυρός», «Φαντασία», κ.ά.
Για δεκαπέντε χρόνια έγραφε στο «Ρομάντζο» κάθε βδομάδα την παιδική σελίδα με λαϊκά παραμύθια, ιστορίες λαογραφικές, αινίγματα, κλπ. Το 1962 έγινε μέλος των «Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών». Εδώ και 30 περίπου χρόνια είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ έχει εκλεγεί στο ΔΣ της πολλές φορές ως ταμίας, έφορος, κλπ. Εχει γράψει αρκετά βιβλία διηγημάτων, χρονογραφικών ποιημάτων, παραμυθιών, λαογραφικά κλπ., μεταξύ των οποίων: «Το σούρουπο οι ίσκιοι μακραίνουν» (1961), «Στάση ο Ζέφυρος» (1971), «Λαϊκά παραμύθια ελληνικά» (1963), «Παραμύθια του λαού μας» (1974), «Θα 'βρεχε» (1976), «Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια» (1978-79), Ποιητικά (1981), Χρονογραφικά (1983), «Του λαού και του τόπου» (1985), «Στο μέλλον μας» (1987) κ.ά. κι έχει πολλή ανέκδοτη δουλειά.
Συνταξιούχος σήμερα, για 40 χρόνια βοηθός συμβολαιογράφου, ιδρυτικό μέλος μετά τη χούντα ξανά του Σωματείου Συμβολαιογραφοϋπαλλήλων, του Συλλόγου των «Απανταχού Σαϊδωνιτών» του κόκκινου ηρωικού, πρώτου στην Αντίσταση χωριού της Μάνης και άλλων Συλλόγων και Συνδικαλιστικών Σωματείων. Ιδρυτικό μέλος -πρώτος πρόεδρος στο Βύρωνα Αττικής των Απογόνων και Φίλων της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, σήμερα γραμματέας της ΠΕΑΕΑ Βύρωνα, ιδρυτικό μέλος και στέλεχος της Αγωνιστικής Πανδημοκρατικής Ενότητας Λογοτεχνών-Συνεργαζομένων (ΑΠΕΛ-Σ).

Τίτος Κοκκινέας: Ξημέρωνε '45


Παπαγεωργίου Βασίλης
Ξημέρωνε 1945. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, βράδυ.
Περιμέναμε απ' την Αθήνα τον πατέρα!
Εμενε στους πρόποδες, στα Τουρκοβούνια, σε συγγενικό σπίτι. Μετά την απελευθέρωση και τα πανηγύρια, έφυγε από δω, το κτήμα των πεθερικών του, το Μερολίθι Φιλιατρών, να δώσει εξετάσεις στη Νομική. Εκεί είχε «πετύχει», προπολεμικά, πριν στρατευτεί και τραυματιστεί, πολεμώντας τους Φασίστες, στην Αλβανία. Τούχε τηλεγραφήσει η μάνα μου «ΣΤΑΥΡΟ ΕΛΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΥΣ - ΕΑΜΙΤΕΣ». Και αυτός την ίδια μέρα απάντησε: «ΕΡΧΟΜΑΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΑ».
Μα η ώρα είχε περάσει. Το τρένο είχε έλθει. Κι αυτός δε φαινόταν. Μας ζώσανε τα φίδια. Τι έγινε; Τι τούτυχε; Γιατί δεν ήρθε; Την χαρά της προσμονής τη διαδέχτηκε ο φόβος κι η αγωνία...
* * *
Νηστικός και κουρασμένος μετά από 11 ώρες ταξίδι, με τη φορτηγο-εμπορο-επιβατική αμαξοστοιχία, έφτασα Κυπαρισσία. Οι δικοί μου με περιμένουν στο κτήμα. Αφησα πίσω μου τα «Δεκεμβριανά» της Αθήνας σε κακή εξέλιξη. Με δυναμική επέμβαση και υπεροπλία Αγγλων, στηριγμένων σε μαύρους, Ινδούς και άλλους των αποικιών τους, με τανκς, θωρακισμένα, αεροπλανοφόρα, αεροπλάνα, πλοία, που με τα κανόνια τους μας βομβάρδιζαν απ' τα Φάληρα, αποσπασμένα από την απόβαση της Ιταλίας, μα και ξαναοπλισμένων ταγματασφαλιτών, Χιτών, και άλλων προδοτών - δολοφόνων που έκαψαν, σκότωσαν, ρήμαξαν, βίασαν το λαό μας, για λογαριασμό των Ναζί και των άλλων κατακτητών μας, τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια της τριπλής κατοχής μας. Λένε πως οι Αγγλοι τους έδωσαν συγχωροχάρτι, που έγραφε πως τάχα, με δική τους διαταγή, πολεμούσαν το Λαό μας στο πλευρό... των Ναζί! Πως ήτανε δηλαδή... Αγγλοι πράκτορες!
Ετσι όταν οι «σύμμαχοι» θα κέρδιζαν τον πόλεμο, πατώντας πάνω στα τουλάχιστον είκοσι εφτά εκατομμύρια νεκρούς της Σοβιετικής Ενωσης, αυτοί θα ξανάφερναν την Αγγλοαμερικανική «Δημοκρατία» τους, με εγγυητή το βασιλιά τους! Πράγματα άγνωστα σχεδόν για την Ελλάδα. Για τους Αγγλους όμως όχι. Αυτό εφάρμοζαν στις αποικίες τους.
Εκαναν, πάντα, τους εχθρούς φίλους και τους φίλους - εχθρούς κάθε τόσο. Κατά περίσταση. Διαίρει και βασίλευε δηλαδή. Δε σεβάστηκαν ούτε το αίμα τους, τους Εγγλέζους στρατιώτες, ναύτες, αεροπόρους, σαμποτέρ και κατασκόπους που πρόδωσαν, έπιασαν, βασάνισαν απάνθρωπα και σκότωσαν αυτά τα προδοτικά κτήνη των κατακτητών τότε !!
...Εκεί που τα σκεφτόμουν όλ' αυτά, και το πώς θα πήγαινα 10 χιλιόμετρα πορεία, με τις χαρτονένιες βαλίτσες, μες στην νύκτα, αφού δεν υπήρχε εκεί ούτε κάρο, τον είδα!
Συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο. Ντυμένος χακί. Ανθυπολοχαγός - μεσανατολίτης. Εκεί πολέμησε το φασισμό στην Κατοχή. Και τώρα ήρθε ενάντια στο λαό του, όπως τον πρόσταξαν οι Αγγλοι. Για το «κυβέρνα Βρετανία». Με είδε και αυτός.
-- Σταύρο! Με φώναξε. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε δακρυσμένοι.
-- Επέζησες;
-- Επέζησα!
Χαρήκαμε γι' αυτό. Ούτε στιγμή δεν σκεφτήκαμε ότι είμαστε τώρα σ' αντίθετα στρατόπεδα! Είχε στρατιωτικό τζιπ. Μ' αυτό με πήγε στα Φιλιατρά. Να δω τον πατέρα μου, που ζούσε εκεί.
Σαν τον είδα, στεκότανε καλά, παλικάρι, ο πατέρας μου στα 48 του χρόνια, τον Ανθυπολοχαγό τον κέρασα στην πλατεία μια πάστα. Για το ευχαριστώ που μ' έφερε μέχρι εδώ.
Είπαμε μικρή περίληψη απ' τις περιπέτειες του πολέμου και της Κατοχής. Σε μια στιγμή, βλέποντας την αγωνία μου για τους δικούς μου, μου λέει:
-- Ελα να σε πάω στο Μερολίθι
-- Ναι του απάντησα, με περιμένουν. Αργησα. Θάχουν τρομάξει!
***
- Ηλθε, ήλθε, άκουσα την μητέρα μου. Πεταχτήκαμε όλοι πάνω. Φιλιά, αγκαλιές, ανείπωτη χαρά για τον ερχομό. Αφού συνήλθαμε λίγο, η μαμά μου του λέει:
-- Πάμε στο κατώι να σε λούσω και να σε πλύνω, στη σκάφη. Ο «θερμός» κρυώνει.
Πήγαν. Επάνω ακούγαμε εμείς τα γέλια τους, τις χαρούμενες φωνές τους και το νερό πούτρεχε στη σκάφη.
-- Αχ, με ζεμάτισες, φώναζε ο πατέρας
-- Μαρτύρησε, αν πήγες με καμιά στην Αθήνα, του φώναζε η μητέρα μου ...τάχα.
Σκάσαμε στα γέλια όλοι μας τότε: Οι γονείς μου, ο παππούς, η γιαγιά και γώ, τόσο δα πιτσιρίκι τριών χρόνων σχεδόν.... Μόλις μας έπαιρνε ο ύπνος, ακούσαμε τις φωνές τους:
-- Σταύρο Κοκκινέα, βγες έξω! είχανε ζώσει το σπίτι.
Πετάχτηκε πρώτος ο παππούς μου στο χαγιάτι.
-- Ποιοι είσαστε, τι θέλετε;
-- Θέλουμε τον Σταύρο Κοκκινέα!
Ητανε άγριοι, ξένοι οι τέσσερις. Τους Χίτες τους δικούς μας τους πήγαιναν αλλού, σε άλλες πόλεις. Και σε μας έφερναν ξένους. Να μη γνωρίζουν. Να μην έχουν συγγενείς και φίλους. Για να χτυπούνε. Να σκοτώνουν. Πέμπτος ήταν ο αγροφύλακας της περιοχής. Αυτός ήξερε στην εξοχή το σπίτι μας. Αυτός τους οδήγησε μέχρι εδώ. (Αργότερα στον Εμφύλιο σκοτώθηκε ο αγροφύλακας. Για τους άλλους δεν ξέρουμε).
***
Κατάλαβα, με ζητούσαν.
-- Ερχομαι, φώναξα.
Αστραπιαία φόρεσα παντελόνι, σακάκι. Εκανα να βγω. Την πόρτα του δωματίου την έκλεινε με το σώμα του ο πεθερός μου. Μου φώναξε σιγανά:
- Πού πας; Το σπίτι είναι άσυλο. Δεν έχουν το δικαίωμα ν' ανέβουν...
Δε με άφηνε να βγω. Παλέψαμε, σχεδόν για να μ' αφήσει. Το ίδιο και στην εξώθυρα του σπιτιού, εγώ τούλεγα βιαστικά:
-- Ασε με να βγω! Εχω γυναίκα και παιδί! Δεν ξέρουν από άσυλο «αυτοί».
Βγήκα. Με σημάδευαν με τα όπλα τους.
-- Εγώ είμαι παιδιά, τι με θέλετε; τους φώναξα κατεβαίνοντας τη σκάλα.
-- Θα σε πάμε στον αρχηγό μας. Κάτι θέλει να σου «πει».
Με ψάξαν μήπως οπλοφορώ. Με βάλαν στη μέση. Προχωρούσαμε από τη μαΐστρα (το μονοπάτι) για τη δημοσιά Κυπαρισσίας - Φιλιατρών. Είχανε δυο φακούς εγγλέζικους και φώταγαν:
Ξαφνικά βλέπουμε ένα λαδοφάναρο. Κάποιος το κρατούσε κι ερχόταν από την Δημοσιά. Σταμάτησαν. Του φώναξαν:
-- Στάσου εκεί που είσαι.
-- Μην κουνηθείς.
-- Ποιος είσαι; Πού πας;
Στάθηκε. Τους φώναξε:
-- Δικός σας είμαι! Ελάτε να σας πω.
Τρέξαν προς το μέρος του με «προτεταμένα» τα όπλα. Αφησαν να με φυλάει ένα παιδάκι 15-16 χρονών με μια ιταλικιά «αραβίδα». Με σημάδευε. Φοβόταν. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς κρατούσε το όπλο. Ετσι νάκανα το αφόπλιζα. Μα σκέφτηκα τους δικούς μου που άφησα στο σπίτι. Μόλις έφτασαν το «λαδοφάναρο» άκουσα που τους φώναξε:
-- Μην τον πειράξετε! Είναι καλός άνθρωπος! Αφήστε τον! Αν δεν ήταν αυτός, θα είχαμε πολλούς σκοτωμούς στα Φιλιατρά.
-- Καλά. Ξέρουμε τι θα κάνουμε, γύρνα πίσω! πρόσταξαν
Το λαδοφάναρο έκανε μεταβολή και έφυγε πίσω. Ξαναγύρισαν. Προχωρήσαμε. Βγήκαμε στο Δημόσιο δρόμο προς τα Φιλιατρά.
Το λαδοφάναρο, βλέποντας πως δεν με άφησαν άρχισε να κινείται και πάλι προς τα εμάς. Το είδαν. Γύρισαν τα όπλα τους προς τα εκεί και πρόσταξαν άγρια:
-- Αλτ! 'Η γυρνάς τώρα πίσω ή σου ρίχνουμε! Κι έτσι υποχώρησε οριστικά το κλεφτοφάναρο!
Βαδίσαμε ενάμιση χιλιόμετρο σιωπηλοί. Στη στροφή του δρόμου προς το ποτάμι του Στόμιου τους ρώτησα :
-- Πού πάμε; Πού είναι ο αρχηγός σας;
-- Εδώ είναι! Φτάσαμε! Φώναξαν άγρια. Και αγριότερα ένας:
-- Λέγε. Τα έγγραφα που έφερες από την Αθήνα στα Φιλιατρά πού πήγες, πού τα έδωσες;
-- Ποια έγγραφα; Πρωτοχρονιά ήρθα να κάνω με τους δικούς μου. Στα Φιλιατρά μόνο τον πατέρα μου είδα για 2 λεφτά.
(Ο πατέρας μου ήτανε βασιλικός. Είχε πάρει στη Μάνη με τους φίλους του, τους «γκράδες» (όπλα) εναντίον του Βενιζέλου υπέρ του βασιλιά. Κι αυτό το ήξεραν. Αντί για άλλη απάντηση άρχισαν να με χτυπούν. Αλύπητα. Μου έσπασαν πάνω μου και τις δυο μαγκούρες που είχαν. Μόλις έσπασε και η δεύτερη μαγκούρα πάνω μου, αυτός που την κρατούσε λύσσαξε. Αρχισε να μου τρυπάει τα πλευρά με το σπασμένο κομμάτι της. Επεσα αιμόφυρτος κάτω. Τότε άκουσα να φωνάζει άγρια ένας:
-- Γ... το Χριστό σας, Γ... την Παναγία σας. Δεν είπαμε όχι στο κεφάλι ρεεε.
Αυτός που είχε σηκώσει το κοντάκι του όπλου του, για να μου ανοίξει στα δυο το κεφάλι, να με σκοτώσει, τότε με χτύπησε με όλη του τη δύναμη δυο φορές χιαστή, στην πλάτη.
Κάνοντάς μου ένα μεγάλο μαύρο Χ (επειδή ήτανε Χίτες), που το είχα για μήνες. Τόση ήταν η δύναμη του όπλου που με χτύπησε που η μια άκρη του κοντακίου χτύπησε κάτω και έσπασε το κοντάκι!! (Εκανα αιμόπτυση από το χτύπημα αυτό). Τότε έχασα τις αισθήσεις μου. Με άφησαν και έφυγαν. Αργότερα σκέφτηκα πως θα με είχανε σκοτώσει. Αλλά μέχρι τότε κτυπούσαν μόνο όλους όσους αντιστάθηκαν με κάθε τρόπο στον κατακτητή και τους συνεργάτες τους στην Κατοχή, γιατί δεν είχε έλθει ακόμα η «Βάρκιζα». Ο ΕΛΑΣ είχε ακόμα τα όπλα, και τον φοβόντουσαν. Μετά τη Βάρκιζα άρχισαν να σκοτώνουν αδιάκριτα κάθε Αντιστασιακό.
Συνήλθα απ' τα χτυπήματα μετά από ώρα. Γύρισα στο σπίτι περπατώντας κουτσά-στραβά πότε με τα δυο, πότε με τα τέσσερα. Το ένα παπούτσι μου το έχασα όταν με χτυπούσαν. Εψαξα σαν συνήλθα, αλλά δεν το βρήκα! Ετσι περπάταγα και ... μονοσάνδαλος !

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: «Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν»...


Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν στις αρχές του νέου έτους από το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Ο Παπαδιαμάντης διά χειρός Κόντογλου
«Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
Οπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»
(Οδυσσέας Ελύτης)

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν πριν λίγες μέρες από το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911, οπότε άφησε την τελευταία του πνοή, πάμπτωχος, ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του λαού μας, ο χαρακτηρισμένος και κοινά αποδεκτός ως «δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ως «κοσμοκαλόγερος» (σ.σ. όπως είχε αυτο-προσδιοριστεί σε παιδική απάντηση στη μητέρα του σύμφωνα με τον Γ. Βαλέτα) και «άγιος των γραμμάτων» παρουσιάζεται ο Παπαδιαμάντης, κυρίως λόγω του θρησκευτικού - εκκλησιαστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσε και το οποίο σαφώς επηρέασε το έργο αλλά και τη ζωή του. Αυτή όμως είναι μια μονόπλευρη προσέγγιση που η κυριαρχία της θα σήμαινε τον νοηματικό «ευνουχισμό» του έργου του και της προσφοράς του στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι μια προσέγγιση, δηλαδή, σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από την «προτροπή» του Ελύτη που παρατίθεται στην αρχή. Διότι, ανεξάρτητα ακόμα και από το τι θεωρεί ο ίδιος ο κάθε δημιουργός ότι «είναι» ο εαυτός του και το έργο του, η δυναμική αυτού του έργου στην «αντιπαράθεσή» του με το χρόνο και τις απερχόμενες εννοιολογικές και αισθητικές παραδόσεις - ακόμη και αυτές που εμφανίζονται ως «προοδευτικές» - είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία που προσδίδουν αντικειμενικότητα στην αξία του, όπως φυσικά και η προσφορά του στον πολιτισμικό πλούτο του λαού, η οποία δε γίνεται συνήθως αντιληπτή από τους συγχρόνους του.

Ο Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή
Για παράδειγμα, μια εμφανιζόμενη ως «προοδευτική» προσέγγιση στη λογοτεχνία που θα «φετιχοποιούσε» το κριτήριο της γλώσσας θα οδηγούνταν στην εντελώς αντιδραστική απόρριψη έργων όπως η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη και «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Τέτοιους αρνητές - «κυρίως φανατισμένους δημοτικιστές» τους χαρακτηρίζει ο Α. Μακρόπουλος στη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» - είχε και ο Παπαδιαμάντης. Οπως τον Π. Βλαστό που τον κατηγόρησε ότι έχει «χωριάτικο μυαλό, ψυχή στενή και μουδιασμένη (...) τα χέρια του πασπατεύουνε μα δε χουφτώνουν τη ζωή». Ο ίδιος έβρισε και τους υποστηρικτές του Παπαδιαμάντη «που θυμιατίζουνε στιχοπλόκους σαν τον Κάλβο και τον Καβάφη και πεζογράφους σαν τον ελεεινό Παπαδιαμάντη». Ο Δ. Π. Ταγκόπουλος έγραφε ότι ο Παπαδιαμάντης «κάθεται σε ψηλό καμπαναριό και καμαρώνει από μακρυά με το κανοκιάλι του τον κόσμο να αλληλοσπαράζεται», ενώ ο Κ. Χατζόπουλος θεωρούσε ότι «του λείπει η βαθύτητα στην παρατήρηση, η φαντασία, η δύναμη και η καλλιτεχνική συνείδηση».
  • «Εδημιούργησε εκεί που οι άλλοι μετέφραζαν»...
Ωστόσο, η προοδευτική διανόηση των λογοτεχνικών και κριτικών «γενιών» του μεσοπολέμου θα είναι αυτή που θα φωτίσει την πραγματική αξία του έργου του και που θα συμβάλει ουσιαστικά στο να καταστεί ο Παπαδιαμάντης ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της νεοελληνική λογοτεχνίας. Είναι εκείνοι που είδαν την κοινωνική διάσταση του έργου του (σ.σ. άραγε πόσα έργα εκείνης της εποχής, ακόμη και της σημερινής, τηρουμένων των αναλογιών, δείχνουν το μέγεθος του σκοταδισμού, της υποχώρησης της συλλογικής συνείδησης και της άθλιας κοινωνικής θέσης της γυναίκας και μάλιστα με τη συγκλονιστική λογοτεχνική μορφή της «Φόνισσας»;), αλλά και τη σημασία που αυτό είχε για τη «διάσωση» της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε μια εποχή που κυριαρχούσε η μετάφραση. Ο Παπαδιαμάντης «εδημιούργησε εκεί που οι άλλοι μετέφραζαν ή έκαναν μέτριες ή δουλικές απομιμήσεις παρμένες από ξένα έργα» έγραφε ο Φ. Μιχαλόπουλος, ενώ, ο Φ. Πολίτης εκτιμούσε ότι «μονάχα δύο ονόματα ξεχωρίζουν, γιατί τα δύο αυτά ονόματα είναι κόσμοι κλειστοί: Ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης. Η δημιουργική εργασία των δύο αυτών ποιητών είναι λυτρωμένη από το τυχαίο και από το επεισοδιακό. Βαίνει από συνολική σύλληψη ζωή». Ο δε Σεφέρης θεωρούσε ότι ο Μακρυγιάννης θα ήταν ο μεγαλύτερος νεοέλληνας πεζογράφος, «αν δεν υπήρχε ο Παπαδιαμάντης».

«Η φόνισσα», έργο του ζωγράφου Μίλτου Γκολέμαγια το εξώφυλλο του ομότιτλου βιβλίου του Παπαδιαμάντη, από τη «Σύγχρονη Εποχή»
Αλλά και ο άλλος μεγάλος των Γραμμάτων μας, ο Γιώργος Κοτζιούλας (σ.σ. που σε πολλά μοιάζει η βασανισμένη ζωή του με αυτήν του Παπαδιαμάντη) γράφει ποιητικά και «προφητικά»: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη/ ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει/ λουρί, γι' αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση/ μ' ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Οταν πάλι/ τού 'διναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,/ δεν τό 'παιρνε, γιατί δεν τό 'χε μαθημένο./ Φεύγοντας ύστερη φορά για τ' ακρογιάλι/ (πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)/ τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει/ τ' αγόρι τ' αδερφού του κάπου να το βάλει./ "Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω"/ κρυφοτρεμούλιαζε τ' αχείλι πικραμένο./ Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα/ κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;/ Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,/ δε σώνει το χαλκά να πιάσει τ' ουρανού».

Ο,τι και να εννοούσε, πάντως, με τον όρο «καλλιτεχνική συνείδηση» ο Κ. Χατζόπουλος είναι μάλλον αμφίβολο αν τη διέθεταν - κατά κοινή ομολογία - σημαντικοί δημιουργοί όπως ο - και αποκαλούμενος «πατέρας της κρητικής λογοτεχνίας» - Στέφανος Σαχλίκης που έκανε παρέα με πόρνες, τζογαδόρους και πειρατές στα καπηλειά του Ηρακλείου του 14ου αιώνα, ή ο Φρανσουά Βιγιόν που έναν αιώνα μετά άφηνε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία... την ίδια ώρα που λήστευε ή σκότωνε πάνω σε καβγάδες, ή ακόμη και ο μέγιστος Χαλεπάς, αλλά και ο Θεόφιλος, για εντελώς διαφορετικούς λόγους φυσικά. Για να μην πάμε και στη... γνώμη που φαίνεται ότι είχε ο Ρεμπώ για την «καλλιτεχνία» και τη «συνείδησή» της, όταν 19 ετών αποφασίζει να μην ξαναγράψει ούτε μισή λογοτεχνική λέξη και να επιλέξει το δρόμο των τυχοδιωκτών στην Αιθιοπία, ή στη γνώμη του Μαγιακόφσκι για τους ατάλαντους σύγχρονούς του πραγματικά στιχοπλόκους που νόμιζαν ότι προσέφεραν έργο στην Επανάσταση, επειδή «κατάφερναν» να κάνουν ομοιοκαταληξία με τον «κομσομόλο που χτίζει το μόλο»...

Στην περίπτωση μάλιστα του Παπαδιαμάντη έχουμε μια συνειδητή, εκ μέρους του, απαξίωση και «αποκαθήλωση» της «καλλιτεχνικής συνείδησης», δηλαδή της συνειδητοποίησης, από τον δημιουργό... της «καλλιτεχνίας» του έργου του. Διότι ο Παπαδιαμάντης ήταν διανοούμενος και είχε συνείδηση αυτής του της ιδιότητας. Αλλά αρνήθηκε να την «εξαργυρώσει» - κυριολεκτικά και ηθικά - στο αστικό «πολιτιστικό» «χρηματιστήριο» των σαλονιών της εποχής, επιλέγοντας τον δύσκολο, αλλά σαφώς ουσιαστικό δρόμο της πραγματικής πνευματικής προσφοράς στο λαό του. Ο Ι. Κονδυλάκης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι τα έργα του Παπαδιαμάντη ποτέ δεν τυπώθηκαν με τη μορφή βιβλίου όσο ζούσε διότι «(...) δεν τα έγραφε διά να κατασκευάζει βιβλία αλλά διά να τα γράφη, διά να δίδη μορφήν εις τα όνειρά του. Και ήτον αρκετόν ότι εδημοσιεύοντο εις εφημερίδας και περιοδικά».

Αυτή η στάση δεν τεκμηριώνεται μόνο από το ότι, για παράδειγμα, δεν θέλησε να παραστεί στην εκδήλωση του «Παρνασσού» το 1908 για τα 25 χρόνια της δημιουργικής του παρουσίας, αλλά από το σύνολο της ζωής και του έργου του, «ψηφίδες» των οποίων δημοσιεύονται σήμερα σαν μια ελάχιστη αναφορά στην επέτειο.

Στο γνωστό, σύντομο βιογραφικό του σημείωμα ο ίδιος αναφέρει: «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.

Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη "Η Μετανάστις" έργον μου εις τον "Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως". Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν "Σωτήρα". Τω 1882 εδημοσιεύθη "Οι έμποροι των Εθνών" εις το "Μη χάνεσαι". Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
  • Στο επίκεντρο ο λαϊκός άνθρωπος
Ας συμπληρώσουμε τα «ενδιάμεσα». Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ. Η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. Ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές. Ο Αλέξανδρος βιώνει εξ απαλών ονύχων τη στέρηση, τη ζωή του χωριού και το εκκλησιαστικό τυπικό. Η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. Δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.

Για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Δουλεύει μεταφραστής στην «Εφημερίδα» του Δ. Κορομηλά και στο «Μη Χάνεσαι» του Βλ. Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον πάρει μαζί του και στην «Ακρόπολη» πάλι σαν μεταφραστή. Ο Γαβριηλίδης είναι αυτός που θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. Η «Ακρόπολη» θα δημοσιεύσει σε συνέχειες το μυθιστορήμά του «Η Γυφτοπούλα» (1884). Η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του. Το 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ».

Ακολουθούν τα ιστορικά - ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «Η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». Το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.

Παρ' όλ' αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».

Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «Η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία. Δεν θα μείνει όμως εκεί. Με την πένα του θα στηλιτεύσει τα αστικά «ήθη» με έναν τρόπο που παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρος: «(...) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα». Και όλα αυτά μέσα από ένα ακατέργαστο μεν αλλά σαφές ταξικό ένστικτο: «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (...)». Ενώ στο διήγημα «Βενέτικα» αναφέρεται σαφώς σε έναν από τους τρόπους δημιουργίας και συσσώρευσης κεφαλαίου: «(...) Για ν' αποκτήσει κανείς γρόσια (...) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».

Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(...) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογίας διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (...)».

Είτε στην Αθήνα είτε στο νησί οι παρέες του είναι άνθρωποι του μόχθου. Η γλώσσα τους είναι η γλώσσα του ακόμη κι αν για άλλους λόγους - που δεν είναι του παρόντος - δεν την γράφει. Οταν η λογοτεχνική Αθήνα «γράφει» την εποποιία των καλλιτεχνικών καφενείων και των λογοτεχνικών σαλονιών, ο Παπαδιαμάντης συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και ψέλνει στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Στου Καχριμάνη, όπως αναφέρει ο Γιώργος Βαλέτας, ο Παπαδιαμάντης βρίσκει καλό κρασί, ανεπητίδευτη λαϊκή παρέα... και πίστωση από τον ιδιοκτήτη, τον κυρ-Δημήτρη. Ο οποίος σεβόταν τον λογοτέχνη πολύ και, εκτός από ευκολία στην πληρωμή, του είχε πάντα φυλαγμένο και φαγητό, εκτός από τις Τετάρτες και τις Παρασκευές που νήστευε. Τότε έτρωγε λαδερά από το γειτονικό μαγέρικο. Στο μπακάλικο του Καχριμάνη ο Παπαδιαμάντης θα περάσει δυο δεκαετίες στοχασμού, παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δημιουργίας.

Ακόμη και τις εποχές που έρχονται κάποια αξιοπρεπή χρήματα στα χέρια του από τις συνεργασίες του σε εφημερίδες και αφού ξεχρεώσει κάποια από τα προηγούμενα χρέη του, πάλι δεν θα φυλάξει δεκάρα, ενώ θα βοηθήσει και κόσμο φτωχότερο από εκείνον. Για το πώς εργαζόταν ο Παπαδιαμάντης στον Τύπο μάς μεταφέρεται πάλι από τον Βαλέτα που παραθέτει μια συνομιλία του Π. Νιρβάνα με τον λογοτέχνη, όταν ο Παπαδιαμάντης δούλευε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη» το 1892. Ηταν μια εποχή που πληρωνόταν μεν καλύτερα, αλλά που... ξεχνούσε πώς είναι το φως του ήλιου, αφού εργαζόταν συνεχώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, μεταφράζοντας κομμάτια από αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες, ασταμάτητα και τις Κυριακές («σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα, μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις (...)»): «Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε. - Αφησέ με, του απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Εχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει» (Γιώργος Βαλέτας «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις «ΓΙΟΒΑΝΗ»).

Μόλις το 1906, ο Βλαχογιάννης θα τον πάει στο καφενείο της Δεξαμενής (σ.σ. ένα από τα πλέον θρυλικά λογοτεχνικά στέκια με θαμώνες δημιουργούς όπως ο Βάρναλης και πολλούς άλλους) όπου τον φωτογραφίζει ο Νιρβάνας στην πασίγνωστη «ασκητική» φωτογραφία του. Παράλληλα, μεταφράζει - κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά - Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ.ά.
Το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. Το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. Στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του... τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»: «(...) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου (...)»...

Κύριες πηγές:
1. «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια»
2. «Βιογραφικό Λεξικό»

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 9 Γενάρη 2011

Την επανέκδοση των έργων του Νίκου Καζαντζάκη προωθεί το υπουργείο Πολιτισμού

Σύσταση Εθνικής Επιτροπής
Ο Καζαντζάκης στην Αίγινα το 1933
Ο Καζαντζάκης στην Αίγινα το 1933   (Φωτογραφία:  ΑΠΕ )
Στη σύσταση δωδεκαμελούς Εθνικής Επιτροπής με στόχο την προώθηση της επανέκδοσης των έργων του Νίκου Καζαντζάκη προχώρησε το Υπουργείο Πολιτισμού, με απόφαση της Γενικής Γραμματέως, Λίνας Μενδώνη.

Η Επιτροπή θα συνεργάζεται με τις εκδόσεις Καζαντζάκη-Πάτροκλος Σταύρου, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, το Ίδρυμα «Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη», το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, τη Διεθνή Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη και ενδεχομένως και με άλλους φορείς. Το έργο της Επιτροπής θα συντονίζεται από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, σε συνεργασία με το Ίδρυμα «Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη» και τη Διεθνή Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη.

Σημειώνεται ότι η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, με έδρα τη Γενεύη, είχε αναλάβει εκστρατεία για το θέμα, συγκεντρώνοντας 4.008 υπογραφές προσωπικοτήτων των Γραμμάτων, των Τεχνών, της Πολιτικής και συλλογικών φορέων, από 92 χώρες στις πέντε ηπείρους, που υπέγραψαν την ανοιχτή επιστολή της Εταιρείας προς την Ελληνική Πολιτεία. Ο πλήρης και οριστικός κατάλογος είχε αποσταλεί στο γραφείο του πρωθυπουργού, στα μέσα Ιουνίου 2009.

Την ικανοποίησή του για την απόφαση αυτή του Υπουργείου Πολιτισμού, εκφράζει από τη Γενεύη, ο πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν Καζαντζάκη, πρεσβευτής Ελληνισμού, Γιώργος Στασινάκης, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, με συναίσθηση της ευθύνης τους, θα συμβάλουν σε μία θετική και ταχεία λύση του προβλήματος.

Πρώτο μέλημα της Επιτροπής, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, θα είναι η επανέκδοση των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, με ερμηνευτικά σχόλια και σημειώσεις από έγκυρους μελετητές και με τυπογραφική εμφάνιση που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αισθητικές απαιτήσεις. Παράλληλα, η Επιτροπή θα συγκεντρώσει όλα τα ανέκδοτα χειρόγραφα (ημερολόγια, επιστολογραφία κλπ.), αναζητώντας τα όπου και αν βρίσκονται, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σε χέρια ιδρυμάτων ή ιδιωτών. Επίσης, όλα τα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε περιοδικά, επιθεωρήσεις, εφημερίδες κλπ.

Αφού ολοκληρωθεί το έργο της συγκέντρωσης, τα κείμενα θα εκδοθούν σε ενιαίους τόμους, συνοδευόμενα από ερμηνευτικά σχόλια και σημειώσεις ειδικών μελετητών. Όσο για τις μεταφράσεις, όπου είναι αναγκαίο, θα πρέπει να γίνουν εξ’ αρχής στις κυριότερες ξένες γλώσσες από ειδικούς και έμπειρους μεταφραστές. Οι μεταφραστές θα πλαισιώνονται από εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού.

Το κόστος των εκδόσεων στα ελληνικά αναλαμβάνουν οι εκδοτικοί οίκοι. Για τις μεταφράσεις, η Επιτροπή θα διερευνήσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού. Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι με τις νέες αυτές εκδόσεις ή επανεκδόσεις δεν θίγονται στο ελάχιστο τα πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στους νόμιμους δικαιούχους.

Οι εργασίες τής Επιτροπής, στην οποία συμμετέχουν καθηγητές πανεπιστημίων και διακριμένες προσωπικότητες, θα διαρκέσουν μέχρι την ολοκλήρωση του έργου της. [Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ]
Σχετικά άρθρα


Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Οταν ο Νόρμαν Μέιλερ γύριζε ταινίες

* Ρετροσπεκτίβα του έργου του στο Μανχάταν

Και τι δεν είναι ο Νόρμαν Μέιλερ. Συγγραφέας -βραβευμένος δύο φορές με Πούλιτζερ- δημοσιογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης αβανγκάρντ ταινιών. Και μπορεί οι ταινίες του να λειτούργησαν συμπληρωματικά στη συγγραφική του δραστηριότητα -το τελευταίο του μυθιστόρημα «Το κάστρο στο δάσος», μόλις κυκλοφόρησε από τον «Καστανιώτη»-, αλλά έχουν ενδιαφέρον. Αυτή την εποχή, τρία πολιτιστικά κέντρα του Μανχάταν φιλοξενούν μια ρετροσπεκτίβα του κινηματογραφικού έργου του 84χρονου Μέιλερ («The Mistress and the Muse: The Films of Norman Mailer»).

Ο Μέιλερ ως Νόρμαν Τ. Κίνγκσλεϊ σε μια σκηνή του «Maidstone» (1971)
Ανάμεσα στις ταινίες ξεχωρίζουν τέσσερις μεσαίου μήκους: «Wild 90» (1967), «Beyond the Law» (1968), «Οι σκληροί δεν χορεύουν» με τον Ράιαν Ο' Νιλ, που στηρίχτηκε στο ομώνυμο βιβλίο του και είναι η μόνη στην οποία δεν παίζει ο ίδιος, αλλά και η πιο εμπορική. Και, φυσικά, η «Maidstone» (1971), με ήρωα τον φοβερό Νόρμαν Τ. Κίνγκσλεϊ, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος. Η ταινία αυτή, όπως έχει γραφτεί, είναι ένας «φόρος τιμής στη μνημειώδη εγωπάθειά του».

Για πολλούς ο ήρωας της ταινίας ήταν το alter ego του συγγραφέα. Η επιλογή του ονόματος δεν έγινε τυχαία. Κίνγκσλεϊ είναι το μεσαίο όνομα του Μέιλερ. «Καλλιτέχνης, φυγόδικος, πορνογράφος και άγιος, ο Νόρμαν Κίνγκσλεϊ έζησε σε έναν συνεχές κίνδυνο δολοφονίας», διαβάζουμε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». «Στον Νόρμαν Κίνγκσλεϊ αποτυπώνονται οι βίαιες αντιφάσεις της εποχής και του τόπου».

Ο Μέιλερ, που ως γνωστόν έχει συμμετάσχει ως ηθοποιός και σε ταινίες άλλων (όπως το «Ragtime» του Μίλος Φόρμαν και το «Βασιλιάς Λιρ» του Γκοντάρ), στις δικές του φτάνει τον ερμηνευτικό του ζήλο στα άκρα. Στο «Wild 90» παίζει έναν γκάνγκστερ που μιλάει με προφορά ιρλανδο-ιταλο-αφρικανική, όταν δεν είναι πεσμένος στα γόνατα γαβγίζοντας σε ένα γερμανικό τσοπανόσκυλο. Στο «Beyond the Law» είναι ένας ντετέκτιβ που συνδυάζει με άνεση ευαισθησία και μισογυνισμό.

Το ίδιο ακραίες είναι και οι σκηνοθετικές του επιδόσεις. Οι ταινίες του, επηρεασμένες από τον Γουόρχολ, ίσως επειδή ο Μέιλερ πειραματίζεται με πάθος, κάθε άλλο παρά αριστουργήματα είναι. Το έχει πει και ο ίδιος: «Ηξερα πάντα ότι ένα πράγμα ήθελα να γίνω. Συγγραφέας». Αλλά τις τέσσερις παραπάνω, όπως γράφουν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», «αξίζει να τις δει κανείς γιατί φωτίζουν τις ιδέες και τις φιλοδοξίες που τροφοδότησαν τα γραπτά του Μέιλερ από το '60 μέχρι το '70, την πιο άγρια, πιο δημιουργική και πιο εριστική περίοδο μιας καριέρας που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ήρεμη ή εύκολη να την καταλάβει κανείς».

Οταν είχε κατεβεί υποψήφιος για δήμαρχος Ν. Υόρκης
Είναι η εποχή που η πρόζα του περνάει σε δεύτερη μοίρα και όλο του το εγώ απορροφάται από τις ταινίες του και το κυνήγι της δημοσιότητας. Αγνοώντας τη φήμη που απέκτησε με το πρώτο του βιβλίο («Οι γυμνοί και οι νεκροί»), επιδιώκει να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο, φτάνοντας στα όρια του εξευτελισμού. Είναι γνωστό το «μαλλιοτράβηγμά» του με τον Γκορ Βιντάλ σε τηλεοπτική εκπομπή, τα αισχρόλογα που εκτόξευσε εναντίον της Ζερμέν Γκριρ στο δημαρχείο του Μανχάταν το 1971, τότε που κατέβηκε στις εκλογές διεκδικώντας τη δημαρχία της Ν. Υόρκης.

Η ρετροσπεκτίβα δεν περιορίζεται στα δικά του έργα. Περιλαμβάνει ταινίες για τον ίδιο, όπως το «Gambler» του Κάρελ Ράιτς, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικά σόου στα οποία συμμετείχε και μίνι σειρές που στηρίχτηκαν στο βιβλίο του «Το τραγούδι του εκτελεστή».


(ΕΠΙΜ: Χ.Ι. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ)
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24/07/2007

Νόρμαν Μέιλερ “Περί Θεού”: Kριτική αποτίμηση

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη χώρα μας σε μετάφραση το κύκνειο άσμα του γνωστού αμερικανού συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ. Τίτλος του “Περί Θεού”. Περιλαμβάνει εκτεταμένες συζητήσεις του συγγραφέα με τον ηθοποιό Μάικλ Λένον. Δεν προκαλεί εντύπωση που ένας πρώην “άθεος” θέλει να δώσει απαντήσεις στο περί Θεού ερώτημα. Εξάλλου τα μυθιστορήματα του Μέιλερ κατά καιρούς περιείχαν τις θεολογικές του θέσεις.
Διαβάζοντας το “Περί Θεού” δεν θα μπορούσα να μη διαφωνήσω σε αρκετά σημεία του έργου:
1. Πρώτο σημείο διαφωνίας είναι η προσπάθεια εκ μέρους του Ν.Μ.  να αναδείξει το νεογνωστικισμό ως απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα των καιρών μας. Φαίνεται καθαρά η ατομοκεντρική οπτική του. Υιοθετεί το γνωστικισμό ως όχημα για την καταξίωση του “εγώ”. Έτσι φτάνει σε απαράδεκτες “ισαριθμίες”. Δεν θεωρεί το Θεό παντοδύναμο, ούτε και πανάγαθο (η ιδέα αυτή βέβαια δεν είναι καινούργια: ας θυμηθούμε τον Μπερξόν και κυρίως τον Καζαντζάκη). Από την άλλη πλευρά, τη θεολογική του αντίληψη διακατέχει η επί ίσοις όροις πάλη Θεού και διαβόλου. Δεν θεωρεί το Θεό τέλειο. Απλά τον δέχεται σαν καλλιτέχνη (θυμίζει στο σημείο αυτό τον Πλάτωνα), που όμως “κάνει λάθη”.
2. Ο χριστιανισμός που γνωρίζει ο Ν.Μ. είναι ένας δυτικότροπος και σχολαστικός χριστιανισμός. Αγνοεί την ορθοδοξία, αν και σχεδόν την επικαλείται κάνοντας λόγο για θεολογία “της απουσίας”. Ωστόσο η αποφατική θεολογία ως θεολογικός δρόμος είναι γνωστή στην ορθόδοξη παράδοση ήδη από την εποχή των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων. Αν  ο Ν.Μ. την αγνοεί, είναι μια άλλη ιστορία. Κανείς  άνθρωπος δεν είναι παντογνώστης. Πολλοί πάντως μπερδεύουν τον αυθεντικό χριστιανισμό με τις ποικίλες παραφθορές του. Πολλώ μάλλον άνθρωποι σαν τον Μέιλερ, που τον έχουν γνωρίσει μόνο στη δυτικότροπη εκδοχή του: καθολική ή προτεσταντική το πολύ. Δικαίως λοιπόν ασκεί σε πολλά σημεία κριτική, αλλά δυστυχώς φαίνεται ν' αγνοεί ότι υπάρχει και “κάτι άλλο”, παρά τη “μειοψηφικότητα” του.
3. Η αναγνώριση εκ μέρους του Ν.Μ. της “ανωτερότητας του ιουδαϊσμού” μόνο σε προβληματισμό  μπορεί να μας οδηγήσει. Δεν διαφωνεί κανείς πως η συμβολή του ιουδαϊσμού στο μονοθεϊσμό είναι καταλυτικής φύσης. Ωστόσο ο ιουδαϊσμός στην εξέλιξή του προσέλαβε και πολύ “τυπολατρία” και ακόμα περισσότερο “νομικισμό”, αλλά και άλλα αρνητικά στοιχεία που έκαναν το νεαρό Μάρξ να γράψει ένα λίβελλο εναντίον του (το γνωστό μας “Εβραϊκό Ζήτημα”). Προσέτι δεν είναι δυνατόν η Παλαιά Διαθήκη με τις σκληρές περιγραφές της να θεωρείται “ανώτερο” κείμενο από την “ψεύτικη”(!!!), κατά τον Ν.Μ., Καινή Διαθήκη. Για μας φυσικά δεν τίθεται θέμα ανωτερότητας αλλά αλληλοσυμπλήρωσης των δυο Διαθηκών. Κατανοητή καθίσταται ωστόσο η στάση του συγγραφέα, δοθέντος ότι ανετράφη σε ιουδαϊκό περιβάλλον. Μπορεί να βαριόταν στη συναγωγή, όπως αναφέρει σε κάποια συνέντευξή του, αλλά αλλού λέει για την ευσέβεια της οικογένειάς του και κυρίως του πατέρα του, που  διατέλεσε και ραββίνος. Κατά συνέπεια δεν μπορεί στο σημείο αυτό να θεωρηθεί αντικειμενικός (αν νομιμοποιούμαστε βέβαια να κάνουμε λόγο για αντικειμενικότητα σε θέματα πίστεως και πεποιθήσεων γενικότερα˙  πρόκειται για την κλασική κατάφαση στην αλήθεια όλων όσων θρησκεύουν˙ δεν λένε απλά ότι μετέχουν στην  αλήθεια, αλλά ότι κατέχουν όλη την αλήθεια). Από  την  άλλη το θετικό είναι ότι τοποθετείται αρνητικά και έναντι του μηδενισμού και της “αθεΐας”.
4. Η απαξίωση της αγιότητας, με κυνικό μάλιστα τρόπο, από τον Ν.Μ. μας βάζει σε πολλές σκέψεις. Δέχεται την αγιότητα σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, αλλά και εκεί οι απόψεις του είναι συγκεχυμένες. Η ειρωνική διατύπωση του ερωτήματος “πού πάνε οι άγιοι” προκαλεί θυμηδία και η κριτική του στην αυθαίρετη δυτικότροπη αντίληψη περί “περίσσειας” στις αξιομισθίες των αγίων δεν αφορά τον ορθόδοξο χριστιανισμό, που απορρίπτει ως αιρετική αυτή τη θέση. Όλα αυτά δείχνουν τουλάχιστον άγνοια της αυθεντικής διάστασης της αγιότητας. Αλλά και τα σημεία, όπου φαίνεται ν' αναγνωρίζει πτυχές της αγιότητας, τα συνοδεύει με αφορισμούς περί “παθητικότητας” και αδυναμίας προσπαθώντας να επαναφέρει στην επικαιρότητα τη βιταλιστική αθεΐα του Νίτσε ή έστω τις βασικές πτυχές της διδασκαλίας του Νίτσε περί “υπερανθρώπου”.
5. Στο ζήτημα της θεοδικίας δίνει διάφορες διαστάσεις. Ωστόσο φαίνεται ν' απεχθάνεται μετά βδελυγμίας την άποψη για το “μυστήριο του Θεού” και τις “άγνωστες βουλές του Κυρίου”, που “βολεύουν τους παπάδες” αλλά δεν δίνουν απαντήσεις. Προβάλλει διάφορες άλλες απαντήσεις στο πρόβλημα της θεοδικίας, που ποτέ δεν προβλήθηκαν ούτε υιοθετήθηκαν από την ορθόδοξη πατερική θεολογία και παράδοση και καμία σχέση δεν έχουν με το πνεύμα του αυθεντικού χριστιανισμού.
6. Η αποδοχή της θεωρίας της μετενσάρκωσης, ως απάντησης για το τι γίνεται μετά θάνατον, σαφώς και δεν ικανοποιεί σχεδόν κανένα σοβαρά προβληματιζόμενο για τα πνευματικά ζητήματα.   
Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα σημεία διαφωνίας, αλλά κρίνουμε σκόπιμο να μην τον “διαφημίσουμε” άλλο. Στα υπαρξιακά ερωτήματα δεν υπάρχει μόνο μια απάντηση. Άλλο αν ο Ν.Μ. κατηγορεί την εκκλησία για “κατασκευή απαντήσεων”. Εξάλλου η αποφατική θεολογία δεν εξαντλεί την αλήθεια στη διατύπωση της αλλά αναδεικνύει το άρρητο, το “άκτιστο”. Δεν πρόκειται για μια δυτικότροπη “θεολογία των αρνήσεων”, αλλά για κατάφαση στο ακατάληπτο του Θεού, στο μεγαλείο του μυστηρίου Του. Κοντολογίς είναι η διάκριση μεταξύ του “τι” της αληθείας και του “ΤΙΣ έστιν η  Αλήθεια”, που οφείλουμε στη σοφία του γέροντος Σωφρονίου του Essex.

Εργα του Νόρμαν Μέιλερ στα ελληνικά



  • Το κάστρο στο δάσος : μυθιστόρημα. Καστανιώτης, 2007
  • Ο αγώνας : αφήγημα. Καστανιώτης, 2006
  • Η μάγισσα τέχνη : σκέψεις. Καστανιώτης, 2004
  • Γιατί κάνουμε αυτόν τον πόλεμο; Ωκεανίδα, 2003
  • Οι στρατιές της νύχτας : αφήγημα. Καστανιώτης, 2003
  • Αρχαία δειλινά : μυθιστόρημα. Εκδόσεις Λιβάνη, 2003
  • Το χρονικό της εποχής μας. Καστανιώτης, 2002
  • Οι γυμνοί και οι νεκροί : μυθιστόρημα. Καστανιώτης, 2001
  • Το Κατά Υιόν Ευαγγέλιον : μυθιστόρημα. Εκδόσεις Λιβάνη, 1997
  • Το φάντασμα της πόρνης. Εκδόσεις Λιβάνη, 1994
  • Το πάρκο των ελαφιών : μυθιστόρημα. Πλέθρον, 1988
  • Ενα αμερικανικό όνειρο : μυθιστόρημα. Πλέθρον, 1988
  • Οι σκληροί δεν χορεύουν : μυθιστόρημα. Νεφέλη, 1988
  • Ο απεσταλμένος ενός μανιακού. Ελεύθερος Τύπος, 1984
  • Οι ακτές της Μπαρμπαριάς : μυθιστόρημα. Πάπυρος, 1975
  • Μαίριλυν : μια βιογραφία. Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1973
  • Μια φωτιά στο φεγγάρι. Πάπυρος, 1971
  • Το όραμα της ηδονής. Πάπυρος, 1971
  • Οι γυμνοί και οι νεκροί
    Μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2009
    σελ. 800
    Tο μυθιστόρημα Oι γυμνοί και οι νεκροί περιγράφει την ιστορία μιας διμοιρίας νεαρών Aμερικανών στρατιωτών καθώς διασχίζουν το κατεχόμενο από τους Iάπωνες νησί Aνοπόπεϊ. Παγιδευμένοι μέσα στη σύγχυση μιας σώμα με σώμα μάχης και απειλούμενοι συνεχώς από ελεύθερους σκοπευτές, οδηγούνται στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Mε μοναδικό τους εφόδιο την επιθυμία να επιζήσουν, και με κάποια αμυδρά όνειρα για το μέλλον, ο ένας μετά τον άλλο βλέπει τις μύχιες ελπίδες και τους βαθύτερους φόβους του να αποκαλύπτονται κάτω από την ανελέητη ένταση της μάχης. Eίκοσι χρόνων και κάτι, ο Mέιλερ παίρνει μέρος στο B' Παγκόσμιο Πόλεμο πολεμώντας στον Eιρηνικό. Oι γυμνοί και οι νεκροί, αυτό το συγκλονιστικό αριστούργημα εφιαλτικού ρεαλισμού, κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου κι έκανε αμέσως διάσημο τον Mέιλερ σε όλο τον κόσμο.
    Θάνατοι για τις κυρίες (και άλλες καταστροφές)
    Μετάφραση: Κλεοπάτρα Λυμπέρη
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2008
    σελ. 128
    Πρόκειται για τη μοναδική συλλογή ποιημάτων του Νόρμαν Μέιλερ, η οποία κυκλοφόρησε σε ολοκληρωμένη μορφή το 1962. Προκλητικά, με ιδιαίτερη έμφαση στη φόρμα, τα ποιήματα αυτά δίνουν μια άλλη διάσταση της προσωπικότητας του μεγάλου αυτού συγγραφέα.
    Περί Θεού
    Μια ασυνήθιστη συζήτηση με τον Μάικλ Λένον
    Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2008
    σελ. 272
    O Nόρμαν Mέιλερ στο τελευταίο βιβλίο του, το οποίο ολοκλήρωσε λίγο πριν από το θάνατό του, αποκαλύπτει τη θεωρία του για τη φύση του Θεού. Σε τούτες τις συζητήσεις που διεξήχθησαν σε διάστημα τριών χρόνων, με το φίλο και συνεργάτη του, Μάικλ Λένον, ο συγγραφέας εμφανίζεται πιο άμεσος, σκανδαλιστικός και προκλητικός παρά ποτέ. «Νομίζω», λέει ο Μέιλερ, «ότι η ευλάβεια λειτουργεί καταπιεστικά. Κάνει την ελεύθερη σκέψη να ασφυκτιά». Θεμελιώνει το προσωπικό του σύστημα ιδεών, απορρίπτοντας την οργανωμένη θρησκεία αλλά και τον αθεϊσμό. Επιμένει στην οπτική ενός κόσμου που δημιουργήθηκε από έναν Θεό καλλιτέχνη ο οποίος άλλοτε πετυχαίνει στις επιδιώξεις του και άλλοτε αποτυχαίνει, εξαιτίας των σθεναρών αντιστάσεων που δέχεται από αντίπαλες δυνάμεις του σύμπαντος. Σ' εμάς, βέβαια, δίδεται η ελευθερία -μαζί και η ευθύνη- να επιλέγουμε μόνοι ποιο δρόμο θα ακολουθήσουμε. Και ο Μέιλερ πιστεύει πως η ατομική μας συμπεριφορά -ένα μόνιμο, περίπλοκο μείγμα καλού και κακού- θα ανταμειφθεί ή θα τιμωρηθεί με μια μετενσάρκωση ανάλογη της ζωής που ζήσαμε.
    Το κάστρο στο δάσος
    Μυθιστόρημα
    Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2007
    σελ. 528
    O αφηγητής, που ακούει στο όνομα Ντίτερ, ένας αινιγματικός άνδρας των SS, ερευνά το παρελθόν του Αδόλφου Χίτλερ, μετά από εντολή του Χάινριχ Χίμλερ. Είναι όμως τελικά τα πράγματα έτσι όπως φαίνονται; Τι κρύβεται πίσω από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ντίτερ για τον μικρό Αδόλφο; Είναι πράγματι ο Χίμλερ αυτός που κινεί τα νήματα της έρευνας ή μήπως κάποια υπέρτατη σκοτεινή δύναμη; Και ποιο τρομερό μυστικό κρύβει η σχέση των γονιών του Χίτλερ; Το Κάστρο στο δάσος, το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα του Νόρμαν Μέιλερ μετά από χρόνια, είναι ένα ψηφιδωτό από αξέχαστους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, πλούσιο σε ανατροπές και εκπλήξεις, που έχει στο κέντρο της θεματικής του μια εντυπωσιακή απεικόνιση της μάχης του καλού με το κακό. O Χίτλερ του Μέιλερ δεν είναι αυτός που όλοι γνωρίζουμε αλλά κάτι το πολύ πιο μυστηριώδες και σατανικό. Η κριτική συμφωνεί ότι πρόκειται για το πιο ολοκληρωμένο και φιλόδοξο ίσως λογοτεχνικό εγχείρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα.
    Ο αγώνας
    Αφήγημα
    Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2006
    σελ. 256
    Το 1975 στην Κινσάσα του Ζαΐρ, στην καρδιά της Αφρικής, δύο Αφρο-Αμερικανοί πυγμάχοι πληρώθηκαν 5.000.000 δολάρια ο καθένας για να αγωνιστούν με έπαθλο τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. O ένας ήταν ο Μοχάμετ Αλί, ο γερασμένος αλλά ορμητικός «προφέσορας της πυγμαχίας», ορκισμένος να ανακτήσει τον χαμένο του τίτλο. O άλλος ήταν ο Τζορτζ Φόρμαν, λιγομίλητος και με χέρια-εργαλείο που τα κρατούσε στις τσέπες όπως ακριβώς «ο κυνηγός που βάζει πάντα το τουφέκι πίσω στη βελούδινη θήκη του». Σχολιαστής είναι ο Νόρμαν Μέιλερ, που η αντίληψή του για τις προσποιήσεις και τα στρατηγήματα της τιτάνιας αυτής μάχης, καθώς και η ευαισθησία του για τον βαθύτερο συμβολισμό τους, κάνουν αυτό το βιβλίο ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας του κόσμου των αθλημάτων. Είτε αναλύοντας τις κινήσεις των πυγμάχων, είτε ερμηνεύοντας τους χαρακτήρες τους, είτε σταθμίζοντας τις ανταγωνιστικές δηλώσεις τους περί Αφρικής και Αμερικής, ο Μέιλερ παραμένει ένας οξυδερκής, τολμηρός συγγραφέας που ξαναδίνει στην έννοια του ηρωισμού τη χαμένη της λάμψη.
    Η μάγισα τέχνη
    Σκέψεις
    Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2004
    σελ. 448
    Ένας πολύ νεαρός συγγραφέας κάθεται σε ένα παγκάκι με το κορίτσι του. Τη φιλά. Είναι δεκαεφτά ετών. Ποτέ άλλοτε δεν αντάλλαξε τέτοιο φιλί. Αργότερα την ίδια νύχτα, προσπαθεί να συλλάβει το συμβάν. Γράφει: «Σ' αγαπώ», είπε εκείνος. «Σ' αγαπώ», είπε εκείνη. Σταματά, αφήνει κάτω το στιλό του και λέει: «Είμαι μεγάλος συγγραφέας!» Oρισμένες φορές πρέπει να περιμένεις. Στη Μάγισσα τέχνη, ο Νόρμαν Μέιλερ μιλά, με τη χαρακτηριστική του ευθύτητα, για τις ανταμοιβές και τις δοκιμασίες της ζωής των συγγραφέων και συστήνει εργαλεία πλοήγησής της. Απευθυνόμενος με ύφος συνομιλητικό στον αναγνώστη, συλλογίζεται το έργο των συναδέλφων του, ζώντων και μη - Τουέιν, Μέλβιλ, Φώκνερ, Χέμινγουεϊ, Απνταϊκ, Ντιντιόν, Μπέλοου, Στάιρον, Μπέκετ και πληθώρα άλλων. Στη Μάγισσα τέχνη, ο Μέιλερ αιχμαλωτίζει την ανείπωτη οδύνη και την ευδαιμονία της καθημερινότητας του συγγραφέα, ενώ χαράζει ένα καθαρό μονοπάτι για να ακολουθήσουν άλλοι συγγραφείς, διατηρώντας το σεβασμό του για το θεμελιώδες μυστήριο και τη δύναμη της συγγραφικής τέχνης.
    Οι στρατιές της νύχτας
    Μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2003
    σελ. 384
    Oυάσιγκτον, 21 Oκτωβρίου 1967. Μια θάλασσα διαδηλωτών, που άλλοι υπολογίζουν σε 20.000 και άλλοι σε 200.000 (ανάλογα με την εφημερίδα που διαβάζουν), αξιώνουν τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ, ενώ στα σκαλιά του Πενταγώνου τούς περιμένουν με άγριες διαθέσεις ομοσπονδιακοί αστυνομικοί και ένοπλοι στρατιώτες. Ανάμεσα στους διαδηλωτές και ένας συγγραφέας, που ονομάζεται Νόρμαν Μέιλερ. Η ιδιόμορφη συμμετοχή του στη διαδήλωση καθώς και οι διορατικές του επισημάνεις θα γεννήσουν ένα κλασικό έργο που έρχεται να ανατρέψει τη λογική του παραδοσιακού ρεπορτάζ. Διανοούμενοι και χίπις, αστυνομικοί και κληρικοί, ποιητές και στρατονόμοι γίνονται στα χέρια του Μέιλερ οι ήρωες ενός βιβλίου που περιγράφει τα γεγονότα με την τεχνική του μυθιστορήματος, για να αποδώσει καλύτερα την αλήθεια. Το αφήγημα αυτό που αντιμετωπίζει «την ιστορία σαν μυθιστόρημα και το μυθιστόρημα σαν ιστορία» βραβεύτηκε με τα δύο μεγαλύτερα βραβεία των ΗΠΑ: το Βραβείο Πούλιτζερ και το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου.
    Γιατί κάνουμε αυτόν τον πόλεμο;
    Μετάφραση: Τάκης Θεοδωρόπουλος
    Εκδόσεις: Ωκεανίδα, 2003
    σελ. 135
    Τα πραγματικά αίτια του πολέμου στο Ιράκ. Η ματιά του 80χρονου, βραβευμένου με Πούλιτζερ Αμερικανού συγγραφέα, καίρια, διορατική και διεισδυτική όσο ποτέ ανατέμνει την αμερικανική κοινωνία και πολιτική, και αναλύει τα πραγματικά αίτια του πολέμου στο Ιράκ και τα «απειλητικά χρόνια που μας περιμένουν». Πόσο κινδυνεύει η δημοκρατία στην Αμερική; Πού οδηγεί την υπερδύναμη το σαρωτικό κύμα του τυφλού πατριωτισμού που ξέσπασε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου; Η ματιά του 80χρονου Νόρμαν Μέιλερ, καίρια, διορατική και διεισδυτική όσο ποτέ ανατέμνει την αμερικανική κοινωνία και πολιτική, και αναλύει τα πραγματικά αίτια του πολέμου στο Ιράκ. «΄Οσοι από μας δεν νιώθουν έτοιμοι να στηριχτούν στη δύναμη της προσευχής, καλά θα κάνουν να βρουν ένα οχυρό για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα απειλητικά χρόνια που μας περιμένουν», λέει ο Νόρμαν Μέιλερ. «Το επαναλαμβάνω, η Δημοκρατία είναι η ευγενέστερη μορφή διακυβέρνησης που έχουμε καταφέρει να καλλιεργήσουμε ως σήμερα, και θα πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε αν είμαστε έτοιμοι να υποφέρουμε, ακόμη και να σκοτωθούμε για να τη σώσουμε, ή αν θα πρέπει να αρχίσουμε τις προετοιμασίες για να ζήσουμε ως υποδεέστερες μορφές ζωής σε μια γιγαντιαία Μπανανία, με μια κυβέρνηση που θα στρώνει το τραπέζι στις υπερ-επιχειρήσεις για να μπορούν να οικειοποιούνται τα μάταια όνειρά μας με την ξιπασιά τους που πάσχει από ελεφαντίαση». Το βιβλίο αυτό βασίζεται σε ομιλίες, άρθρα και συνεντεύξεις του βραβευμένου με Πούλιτζερ Αμερικανού συγγραφέα στα περιοδικά «The American Conservative» και «Sunday Times Magazine».
    Το πάρκο των ελαφιών
    Μυθιστόρημα.
    Γιώργος Τασσόπουλος
    Εκδόσεις: Πλέθρον, 1988
    σελ.: 316
    Στην ερημιά των κάκτων της Νότιας Καλιφόρνιας βρίσκεται μια όαση ανηθικότητας και αισθησιασμού. Εδώ, στο εξωτικό, παρακμιακό καταφύγιο της Χρυσής Ερήμου, συγκεντρώνεται η απαστράπτουσα αφρόκρεμα του Χόλιγουντ για να αποδράσει από τους ρόλους στους οποίους έχει τυποποιηθεί από καιρό. Μακριά όμως από από την εύθραυστη βιτρίνα της πρωτεύουσας, τα απονευρωμένα πάθη και οι διαψευσμένες φιλοδοξίες, οι λαγνείες και οι αβυσσαλέες απελπισίες που συνοδεύουν τις ζωές αυτού του εκμαυλισμένου πλήθους, υψώνονονται γυμνά ως τη επιφάνεια-λαμπρά εστιασμένα από την αδυσώπητη αλλά και συμπονετική ματιά του Μέιλερ.
    Αρχαία Δειλινά
    Μυθιστόρημα
    Μετάφραση: Χριστιάννα Ε. Σακελλαροπούλου
    Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης, 2003
    σελ.: 890
    Το μυθιστόρημα Αρχαία Δειλινά, εκθαμβωτικό, πληθωρικά μεστό και βαθιά συγκινητικό, αναπλάθει δεξιοτεχνικά το μισοβυθισμένο στη λήθη πολιτισμό της αρχαίας Αιγύπτου. Ο Μέιλερ εμφυσά ζωή στα πρόσωπα της εποχής της 18ης Δυναστείας των Φαραώ: στον Ραμσή Β' και στη σύζυγό του Νεφερταρί, στον Μενενχετέτ, δημιούργημα, εραστή και θύμα τους, στους θεούς και τους θνητούς που τους περιστοιχίζουν, διατηρώντας άμεση, τηλεπαθητική επικοινωνία μαζί τους. Ο ήρωάς του, που μετενσαρκώνεται τρεις φορές στη διάρκεια του μυθιστορήματος, κινείται μέσα στο εκτυφλωτικό φως πάλλευκων ναών, στους εξαίσιους κήπους του βασιλικού χαρεμιού, κατά μήκος του επιβλητικού, ζωοδότη Νείλου, αλλά και μέσα στην κλαγγή της μάχης. Σημαντικότατο έργο δημιουργικής φαντασίας, το μυθιστόρημα Αρχαία Δειλινά εκφράζει την εμμονή του Μέιλερ με τη μαγεία και τον ερωτισμό και συνεχίζει να ζει στο νου του αναγνώστη για πολύ καιρό αφού διαβάσει και την τελευταία σελίδα. «...πρέπει να καταλάβεις ότι είσαι νεκρός εδώ και χίλια χρόνια. Οι Φαραώ έχουν χαθεί. Η Αίγυπτος ανήκει σε άλλους. Γνωρίζουμε μόνο αδύναμους πρίγκιπες, κι αυτοί είναι οι γιοι αντρών από μακρινούς τόπους. Ακόμα και τα έθνη άλλαξαν. Κανείς δε μιλά πια για τους Χετταίους. Υπάρχει ένας τόπος στην αντίπερα μεριά της Μεγάλης Πράσινης που ούτε καν θα είχες ακούσει όταν ζούσες. Είναι μια χώρα πέρα στα βορειοδυτικά της Τύρου, κι έχει περάσει αρκετός χρόνος ώστε ο λαός της να γίνει παντοδύναμος και μετά να χάσει τη δύναμή του. Τόσο πολύς καιρός έχει περάσει. Τώρα υπάρχει ένα άλλο πανίσχυρο έθνος, που ζει ακόμα πιο μακριά, στα δυτικά και πέρα από τη Μεγάλη Πράσινη, και ο λαός του ήταν βάρβαρος όταν γεννήθηκες εσύ. Οι θεοί μας, αν μιλήσουμε για τον Ρα και την Ίσιδα, για τον Ώρο και τον Σετ, είναι τώρα στην κατοχή τους. Αν σκέφτεσαι την ιστορία που σου είπα γι' αυτούς στην αρχή των ταξιδιών μας, τώρα ομολογώ ότι σου τη μετέφερα με τον τρόπο που τη διηγούνται μεταξύ τους αυτοί οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι...»
    Το Κατά Υιόν Ευαγγέλιον
    Μυθιστόρημα
    Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
    Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης, 1997
    σελ.: 345
    Για δύο χιλιάδες χρόνια η σύντομη ζωή ενός νεαρού Ναζωραίου κήρυκα επηρέασε σε τεράστιο βαθμό τους θριάμβους και τις καταστροφές του δυτικού πολιτισμού. Τώρα ο Νόρμαν Μέιλερ έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή του Χριστού. "Αυτή η φωνή που ακούω είναι η φωνή του Θεού;" αναρωτιέται ο Ιησούς. "Κι αν οι φωνές που ακούω είναι απ' τον Θεό, γιατί τάχα με διάλεξε Εκείνος γιο Του; Αν πάλι δεν είναι απ' τον Θεό, τότε ποιος μου έδωσε τη δύναμη να κάνω θαύματα;" Καταλαβαίνουμε γρήγορα πως η ιστορία που διαβάζουμε είναι η ιστορία ενός καλού κι ευλαβικού ξυλουργού, που ζει αντιμέτωπος με θαυμαστά ερωτήματα. Το αποτέλεσμα είναι, παραδόξως, η ιστορία ενός ανθρώπου που παρασύρεται απ' τα οράματά του, τους όρκους του και τα θαύματά του. Ώσπου φτάνει στην αποκάλυψη του τέλους, του τέλους της δύναμής του. Το Κατά Υιόν Ευαγγέλιον, παρόλο που στηρίζεται εξ ολοκλήρου σχεδόν στην Καινή Διαθήκη, καταφέρνει να ζωντανέψει τον κόσμο της Γαλιλαίας και της Ιερουσαλήμ όπως ήταν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Σε μια εποχή στενόχωρης σταθερότητας, συναντάμε στους Αγίους Τόπους ένα αυτάρεσκο αλλά φοβισμένο καθεστώς, που προσπαθεί να κυβερνήσει πλήθη απελπισμένα, έτοιμα να ξεσηκωθούν. Είναι μια εποχή που εγκυμονεί μεγάλες αλλαγές, εφάμιλλη της δικής μας. Ο Μέιλερ κατορθώνει να δημιουργήσει έναν άνθρωπο εντελώς διαφορετικό απ' τους υπόλοιπους, έναν άντρα, ωστόσο, γεμάτο πάθος και αμφιβολίες, δύναμη κι αδυναμία, έναν πρωταγωνιστή, που είναι συνάμα θεός και άνθρωπος, το γιο του Θεού, που μοιράζεται τη δική μας θνητή μοίρα. Το Κατά Υιόν Ευαγγέλιον είναι το έργο ενός απ' τους μεγαλύτερους εν ζωή συγγραφείς της Αμερικής: ένα βιβλίο όλο τόλμη, περίσκεψη, ποίηση, τραγικότητα, πάθος. 'Ενα βιβλίο, προς μεγάλη μας έκπληξη κι ευχαρίστηση, συναρπαστικό και συνταρακτικό συνάμα.
    Το φάντασμα της "Πόρνης
    Μετάφραση:  Κωνσταντίνος Δόλκας
    Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνης, 1994
    σελ.:  1021
    "Το φάντασμα της "Πόρνης"" είναι το μυθιστόρημα για το οποίο ο Νόρμαν Μέιλερ έκανε έρευνες σε όλο το μακρύ διάστημα της λαμπρής καριέρας του· είναι το αποκορύφωμα ενός από τα μεγάλα λογοτεχνικά ταξίδια του, ένα μυθιστόρημα που έρχεται να δώσει λύτρωση στη μακροχρόνια εμμονή του σχετικά με το μυστήριο αυτό που λέγεται Αμερική. "Το φάντασμα της "Πόρνης"" είναι ένα βιβλίο που μιλάει για κατασκόπους και αξιωματούχους της Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) - άντρες και γυναίκες, για τους οποίους η απάτη και η εναλλαγή πολλαπλών ρόλων είναι τρόπος ζωής, ένα είδος θρησκείας. Ωστόσο, "Το φάντασμα της "Πόρνης"" δεν είναι ένα κατασκοπικό μυθιστόρημα όπου οι δυνάμεις του φωτός συγκρούονται με τις δυνάμεις του σκότους. Ο εχθρός εδώ δεν είναι η καταστροφική μανίας μιας αλλόκοτης μακρινής δύναμης αλλά αυτός καθαυτός ο ψυχοφθόρος ψυχρός πόλεμος. "Το φάντασμα της "Πόρνης"" είναι η ιστορία μιας σταυροφορίας, όπου η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος είναι το ίδιο δυσδιάκριτη, όσο η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό.
    Το Χρονικό της εποχής μας
    Αφηγήματα
    Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου
    Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2002 
    σελ. 549
    Το Χρονικό της εποχής μας αποτελεί μια προσωπική αναδρομή του Μέιλερ στο μέχρι σήμερα έργο του και ταυτόχρονα ένα πλούσιο, δυναμικό πορτρέτο της εποχής μας σχεδιασμένο από τον μεγάλο αμερικανό συγγραφέα. Η ευρύτατη γκάμα των θεμάτων που τον απασχόλησαν και τον απασχολούν, η μόνιμη περιέργειά του για τον κόσμο που μας περιβάλλει καθώς και οι θαυμαστές του περιγραφικές και λογοτεχνικές ικανότητες χωρέσανε στο βιβλίο αυτό με το οποίο ο Μέιλερ αποχαιρέτησε τον αιώνα που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Η Μέριλιν και η Μαντόνα, ο Κένεντι και ο Κάστρο, ο Χεμινγουέι και ο Καπότε, οι μυθιστορηματικοί Γυμνοί και οι νεκροί και το Βιετνάμ, ο κόσμος του μποξ και η μαφία, η απελευθέρωση των γυναικών και τα γκράφιτι, άλλοτε με τη μορφή της καθαρής λογοτεχνίας, άλλοτε με τη μορφή του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και άλλοτε με τη μορφή του δοκιμίου, είναι θέματα με τα οποία ο Μέιλερ θέλησε να αναμετρηθεί για μια ακόμα φορά, δίνοντας έτσι στο κοινό του ένα είδος "σύνοψης" του έργου του και μια προσωπική, πνευματική διαθήκη. Για την ελληνική έκδοση επιλέχθηκαν όλα εκείνα τα κείμενα που δεν ενδιαφέρουν μόνο τον αμερικανό αναγνώστη.