
Γρηγοριάδης Κώστας |
Στο χωριό μου, την περίοδο της Κατοχής, το Θεσπρωτικό της Λάκκας Σουλίου, όλοι μικροί και μεγάλοι αρχίσαμε να εντασσόμαστε στις δυο επικρατέστερες τότε οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης, που δρούσαν τότε στην περιοχή μας, στο ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ. Δεν είχαν εμφανισθεί ακόμα ένοπλα τμήματα και οι οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης ασχολούνταν πιο πολύ στον τομέα της διαφώτισης του πληθυσμού και στην προετοιμασία του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών, που θα επακολουθούσε. Και εμείς, που μόλις είχαμε αποστρατευτεί, αλλά και άλλοι νέοι του χωριού και της γύρω περιοχής της Λάκκας ήμασταν ενωμένοι και αγαπημένοι σαν αδέρφια!
***
Εκείνο τον καιρό, τα καλοκαίρια συγκεντρωνόμαστε στο Θεσπρωτικό όλοι οι σπουδαστές από τα διάφορα γυμνάσια και σχολές της Ηπείρου (Πρέβεζας, Αρτας, Ιωαννίνων) και οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Στο χωριό μας, σαν κεφαλοχώρι που είναι, είχε εγκατασταθεί ιταλική αστυνομία (μπριγκαντερία) κι ο μπριγκαντιέρης ήταν ένας ευγενέστατος και καλοπροαίρετος αξιωματικός, που προσπαθούσε με τη συμπεριφορά του να εξυπηρετεί το κοινό και σ' όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο χωριό μας έδειχνε πάντα φιλελληνική στάση σε σημείο που δεν ένιωθες, όπως γινόταν αλλού, το στυγνό βραχνά της κατοχής. Ολα αυτά βέβαια ήταν επιφανειακά. Στην πραγματικότητα η χώρα μας, κατά την περίοδο εκείνη, ζούσε κάτω από το πέλμα της τριπλής γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής κατοχής. Η Ηπειρος, τότε, βρισκόταν υπό την ιταλική κυριαρχία. Αργότερα πέρασε κι αυτή στη γερμανική διοίκηση, μετά τον παραμερισμό των Ιταλών.
Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ αναφέρεται σ' αυτήν την περίοδο.
***
Κυριακή. Μήνας Αύγουστος. Μια συντροφιά από 15-20 νέους και νέες του χωριού μας, με δική μου πρωτοβουλία, είχαμε οργανώσει εκδρομή στο ποτάμι της Μαύρης, στη θέση «Γιαλός», εκεί που ήταν τότε το παλιό πέτρινο γεφυράκι, που άμα το περνούσες μπορούσες να προχωρήσεις είτε αριστερά προς το μύλο της Ζερόπολης και τα ελώδη τέλματα της «Βρώμας», είτε δεξιά προς το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων και στη συνέχεια προς τη Ρωμιά ή τη Φιλιππιάδα.
Εμείς δεν περάσαμε το γεφυράκι αυτό αλλά σταθμεύσαμε και εγκατασταθήκαμε στην όχθη του ποταμιού της Μαύρης που περνάει κάτω από το γεφυράκι και συνεχίζει τη διαδρομή του μέσα από τις τοποθεσίες «Χαλίκια» («Παπαδιώτικα» και Γελαδόσταλο») και φτάνει ως κάτω στο βάλτο της Μαύρης με τελική κατάληξη τη «Λιμνοπούλα», όπου και χάνεται στις υπάρχουσες εκεί καταβόθρες.
Αυτήν την τοποθεσία που λεγόταν τότε «Γιαλός» (ίσως γιατί εκεί το ποτάμι πλάταινε πολύ και γινόταν εύκολα βατό) διαλέξαμε για να περάσουμε ευχάριστα την εκδρομή μας.
Είχαμε εφοδιαστεί με όλα τα απαραίτητα τρόφιμα και για να διασκεδάσουμε ακόμα καλύτερα είχαμε πάρει μαζί μας και τα μουσικά όργανα που ήξερε να «παίζει» ο καθένας. Εγώ και μερικοί άλλοι μαντολίνα, ένας βιολί, άλλοι κιθάρα, ένας φυσαρμόνικα και ένας άλλος φλάουτο. Ολοι μαζί απαρτίζαμε σχεδόν μια πρόχειρη ορχήστρα, που μπορούσε να «εκτελέσει» διάφορα μουσικά κομμάτια, κυρίως βαλς και ταγκό, από τα σουξέ της τότε εποχής, πολλά από τα οποία και σήμερα ακόμα ακούγονται ως «ρετρό». Κι όλοι μας διακρινόμαστε στο τραγούδι! Αλλοι με φωνές «μπάσο», άλλοι σαν μεσόφωνοι, υψίφωνοι κ.λπ.
Είχαμε ασκηθεί από τα πριν της κατοχής χρόνια, με τις διάφορες «καντάδες» που κάναμε τις νύχτες στους δρόμους του χωριού μας, και σε διάφορες άλλες εκδηλώσεις.
Τόση ήταν η προκατοχική εμπειρία μας σ' αυτού του είδους τις μουσικοτραγουδιστικές εκδηλώσεις, ώστε είχαμε καταφέρει να συμπαρασύρουμε σ' αυτές τις νυχτερινές μας καντάδες, και πολλούς άλλους ενήλικες καλλίφωνους συγχωριανούς μας, ακόμα και τον αλησμόνητο Παπανικόλα, που δε δίσταζαν να έρχονται στη συντροφιά μας και να μετέχουν σ' αυτές τις νυχτερινές «περιπατητικές» καντάδες!
Σε τούτη όμως την, σε περίοδο κατοχής, ημερήσια εκδρομή μας, όπως ανέφερα και παραπάνω, πήρανε μέρος νέοι και νέες 15 - 20 χρονώ και στη συνέχεια θα σας διηγηθώ τα καθέκαστα.
Το πρόγραμμα της εκδρομής μας περιλάβαινε: ομιλίες και ανακοινώσεις σχετικές με τη δράση του ΕΑΜ σ' ολόκληρη την κατεχόμενη χώρα, ραδιοφωνική παρακολούθηση του BBC, διανομή έντυπου υλικού. Στη συνέχεια, ψάρεμα με αγκίστρια και δίχτυα (βολκό) στο ποτάμι. Το μεσημέρι φαγοπότι κάτω από τις ιτιές και τους φράξους της ποταμίσιας όχθης.
Το γεύμα περιλάβαινε τα κανονικά τρόφιμα που 'χαμε φέρει μαζί μας από τα σπίτια μας. Κι επιπλέον ψητά ψάρια στη θράκα απ' αυτά που είχαμε πιάσει στο ποτάμι, και που τα ψήναμε σε «μπίκες», δηλαδή σε ξύλινες σουβλερές βεργίτσες στημένες όρθιες πλάι στη φωτιά. Επίσης, καραβίδες και καβούρια βρασμένα επιτόπου σε μικρό «κακάβι» (τέντζερη) με μπόλικο αλάτι και ρίγανη. Η νοστιμάδα τους ήταν μούρλια! Δε χόρταινες να τ' απολαμβάνεις κόβοντας τα κατακόκκινα από το βράσιμο καβούκια, τα πόδια και τις ουρές τους!
Και το απόγιομα, ύστερα από λίγη ώρα ανάπαυσης για τη «χώνευση» κάτω από τις βαθύσκιες ιτιές και τους φράξους, άρχιζε το μουσικοτραγουδιστικό πρόγραμμα, που αντηχούσε στις γύρω περιοχές.
-- ΕΑΜ... ΕΑΜ... ΕΑΜ... Φωνή Λαού, που φτάν' ως τ' άστρα τ' ουρανού!...
-- Βροντάει ο Ολυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα!...
Και πολλά άλλα αντιστασιακά.
Το γεγονός αυτό, φαίνεται, τράβηξε την προσοχή κάποιων περαστικών και δεν άργησε να μαθευτεί στο χωριό!
***
Την άλλη μέρα το πρωί, ο συχωριανός μου διερμηνέας των Ιταλών Μήτσος Ζορμπάς, με ειδοποίησε ότι με ζητούσαν από την ιταλική καραμπινερία να παρουσιαστώ. Στο δρόμο, ο Μήτσος μού είπε ότι ήθελε να με γνωρίσει ο μπριγκαντιέρης (αξιωματικός της αστυνομίας), για να διασταυρώσει την πληροφορία που του είχε δώσει τηλεφωνικά ο συνάδελφός του από τη Φιλιππιάδα για κάποια «επαναστατική εκδήλωση» νεαρών από τη δική του περιοχή. Κι ήθελε να διαλευκάνει την υπόθεση. Ο Μήτσος με ενημέρωσε ότι εγώ φερόμουνα σας αρχηγός της ομάδας και υπεύθυνος για την εκδήλωση αυτή.
Οταν παρουσιάστηκα στην ιταλική αστυνομία, ο μπριγκαντιέρης σηκώθηκε από το κάθισμά του και μου έτεινε το χέρι:
-- Μποτζιόρνο, σινιόρε προφεσόρε! Και συνέχισε (με μεσολαβητή το διερμηνέα). Καθίστε παρακαλώ. Δεν ήξερα πως επρόκειτο για σας. Μου είπαν ότι χθες Κυριακή είχατε οργανώσει μια επαναστατική συγκέντρωση σε κάποια τοποθεσία κοντά στη Φιλιππιάδα. Κι ότι, εκτός των άλλων, τραγουδούσατε αντάρτικα τραγούδια, που ακουγόντουσαν σ' ολόκληρη την περιοχή! Δε θέλω να πιστέψω πως συνέβη κάτι τέτοιο στην περιοχή μου και μάλιστα με υπεύθυνο εσάς, έναν διακεκριμένο εκπαιδευτικό, όπως με πληροφόρησε και ο παρών διερμηνέας.
Εξήγησα στον μπριγαντιέρη πως η εκδρομή μας ήταν μια απ' τις συνηθισμένες μορφές διασκέδασης των νέων του χωριού μας με μουσική, τραγούδια και χορούς. Οτι όλη η συντροφιά μας αποτελεί άτυπο μουσικοχορευτικό συγκρότημα με βιολιά, μαντολίνα και κιθάρες, και ότι δεν επρόκειτο για καμιά επαναστατική κίνηση! Αλλωστε, σεις οι Ιταλοί, πρόσθεσα, είστε φίλοι της μουσικής και απ' τους πρώτους διδάξαντες! Κι αν θέλετε να πληροφορηθείτε σας αναφέρω ότι ανάμεσα στα τραγούδια που τραγουδήσαμε ήταν και τα δικά σας «Αμόρε μίο», «Φτερό στον άνεμο», «Τιριτόμπα» κ.λπ.
Για να του διώξω δε κάθε αμφιβολία πως του έλεγα την «αλήθεια», του απάγγειλα τραγουδιστά τους πρώτους στίχους του «Αμόρε μίο».
Ο καλοκάγαθος μπριγκαντιέρης ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, ώστε άρχισε να τραγουδά την «Τιριτόμπα» (όλα ιταλικά) που σε μετάφραση είναι: «Στης Νάπολης σαν βγαίνω τα σοκάκια /βγαίνουν κάτι κοριτσάκια / πο 'χουν μαύρα μάτια, κόκκινα χειλάκια /και τραγούδια λεν γλυκά... /Τιριτόμπα... Τιριτόμπα....»
Και γεμάτος χαρά και ικανοποίηση ξέσπασε:
-- Ω μάμα μία!...
Επειτα, γυρνώντας προς τον διερμηνέα πρόστεσε:
-- Για δες τι πήγαν να μου πούνε! Οτι ο φιλόμουσος προφεσόρε Patsis είναι αρχηγός αντάρτικης ομάδας! Η μουσική, συνέχισε, ενώνει τους λαούς! Τους κάνει φίλους κι όχι εχθρούς!...
-- Σίγουρα! Απάντησα. Και βρήκα την ευκαιρία να τον πληροφορήσω ότι «όταν εγώ ο ίδιος στο αλβανικό μέτωπο, ως αξιωματικός επικεφαλής διμοιρίας αιχμαλώτισα μια ολόκληρη διμοιρία του ιταλικού στρατού, της οποίας οι άντρες παραδόθηκαν με κιθάρες και βιολιά σε κάποια σπηλιά στο χωριό Φτέρη του νότιου μετώπου, αντί να συγκρουστούμε - του είπα - αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί, εγώ με τον Ιταλό διμοιρίτη Μάριο Παβόνε, καθηγητή από το Κάλλιαρι κι οι φαντάροι μου με τους Ιταλούς (δεν με συνέφερε όμως να του πω ολόκληρη την αλήθεια. Οτι δηλαδή οι τσολιάδες μου τους ξετρύπωσαν από τη σπηλιά στην οποία ήταν κρυμμένοι με εφ' όπλου λόγχη κι ότι μετά βίας τους συγκράτησα να μηn τους πυροβολήσουν. Γιατί, οι ταλαίπωροι εκείνοι μόλις αντιλήφθησαν τον κίνδυνο, πέταξαν τα όπλα, σήκωσαν τα χέρια και φώναζαν «Μπόνο Γκρέκο... Φινίτο λα γκουέρα»). Ολα αυτά τα απόκρυψα λέγοντάς του ότι αγκαλιαστήκαμε... κ.λπ.
-- Μπράβο... μπραβίσιμο!... φώναξε ενθουσιασμένος ο μπριγκαντιέρης. Και πρόσθεσε:
-- Οι Ιταλοί και οι Ελληνες είναι ούνα φάτσα ... ούνα ράτσα!...
***
Από τότε γίναμε φίλοι εγώ κι ο μπριγκαντιέρης! Τόσο φίλοι που όπως διηγούμαι στο βιβλίο μου «Κυνηγώντας τ' όνειρο» σελ. 92-94 παραβρισκόταν σε όλες μας τις πολιτιστικές εκδηλώσεις (μουσικές συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κ.λπ.) και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό ακόμα και τα αντιστασιακά μας συνθήματα. Ολα τα ανεχόταν, από άγνοια βέβαια, γιατί τις αντιστασιακές κινήσεις μας φροντίζαμε να τις καλύπτουμε με τέτοιες εκδηλώσεις.