Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Στρατής ΤΣΙΡΚΑΣ: «Τα κάλαντα» ενός μικρού παιδιού...



«Τα κάλαντα» ενός μικρού παιδιού...
«Τα κάλαντα»  ενός μικρού παιδιού...

Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο.
- Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
- Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.
Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου το Mιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Mιχάλης ήταν πολύτιμος.
- Tο ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά Tη Yπερμάχω ή να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Mα η πρόταση του Mιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: Tα λεφτά που θα κερδίζαμε θα μοιράζονταν στα τρία. Eκείνα θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου! Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του, είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά, πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Mιχάλης τον πείραζε λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Pηνούλας. Mα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H «πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα. Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Aπό μέρες τώρα με ρωτούσαν:
- E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Eτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι - εφτά ονόματα γενναία.
- Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.
- Tι λες, μωρέ! Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.
- Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.
H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Tάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα. Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών.
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα το κόλπο του Mιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη. Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του.
O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλο -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής - λογής κορδέλες και χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ωσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να του κάνει κι ο Mιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.
Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν.
Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Eκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη. Tο παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με το Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ: Πείνα

Πείνα

Παπαγεωργίου Βασίλης
Μπήκε ο χειμώνας του '41 φουριόζος και δυνατός. Νεκρώσανε οι δρόμοι. Νέκρωσε η αγορά. Η Θεία Λειτουργία δεν ακούγεται στις παγωμένες εκκλησίες και τα καντήλια είναι σβηστά. Στην ξώπορτα πεσμένοι πληθαίνουν οι ζητιάνοι.
Το κρύο και ο τρόμος. Η πείνα... η πείνα, η απλυσιά και η κάθε λογής δυστυχία, σ' ένα μεγαλείο εφιαλτικό, σε μια ενότητα ασίγαστη, σε μια άμιλλα συμφοράς και καταστροφής. Ποια να κουρελιάσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ποια να χτυπήσει πιο πολύ, ποια να βαθυταπεινώσει...! Εξαθλίωση σπέρνεται και φυτρώνει, θεριεύει και σκορπά θάνατο. Φαΐ δεν υπάρχει. Σαπούνι δεν υπάρχει. Ζεστασιάς χαμόγελο κι ελπίδας δεν υπάρχει.
Τα σχολεία κλειδωμαντάλωσαν. Τα βιβλία κλείσανε και γίνανε προσάναμμα σε φευγαλέα φωτιά...! Το παιχνίδι πέθανε.
Τώρα κυκλοφορούμε με το τενεκάκι στο χέρι και το κουτάλι στη βρακοζώνα...! Τώρα κυκλοφορούμε με την ξεχειλωμένη κάλτσα στο κουρεμένο - για να αποφύγουμε τις ψείρες - κεφάλι και τη λινάτσα στα σκεβρωμένα μας ποδάρια. Δεν τρέχουμε, δεν κυνηγάμε τα τραμ. Δεν καβγαδίζουμε. Γέρνουμε με τις ώρες στην ουρά για το συσσίτιο. Εκεί κι έτσι, περνάμε τον καιρό μας. Δε μιλάμε, δεν αντιδικούμε. Περιμένουμε... μόνο περιμένουμε. Με μια ευχή, να φτάσει λίγο ζουμί κι ως εμάς. Λίγος χυλός από μπομπότα. Πέντε φασόλια σε μια κουταλιά νερόβραστου ζουμιού. Λίγο πλιγούρι.
Μόλις τα καταφέρουμε. Σα γεμίσει το τενεκάκι, καθόμαστε απόμερα, προφυλαγμένοι από το βοριά, προφυλαγμένοι από θεούς και δαιμόνους, προφυλαγμένοι από κάθε λαίμαργο βλέμμα και το κουταλίζουμε αρπακτικά. Κρύο είναι; Ζεστό είναι; Δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Ενα πράγμα μόνο έχει σημασία. Να χορτάσεις...! Η πείνα όλο και θεριεύει. Σου λιανίζει τα σωθικά και σε γυμνώνει. Βαθουλώνει το μάτι και σβήνει τη λάμψη του. Είναι ένα αίσθημα τρομακτικό, σπαρακτικό, αβυσσαλέο, απερίγραπτο...! Σου θολώνει το μυαλό και σου καταδυναστεύει τη σκέψη. Σε αιχμαλωτίζει συνειδησιακά και υπαρξιακά σε μια μόνο αποπροσανατολιστική, μα πανανθρώπινη κατεύθυνση. Να ζήσεις. Να αυτοαμυνθείς. Να κρατηθείς. Να επιβιώσεις.
Αρπάζεσαι από το ξεραμένο χορτάρι. Την τσουκνίδα, την μολόχα, τ' αγριόχορτα... Ξεθάβεις ρίζες με τα νύχια, με τα δόντια, με ό,τι βρεις. Για ένα κοτσάνι, για μια παραπούλα, για ένα φύλλο από ρεπάνι, από παντζάρι, ρόκα, κάρδαμο κι αντράκλα. Χώνεσαι στα σκουπίδια και σκαλίζεις. Μια φλούδα από πατάτα, μια λεμονόκουπα.
Τα κατοικίδια ζώα έχουν εξαφανιστεί. Παίρνουνε τα έντερα από ψόφια άλογα και φοράδες και τα κάνουνε «ματσίτες» σα λουκάνικα, σα σαλάμια από σκοτωμένο αίμα.
Η πείνα όλο και αυγατίζει. Η πείνα γεννοβολά την πείνα. Σου λιανίζει τα πόδια και σου πρήζει την κοιλιά, σου βαθαίνει τη σάρκα στα σχηματισμένα κόκαλα. Βγάζει ένα παχύ χνούδι στο κιτρινισμένο δέρμα, το γιομίζει με ρυτίδες και σκισίματα και κάνει γέρο εκατό χρονών ένα αγόρι στα οχτώ του.
***
Η γη δεν πρασίνισε εκείνο το χειμώνα.
Λίγες σταφίδες ακριβοπληρωμένες και χαρούπια για όλες τις δουλειές. Αλεύρι από κοπανισμένο χαρούπι. Αλεύρι από το κοπανισμένο κουκούτσι του. Το περίφημο κουκουτσάλευρο. Σούπα και μαλακτικό. Καταπραϋντικό και χορταστικό. Εχει ένα χρώμα καφεκάστανο και μοιάζει με κόλα. Εχει μια γεύση ξεραμένου ξύλου και κολλά στα δόντια, στα ούλα, στο λαρύγγι. Σε πιάνει όμως. Σου λαδώνει το έντερο... Σου γλυκαίνει την αναγούλα και σε στηρίζει... Καβουρντίζουμε τα κουκούτσια στο τηγάνι και το κοπανάμε στο γουδί με το γουδόχερο να γίνουνε καφές. Τα κάνουμε γλυκό με χαρουπόμελο και δυο σπυριά σουσάμι.
Η πείνα όμως είναι αρπακτικό πουλί. Η πείνα είναι θεόρατη και δεν πολεμιέται. Αντανακλά παντού. Στα λόγια και τα έργα, στη σκέψη, στο λογισμό και το συναίσθημα. Σου τρογανίζει τα μηνίγγια. Είναι τρόπος ζωής. Υπάρχει σαν κατάσταση και πλανιέται σαν ήχος στον αγέρα.
-- Πεινάω... πεινάω, πεινάω, καλές κυρίες μου!
Ανθρωποι κάθε ηλικίας γυρίζουν στους δρόμους και τα σοκάκια. Γυρίζουν σε κάθε γειτονιά. Δεν ξέρουν λέξεις πολλές. Δεν μιλάνε για θεούς και συγχωρεμένες ψυχούλες. Δεν δίνουνε ευχές. Μια μόνο λέξη που ο αντίλαλός της τρυπάει το μεδούλι... Πεινάω...!
Δεν περπατάνε πια. Τρικλίζουν. Σκυφτοί, με το βλέμμα χαμηλωμένο και το τενεκάκι συντροφιά σε ό,τι προκύψει.
Οι εργαζόμενοι πάνε στις λίγες φάμπρικες που δουλεύουν. Για ένα πιάτο χυλό. Μόνο για ένα πιάτο χυλό... Τα λεφτά που παίρνουν, πρέπει να τα ξοδέψουν εκείνη την ώρα, αν βρουν ν' αγοράσουν κάτι. Την άλλη μέρα δεν έχουν καμιά αξία. Τα καταπίνει ο πληθωρισμός.
Δισεκατομμυριούχοι όλοι. Με λεφτά που γράφουν νούμερα και μηδενικά, χαρτιά χωρίς αξία.
***
Η πείνα... το κρύο... η βρωμιά...
Ο ήλιος πού να γελαστεί να ξεμυτίσει. Βγαίνουν σαν τα σαλιγγάρια. Πιάνουν τις μάντρες και τις εξωτοπιές. Πάνω σε ρίζες, πάνω στο ξεραμένο χορτάρι, δίπλα σε γκωνάρια. Βγάζουν τους σκούφους να δει ο ήλιος το κεφάλι, να λιαστεί. Πετάνε τις λινάτσες από τα ποδάρια, τα λιγδιασμένα πανωφόρια, τα ψειριασμένα τρύπια εσώρουχα. Αρχίζει το ψείρισμα, σπονδή στον ήλιο, σε μια προσπάθεια ατέλειωτη κι ηδονική. Ξύνουν το κεφάλι με μανία να ματώσει, τη ράχη, τα πλευρά, τις αμασκάλες, τα σκελετωμένα πόδια και μεριά...
Εκείνο που θα συλλάβουν, το φέρνουν ανάμεσα στα νύχια κι απολαμβάνουν με ευχαρίστηση το χαρακτηριστικό «τσακ» της σκοτωμένης ψείρας. Την πιάνουν ύστερα με τα δυο τους δάχτυλα και την πετούν «αφ' υψηλού» στο χώμα μ' ένα αίσθημα ικανοποίησης.
Αναδιπλώνονται και σηκώνουν το βλέμμα στον ήλιο... Γεύονται τη ζεστασιά του, τη μεγαλοσύνη, το αρχοντιλίκι του. Τεράστιος αυτός, πριν προλάβει να βασιλέψει, ν' αγκαλιάσει τον κόσμο όλο, να του δώσει ζωή, να του δώσει ελπίδα.
***
Δάσος γύρω από την Αθήνα δεν έχει μείνει. Δέντρα χρόνων, πνεύμονες ζωής, στολίδια της φύσης, χαρά του τόπου, πέφτουν ανελέητα χτυπημένα από τον μπαλτά και το τσεκούρι. Κομμένα από το πριόνι. Στοιβάζονται στα κάρα, στα καρότσια, στις ράχες. Ερήμωσε η Πάρνηθα, η Πεντέλη, το Αιγάλεω και ο Υμηττός... Μόλις σουρουπώνει κατεβαίνουν φορτωμένα από το βουνό, ενώ τους παραμονεύουν οι κατακτητές για να τ' αρπάξουν.
Παλιοσάνιδα, κόντρα πλακέ, ό,τι μπορεί να καεί, ό,τι μπορεί να ζεστάνει. Μαυρίσανε τα σπίτια από την καπνιά. Καρφί δεν καιγόταν σε κανέναν. Κανείς δεν ξεχώριζε, κανείς δεν είχε νόμο δικό του. Ο νόμος της επιβίωσης, ο νόμος της ζωής είναι ένας, δεν έχει σημασία, αν καμιά φορά κατακτιέται με μέσα όχι και τόσο τίμια. Ατσίδες ανέκαθεν έβγαζε ο τόπος. Τώρα η παραγωγή αυγάτισε... «Πενία τέχνας κατεργάζεται...» λέγανε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι...!!!
(Από το βιβλίο μου «Συνοικισμός Χαροκόπου»)
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
3/7/2005
-- Τα ξερά βύσσινα