Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: "Εκατό χρόνια μοναξιά"

Εκατό χρόνια μοναξιά

Γρηγοριάδης Κώστας
(...)
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πέρασε τους ατέλειωτους μήνες των βροχών κλεισμένος σ' ένα δωματιάκι που 'χε χτίσει στο βάθος του σπιτιού για να μην τον ενοχλεί κανείς στα πειράματά του. Εχοντας εγκαταλείψει εντελώς τις σπιτικές του υποχρεώσεις, περνούσε νύ­χτες ολόκληρες στη μεσαυλή παρακολουθώντας την τροχιά των άστρων και κόντεψε να πάθει ηλίαση προσπαθώντας να βρει μια μέθοδο που να προσδιορίζει με ακρίβεια το μεσημέρι. Οταν ειδικεύτηκε στη χρησιμοποίηση των οργάνων του, απέκτησε μιαν αντίληψη του χώρου που του επέτρεψε να αρμενίσει σε άγνωστες θάλασσες, να επισκεφτεί ακατοίκητες περιοχές και να δημιουργήσει σχέσεις με θαυμαστά όντα δίχως να εγκαταλείψει το γραφείο του, εκείνη την εποχή απέκτησε τη συνήθεια να μιλάει μόνος του, περιδιαβάζοντας μες στο σπίτι δίχως να προσέχει κανέναν, ενώ η Ούρσουλα και τα παιδιά κοψομεσιάζονταν στο λαχανόκηπο καλλιεργώντας μπανάνες και μαλάγκα, γιούκα και ίγναμο, κολοκύθες και μελιτζάνες. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, η πυρετώδης δραστηριότητά του διακόπηκε κι άρχισε να μοιάζει σαν να 'ταν μαγεμένος. Πέρασε έτσι πολλές μέρες, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό με χαμηλή φωνή μια σειρά από τρομακτικές εικασίες, δίχως και ο ίδιος να πιστεύει στα ίδια του τα λόγια. Τελικά, μια Τρίτη του Δεκέμβρη, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, έβγαλε μονοκοπανιά όλο το βάρος της αγωνίας του. Τα παιδιά θα θυμόνταν σ' όλη την υπόλοιπη ζωή τους τη μεγαλοπρεπή σοβαρότητα του πατέρα τους, που κάθισε στο κεφάλι του τραπεζίου, τρέμοντας από τον πυρετό, ταλαιπωρημένος από το παρατεταμένο ξενύχτι και το ξάναμμα της φαντασίας του, και τους αποκάλυψε την ανακάλυψή του:
«Η γη είναι ολοστρόγγυλη σαν πορτοκάλι».
Η Ούρσουλα έχασε την υπομονή της. «Αν πρέπει να τρελαθείς οπωσδήποτε, τότε να τρελαθείς μόνος σου», του φώναξε.
Αλλά μην προσπαθείς να βάλεις στο μυαλό των παιδιών τσιγγάνικες ιδέες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν πτοήθηκε από την απελπισία της γυναίκας του, που, σε μια κρίση θυμού, τσάκισε τον αστρολάβο στο πάτωμα. Κατασκεύασε άλλον, μάζεψε στο γραφειάκι τους άντρες του χωριού και τους απέδειξε, με θεωρίες ακατανόητες για όλους τους, τη δυνατότητα να ξαναγυρίσει κανείς στο σημείο της αναχώρησης του πλέοντας πάντα ανατολικά. Ολοι στο χωριό ήταν βέβαιοι πως ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είχε χάσει τα λογικά του, όταν ξαναγύρισε ο Μελκίαδες για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Παίνεψε δημόσια την εξυπνάδα του, που με αστρονομικούς υπολογισμούς αποκλειστικά είχε δημιουργήσει μια θεωρία η οποία είχε ήδη αποδειχτεί στην πράξη, παρ' όλο που ήταν ακόμα άγνωστη στο Μακόντο, και σαν απόδειξη του θαυμασμού του του έκανε ένα δώρο που θα επηρέαζε αποφασιστικά το μέλλον του χωριού: ένα εργαστήρι αλχημείας.
(...)
«Διάολε!» φώναξε. «Το Μακόντο είναι τριγυρισμένο από νερό απ' όλες τις πλευρές».
Η ιδέα πως το Μακόντο βρισκόταν σε χερσόνησο επικράτησε για πολύ καιρό, εμπνευσμένη από τον αυθαίρετο χάρτη που σχεδίασε ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία όταν επέστρεψε από την εκστρατεία του. Τον ζωγράφισε θυμωμένος, υπερτονίζοντας από κακία τις δυσκολίες της επικοινωνίας, σαν να 'θελε να τιμωρήσει τον εαυτό του για την ελαφρομυαλιά του όταν διάλεγε το μέρος. «Δε θα φτάσουμε ποτέ πουθενά», κλαιγόταν στην Ούρσουλα. «Εδώ θα σαπίσουμε όλη μας τη ζωή χωρίς να επωφεληθούμε απ' την ε­πιστήμη». Αυτή η βεβαιότητα, μόνιμο αντικείμενο συλλογισμών για πολλούς μήνες στο δωματιάκι του εργαστηρίου, τον έκανε να συλλάβει το σχέδιο να μεταφέρουν το Μακόντο σ' ένα καλύτερο. Αλλά αυτή τη φορά η Ούρσουλα πρόλαβε τα πυρετώδη σχέδιά του. Δουλεύοντας σαν μυρμηγκάκι, μυστικά κι ακούραστα, είχε καταφέρει τις γυναίκες του χωριού να αντισταθούν στην επιπολαιότητα των αντρών τους, που ήδη είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται για τη μετακόμιση. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν κατά­λαβε ποτέ, ούτε χάρη σε ποιες αντίθετες δυνάμεις, τα σχέδια του είχαν μπερδευτεί σ' ένα δίχτυ από προφάσεις, αναβολές κι υ­πεκφυγές, μέχρι να μετατραπούν σε σκέτη και απλή ψευδαίσθηση. Η Ούρσουλα τον παρακολουθούσε με αθώα προσοχή και μέχρι που ένιωσε λύπηση γι' αυτόν, το πρωί που τον συνάντησε στο δωματιάκι, στο βάθος, να μουρμουρίζει μέσα απ' τα δόντια του τα σχέδια της μετακόμισης, όσο τοποθετούσε τα εξαρτήματα του εργαστηρίου στα κουτιά τους. Τον άφησε να τελειώσει. Τον άφησε να καρφώσει τα κασόνια και να βάλει τ' αρχικά του από πάνω μ' ένα πινέλο βουτηγμένο στο μελάνι, δίχως να παραπονεθεί καθόλου, αλλά γνωρίζοντας πως εκείνος ήξερε (γιατί τον είχε ακούσει να το λέει στους χαμηλόφωνους μονολόγους του) ότι οι άντρες του χωριού δε θα τον υποστήριζαν στο τόλμημά του. Μόνο όταν είχε αρχίσει να βγάζει την πόρτα του μικρού δωματίου, η Ούρσου­λα τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε κι εκείνος της απάντησε με κάποια πικρία: «Μια και κανείς δε θέλει να φύγει, θα φύγουμε μόνοι μας». Η Ούρσουλα δεν ταράχτηκε.
«Δε θα φύγουμε», είπε. «Θα μείνουμε εδώ, γιατί εδώ γεννήθηκε ο γιος μας».
«Δεν έχουμε θάψει ακόμα κανέναν», είπε εκείνος. «Οσο δεν έχει πεθαμένο κάτω απ' το χώμα, κανείς δεν ανήκει πουθενά».
Η Ούρσουλα απάντησε σταθερά και ήρεμα:
«Αν πρέπει να πεθάνω για να μείνετε εδώ, θα πεθάνω».
(...)