Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ντάσιελ Χάμετ: "Κόκκινος θερισμός"

Κόκκινος θερισμός
(Κεφάλαιο: Μια γυναίκα στα πράσινα κι ένας άντρας στα γκρίζα)
Παπαγεωργίου Βασίλης
Η πρώτη φορά που άκουσα να λένε «Πόιζονβιλ» την Πέρσονβιλ, ήταν από έναν κοκκινομάλλη αλήτη, ονόματι Χάκεϊ Ντιούι, στο μαγαζί Μπιγκ Σιπ, στο Μπιουτ. Αυτός ο τύπος όμως και το μαχαίρι το έλεγε «μαχόι», κι έτσι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο πώς είχε παραμορφώσει το όνομα της πόλης. Αργότερα, άκουσα ανθρώπους που μπορούσαν να κουμανταίρνουν τα «ρο» τους να προφέρουν την Πέρσονβιλ με τον ίδιο τρόπο. Αλλά, και πάλι, το όλο θέμα μου φάνηκε σαν δείγμα του εύκολου εκείνου χιούμορ, σύμφωνα με το οποίο η πιάτσα μετατρέπει τον πολιτσμάνο σε «μολυσμάνο». Λίγα χρόνια αργότερα, όταν επισκέφθηκα ο ίδιος την Πέρσονβιλ, κατάλαβα την αλήθεια.
Από το σταθμό του τρένου τηλεφώνησα στην εφημερίδα Χέραλντ, ζήτησα τον Ντόναλντ Ουίλσον και του ανακοίνωσα την άφιξή μου.
«Θέλετε να έρθετε από το σπίτι μου, στις 10 απόψε το βράδυ;» με ρώτησε με την ευχάριστα ηχηρή φωνή του. «Η διεύθυνση είναι λεωφόρος Μάουντεν 2.101. Παίρνετε το τραμ της γραμμής Μπροντγουέι, κατεβαίνετε στη λεωφόρο Λόρελ και περπατάτε δύο τετράγωνα προς τα δυτικά».
Υποσχέθηκα να κάνω έτσι, και ύστερα πήρα ένα ταξί, πήγα στο ξενοδοχείο Γκρέιτ Ουέστερν, άφησα τις βαλίτσες μου και βγήκα να κάνω μια βόλτα στην πόλη.

Δεν ήταν όμορφη. Αυτοί που την έχτισαν αγαπούσαν, φαίνεται, τη φιγούρα και το φανταχτερό στυλ, και δεν απο­κλείεται τον πρώτο καιρό να το 'χαν πετύχει καλά. Από τότε, όμως, ο καπνός απ' τα χυτήρια, που οι τούβλινες τσιμινιέρες τους φάνταζαν στο νότο στο φόντο ενός σκυθρωπού βουνού, είχε κιτρινίσει τα πάντα δίνοντας τους μια μουντή ομοιομορ­φία. Το αποτέλεσμα ήταν μια άσκημη πόλη σαράντα χιλιά­δων κατοίκων, χτισμένη σε μιαν άσκημη κόχη ανάμεσα σε δύο άσκημα βουνά, βρωμισμένα από πάνω ως κάτω απ' τα ορυ­χεία. Πάνωθέ της απλωνόταν ένας ουρανός βρωμιάρης, λες κι είχε και δαύτος βγει από τις τσιμινιέρες.

Ο πρώτος αστυφύλακας που είδα χρειαζόταν ξύρισμα. Ο δεύτερος φορούσε μιαν άθλια, τσαλακωμένη στολή που της έλειπαν δυο κουμπιά. Ο τρίτος στεκόταν στο κέντρο της κυ­ριότερης διασταύρωσης της πόλης - Μπροντγουέι και οδός Γιούνιον - και ρύθμιζε την κυκλοφορία μ' ένα πούρο στο στόμα. Υστερα απ' αυτό, σταμάτησα να προσέχω την εμφά­νισή τους.
Στις εννιάμισι ανέβηκα σ' ένα τραμ της γραμμής Μπροντγουέι και ακολούθησα τις οδηγίες που μου είχε δώσει ο Ντό­ναλντ Ουίλσον. Μ' έφεραν σ' ένα γωνιακό σπίτι που είχε αυ­λή με γκαζόν και γύρω γύρω φράχτη.
Η υπηρέτρια που μου άνοιξε μου είπε ότι ο κύριος Ουίλσον απουσίαζε. Ενώ της εξηγούσα ότι είχα ραντεβού μαζί του, ήρθε στην πόρτα μια λυγερή ξανθιά, λίγο κάτω απ' τα τριάντα, ντυμένη στα πράσινα. Μου χαμογέλασε, χωρίς όμως τα γα­λάζια μάτια της να χάσουν την ψυχρότητα τους. Της επανέλα­βα την εξήγηση μου.
«Ο σύζυγος μου απουσιάζει», μου είπε με μια ελαφρότατα ξενική προφορά που έτρωγε λιγάκι τα «σίγμα». «Αλλά, εφό­σον σας περιμένει, δεν φαντάζομαι ν' αργήσει».
Με ανέβασε επάνω, σ' ένα δωμάτιο που έβλεπε στη λεωφόρο Λόρελ, ένα κόκκινο και καφέ δωμάτιο γεμάτο βιβλία. Καθίσαμε σε δερμάτινες πολυθρόνες, μισοαντικρυστά και μισοαντικρίζοντας το αναμμένο τζάκι, και η κυρία βάλθηκε να μάθει τι δουλειά είχα με το σύζυγό της.

«Μένετε στην Πέρσονβιλ;» ήταν η πρώτη ερώτηση. «Οχι. Στο Σαν Φραντσίσκο». «Και πρώτη φορά έρχεστε εδώ;». «Ναι».
«Αλήθεια; Και πώς σας φάνηκε η πόλη μας;».
«Τόσο λίγο που την είδα, δεν έχω σχηματίσει γνώμη». Αυτό ήταν ψέματα. Είχα. «Μόλις σήμερα τ' απόγευμα ήρθα».
«Θα δείτε ότι πρόκειται για απαίσιο μέρος», είπε, κι απ' τα λαμπερά της μάτια έφυγε για μια στιγμή η περιέργεια. Υστερα ξανάπιασε την ανάκριση: «Υποθέτω όμως ότι όλες οι πόλεις των μεταλλείων είναι κάπως έτσι. Εσείς με τα μεταλ­λεία ασχολείστε;».
«Αυτή τη στιγμή όχι».
Κοίταξε το ρολόι πάνω απ' το τζάκι και είπε:
«Δεν ήταν σωστό εκ μέρους του Ντον να σας φέρει εδώ μέσα στη νύχτα και να σας αφήσει να περιμένετε έτσι. Δεν εί­ναι ώρα για δουλειές αυτή».
Είπα πως δεν πείραζε.
«'Η μήπως δεν πρόκειται για δουλειές;» έκανε πονηρά. Δεν είπα τίποτα.
Γέλασε. Ενα κοφτό γέλιο, κάπως σκληρό.

«Συνήθως δεν είμαι τόσο αδιάκριτη όσο ίσως σας φάνηκα», είπε εύθυμα. «Αλλά τόσο μυστικοπαθής που είστε, μου κινήσατε την περιέργεια. Μη μου πείτε ότι είστε λαθρέμπο­ρος αλκοόλ; Ο Ντόναλντ τους αλλάζει τόσο συχνά!».
Της χαμογέλασα αφήνοντας την να βγάλει τα συμπερά­σματα της.
Κάτω, χτύπησε το τηλέφωνο. Η κυρία Ουίλσον τέντωσε προς τη φωτιά τα πόδια της με τα πράσινα πασούμια και έκανε ότι δεν άκουσε το κουδούνισμα. Δεν κατάλαβα γιατί θεώρησε απαραίτητο αυτό το κόλπο.

Αρχισε να λέει: «Φοβούμαι ότι θα πρέ...» αλλά σταμάτησε βλέποντας την υπηρέτρια στην πόρτα.
Η υπηρέτρια είπε ότι ζητούσαν την κυρία Ουίλσον στο τηλέφωνο. Εκείνη μου ζήτησε συγνώμη και την ακολούθησε.
Ομως δεν κατέβηκε κάτω, αλλά μίλησε από μιαν άλλη συσκευή, κι έτσι άκουγα τι έλεγε. Ακουσα τα εξής:
«Ναι, εδώ κυρία Ουίλσον... Ναι... Πώς είπατε;... Ποιος;... Μπορείτε να μιλήσετε λίγο πιο δυνατά;... Τι;... Ναι... Ναι... Ποιος είστε;... Εμπρός; Εμπρός!».

Ακουσα το ακουστικό να κατεβαίνει κι ύστερα τα βήμα­τά της να περπατούν στο χολ, γρήγορα βήματα.
Αναψα τσιγάρο κι έκατσα να το κοιτάω μέχρι που την άκουσα να κατεβαίνει τις σκάλες. Τότε πήγα σ' ένα παράθυρο, ανασήκωσα μιαν άκρη απ' τα στόρια και κοίταξα έξω τη λεω­φόρο Λόρελ και το τετράγωνο άσπρο γκαράζ που βρισκόταν απ' αυτή τη μεριά, πίσω απ' το σπίτι.

Σχεδόν αμέσως μια λυγερή γυναίκα με μαύρο παλτό και καπέλο φάνηκε να βγαίνει απ' το σπίτι και να τρέχει προς το γκαράζ. Ηταν η κυρία Ουίλσον. Βγήκε απ' το γκαράζ στο τι­μόνι μιας Μπουίκ κουπέ και απομακρύνθηκε. Ξαναγύρισα στην πολυθρόνα μου κι έκατσα να περιμένω.

Πέρασαν τρία τέταρτα της ώρας. Στις έντεκα και πέντε α­κούστηκαν φρένα αυτοκινήτου να στριγγλίζουν απ' έξω. Δυο λεπτά αργότερα μπήκε στο δωμάτιο η κυρία Ουίλσον. Είχε βγάλει το καπέλο και το παλτό. Το πρόσωπο της ήταν άσπρο, τα μάτια σχεδόν μαύρα.
{...}
Του
Ντάσιελ ΧΑΜΕΤ