Πατρίτσια Χάισμιθ: Κάρολ
Μετάφραση: Θεόδωρος Τσαπακίδης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, 2004
Σελίδες 425
Καθώς η Χάισμιθ έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των αναγνωστών της ως συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου, το «Κάρολ», αρχικά, ξενίζει γιατί σ αυτό δεν συναντούμε υποψήφιους δολοφόνους και θύματα... δεν υπάρχουν φόνοι και γρίφοι, αλλά ο έρωτας μιας νεαρής κοπέλας για μια μεγαλύτερη γυναίκα, τον οποίο η συγγραφέας παρακολουθεί και αποδίδει σε κάθε του φάση και με όλες του τις λεπτομέρειες. Φυσικά, όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, το «Κάρολ» δεν στερείται «σασπένς», αλλά εδώ προκύπτει από την ένταση των συναισθημάτων, το φόβο της απόρριψης αλλά και την αμφιθυμία των χαρακτήρων, οι οποίοι, όπως και αλλού, είναι απρόβλεπτοι, σκοτεινοί, πολυεπίπεδοι, με προθέσεις και κίνητρα αδιαφανή έως την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Και μέχρι το τέλος δεν μας εγκαταλείπει η αίσθηση ενός επικείμενου κινδύνου και η έλευση ενός μοιραίου κακού που θα ανατρέψει την πλοκή και την αναμενόμενη κατάληξη.
Ο πλέον δημοφιλής χαρακτήρας της Χάισμιθ, ο οποίος και πρωταγωνιστεί σε πέντε εκ των είκοσι δύο μυθιστορημάτων της, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ... ένας χαρακτήρας που είναι μεν ψυχρός εκτελεστής αλλά διαθέτει υψηλή αισθητική και γούστο, είναι σκληρός αλλά και ευσυγκίνητος και ο οποίος, ενσαρκώνοντας το διχασμό και τη διπλότητα, συνδυάζοντας την ενοχή και τη γοητεία, παρασύρει τον αναγνώστη σε μια αναπόφευκτη ταύτιση ώστε να εύχεται στο τέλος να γλιτώσει την τιμωρία.
Η ευμετάβλητη φύση της ταυτότητας και ο διχασμός της προσωπικότητας την απασχολούν σε όλα της τα βιβλία. Στον κόσμο της ευφυώς συνυπάρχουν το κοινότοπο με το μυστήριο, το πεζό με το υψηλό, προάγοντας τα πλέον καθημερινά γεγονότα σε θέματα υψηλότερης κλίμακας. Η τιμωρία δεν ακολουθεί απαραίτητα το έγκλημα ούτε το αποτέλεσμα προκαλείται από κάποιο συγκεκριμένο αίτιο, ενώ η παραδοξότητα είναι κανόνας στη ζωή των χαρακτήρων της.
Το «Κάρολ», το οποίο είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1951 με τον τίτλο «The price of salt», κυκλοφόρησε ξανά το 1992 με επίλογο της συγγραφέα και είναι το μοναδικό της μυθιστόρημα που διαφοροποιείται από τις προδιαγραφές των υπολοίπων και το μοναδικό, επίσης, που έχει αντληθεί από προσωπική της εμπειρία, όπως ομολογεί η ίδια σαράντα χρόνια αργότερα, κάτι που θεωρήθηκε παράδοξο, καθώς ήταν ιδιαίτερα αυστηρή με τη δημοσιοποίηση της προσωπικής της ζωής.
Η Χάισμιθ στον επίλογο της αναφέρει τη μοναδική συνάντησή της με τη γυναίκα που της ενέπνευσε την ιστορία, η οποία, όπως έμαθε χρόνια αργότερα από την κόρη της, αυτοκτόνησε. Το 1948, όταν μόλις είχε τελειώσει τη γραφή του πρώτου της μυθιστορήματος, «Ξένοι στο τρένο», το οποίο δεν είχε ακόμα εκδοθεί και είχε ξεμείνει από λεφτά, αποφασίζει να εργαστεί ως πωλήτρια σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα στο Μανχάταν, στο τμήμα των παιχνιδιών, για τη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Εκεί εμφανίστηκε ένα πρωί μια ξανθιά γυναίκα με γούνινο παλτό, η οποία έμοιαζε «να αναδίδει φως», και αγόρασε μια κούκλα για την κόρη της. Ηταν μια συναλλαγή ρουτίνας, όμως όταν η γυναίκα πλήρωσε και έφυγε, η νεαρή τότε Χάισμιθ αισθάνθηκε ίλιγγο και μια ανάταση, σαν να είχε δει όραμα. Το ίδιο βράδυ έγραψε την αρχική ιδέα του μυθιστορήματος, αλλά την επόμενη μέρα ξύπνησε με πυρετό που οφειλόταν στο μικρόβιο της ανεμοβλογιάς και που την ανάγκασε να παραμείνει στο κρεβάτι και να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Για να αποφύγει το χαρακτηρισμό τής μυθιστοριογράφου βιβλίων με λεσβιακό περιεχόμενο, το «Κάρολ» εκδόθηκε με ψευδώνυμο γιατί η ερωτική αφύπνιση μιας νεαρής ήταν ταμπού για τη συγκεκριμένη εποχή, όμως το μυθιστόρημα δεν άργησε να βρει τους αποδέκτες του, καθώς ήταν από τα ελάχιστα στο είδος του που δεν περιέγραφε αρνητικά την ομοφυλοφιλία και οι χαρακτήρες δεν ήταν ούτε απόβλητοι ούτε δυστυχείς.
Η ηρωίδα της, Τερίζ, μοιράζεται κάποια από τα χαρακτηριστικά της συγγραφέα, ενώ σε κάποια άλλα διαφοροποιείται: είναι δεκαεννέα ετών, μια άνεργη μαθητευόμενη σκηνογράφος και ελλείψει χρημάτων προσλαμβάνεται κι εκείνη για προσωρινή απασχόληση σε ένα πολυκατάστημα στο τμήμα των παιχνιδιών. Η Τερίζ διατηρεί μια βαρετή σχέση με έναν νεαρό ζωγράφο, τον Ρίτσαρντ, αλλά αισθάνεται αποξενωμένη από το περιβάλλον της καθώς «κανείς δεν επικοινωνούσε με κανέναν...έτσι που το νόημα, το μήνυμα, ή ό,τι περιέχει η ζωή, ποτέ δεν έβρισκε την έκφρασή του». Η μοναξιά της καθημερινά αυξάνεται και την κατατρέχει η αίσθηση πως στερείται το «στέρεο υλικό» από το οποίο είναι φτιαγμένη μια ζωή: στενές επαφές, στόχοι, έρωτας.
Η Τερίζ δεν έχει δική της οικογένεια... μεγάλωσε σε οικοτροφείο, όπου την άφησαν όταν ήταν οκτώ, μετά το θάνατο του πατέρα της. Η μητέρα της, έχοντας αποκτήσει καινούργιο σύζυγο και παιδιά, κάποια στιγμή σταμάτησε να την επισκέπτεται και η έλλειψή της φαίνεται πως την επηρέασε βαθύτατα. Η απουσία των γονιών και ιδιαίτερα της μητέρας ίσως και να ευθύνεται για την αναζήτηση της συντροφιάς και της φιλίας μεγαλύτερων γυναικών. Στο πρόσωπο της Κάρολ η προτίμηση αυτή θα πάρει ερωτικές προεκτάσεις, καθώς σε εκείνη θα αναζητήσει και την «ιδανική μητέρα» που θα την αγαπάει και θα την αποδέχεται άνευ όρων. Σύντομα, όμως, θα βρεθεί παγιδευμένη από τα συναισθήματά της και την ανάγκη της, καθώς η σχέση τους εξελίσσεται σε μια σχέση που διακρίνεται από έντονο ερωτικό πάθος.
Οι στιγμές που οι δύο γυναίκες περνάνε μαζί περιγράφονται ως «νησίδες στο χρόνο, μετέωρες κάπου στην καρδιά ή στη μνήμη, ανέπαφες, απόλυτες». Θα φύγουν μαζί και θα περιπλανηθούν από πολιτεία σε πολιτεία και θα ζήσουν τον έρωτά τους, ενώ ταυτόχρονα ένας ντετέκτιβ τις παρακολουθεί και μαζεύει ενοχοποιητικά στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν στη δίκη για το διαζύγιο της Κάρολ, προκειμένου να της αφαιρεθεί το δικαίωμα να βλέπει την κόρη της. Οταν τα πράγματα στενεύουν και το ειδύλλιό τους γίνεται γνωστό, η Κάρολ θα αναγκαστεί να αναχωρήσει βιαστικά αφήνοντας μόνη την Τερίζ. Μέσα στην αβάσταχτη αναμονή της θα διαπιστώσει πως το πρόσωπο της αγαπημένης το έφερε ήδη μέσα της: σε μια γυναικεία μορφή ενός πίνακα, ο οποίος ήταν κρεμασμένος και στη βιβλιοθήκη του οικοτροφείου όπου έζησε όταν ήταν μικρή, αναγνωρίζει την Κάρολ και διαπιστώνει πως απλώς περίμενε να συναντήσει κάποια που να αντιστοιχεί στο πρόσωπο που είχε εσωτερικεύσει.
Μέσα σε λίγες βδομάδες θα επεξεργαστεί τα συναισθήματα της και θα φθάσει σε μια καινούρια κατανόηση που αφορά τόσο τη δική της θέση στον κόσμο, τη σημασία της δουλειάς της, όσο και την ανάγκη αυτοδιαχείρισης -κατανόηση που επιταχύνεται από τη γνώση που αποκομίζει μετά την οριακή ερωτική της εμπειρία.
Ο έρωτας, εν προκειμένω, είναι μια αναγκαία μυητική περίοδος καθώς μετά την οδυνηρή εξάρτηση από το αντικείμενο του πόθου ακολουθεί η καταλυτική αφύπνιση. Δεν είναι τυχαίο που στην αρχή του μυθιστορήματος μαθαίνουμε πως η Τερίζ διαβάζει το «Πορτρέτο του καλλιτέχνη» του Τζέιμς Τζόις, αφήνοντας να εννοηθεί πως βρίσκεται και η ίδια στο κατώφλι της αναζήτησης μιας εμπειρίας η οποία θα αποκαταστήσει στα μάτια της τις δυνατότητες της ζωής και θα την περάσει στον κόσμο των ενηλίκων.
- ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
- [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ] ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 17/09/2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου