Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Πάνος Δ. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ: "Τα 'χει το εμπόριο"

Τα 'χει το εμπόριο
Στον κ. ΧΡΙΣΤΟ ΠΕΡΣΑΚΗ

Στους πέντε ανέμους η σπορά. Η γη λες και δεν ήθελε να τη δεχτεί φέτος. Ενα δάκρυ βροχούλας, μια δροσοσταλίδα δεν κυλούσε απ' τα βουρκωμένα σύννεφα τ' ουρανού και τα σπαρτά προτού καλά - καλά μεστώσουνε είχανε ξεραθεί. Μερικά που πρασινίζανε εδώ κ' εκεί είχανε στην καρδιά τους σκουλήκι. Και μονάχα οι κυκλαμιές θρασομανούσανε στα βράχια.
Οι Πευκοβουνιώτες, που όλο το έχει τους το είχανε στη διάθεση του Θεού, χτυπούσανε τόνα χέρι τους στ' άλλο μ' απελπισιά. Τα χείλια τους σα να τρεμουλιάζανε κάτου από μια βαριά κατάρα. Και τα βλέμματά τους, πότε αγριεμένα και πότε ικετευτικά, θωρούσανε πέρα τα γκρίζα συννεφάκια που αρμενίζανε κατά τη δύση, χωρίς να φέρνουνε ως τόσο τη βροχή.
Ετσι σχεδόν είχε φανεί το χινόπωρο κ' έτσι περνούσε βαρύθυμα ο χειμώνας. Το μελισσοχώρι κ' η αγράμπελη, ο κισσός κ' η καλοκαιριάτικη περιπλοκάδα, γέρνανε, σκεβρωμένα χέρια με γανιασμένα δάχτυλα, στα δυσμικά μέρη των σπιτιών. Κάπου, σ' ένα παράθυρο δειλά, μια γλάστρα βασιλικού ή δυόσμου. Στη γη όμως ούτε χορταράκι. Και τα ζωντανά του κάκου ψάχνανε στα χέρσα, του κάκου ψάχνανε στις ρεματιές. Ρέβανε σαν τον καρπό που τον έτρωγε το σκουλήκι.
Το νιώθανε πια για καλά οι Πευκοβουνιώτες πως φέτος η σπορά είχε πάει κατά διαβόλου. Μήτε για χερόβολο δε θα πιάνανε. Και ζητάγανε αλλιώς να βολέψουνε την περίσταση.
Οι περισσότεροι τραβούσανε πουρνό κατά το δάσος να κάνουνε πενήντα - εκατό ζύγια ξύλα, κρυφά, μην τους κόψει κανένα πρωτόκολλο ο δασικός. Και το δείλι, πάλε κρυφά, να τα περάσουνε στην πολιτεία. Ενας - δύο που είχανε ζωντανά στο γέννο, προσπαθούσανε να τα θρέψουνε με σπασμένα ελιοκούλουρα που αγοράζανε από το λιοτρίβι. Οσοι όμως είχανε άπλερα σπουργίτια να ταΐσουνε, νιώθανε πιο έντονη την ανάγκη να εργαστούνε με κάθε τρόπο, έστω και αν ξεριζώνανε σύριζα τα δέντρα του γειτονικού χωραφιού.
Ενας απ' τους τελευταίους κι ο Κώτσος ο Κοκκινιάς. Αυτός δεν είχε μόνο τη σπορά κατά διαβόλου, δεν είχε τα γιδοπρόβατα στου λύκου το στόμα. Πέντε άπλερα σπουργίτια, πέντε στόματα πεινασμένα περιμένανε απ' αυτόνε την τροφή. Κι ο άμοιρος ο Κοκκινιάς, σαν το ζαλισμένο απ' τον ήλιο αγρίμι, έτρεχε πότε στο δάσο και πότε στην πολιτεία, όλα να τα βολέψει.
Ενα δείλι φάνηκε χαρούμενος ν' ανηφορίζει το φιδωτό μονοπάτι. Απ' το πρωί το ξέρανε όλοι πως ο Kοκκινιάς είχε πάει στον Πειραιά, και τώρα κάτι καλό προσπαθούσανε να ξεχωρίσουνε στη χαρούμενη όψη του.
- Ε! πατριώτη Κώτσο, τι μαντάτα φέρνεις; τον ρωτήσανε.
Στην αρχή, λέξη. Πού ξέρεις, αν δεν του παίρνανε τη δουλειά. Μα ύστερα, σιγά - σιγά, ξεθάρρεψε και με σκεπασμένα λόγια τούς διηγήθηκε το και το, πως κάποιος κουμπάρος του που δούλευε στα βαπόρια του είπε να μαζέψει χλωρά κουκουνάρια από τα πεύκα και ναν του τα πάει. Τιμή, λέει, δεν του όρισε ακόμα. Μια πεντάρα την οκά θαν τούδινε. Οχι περισσότερα, γιατί μαθές τι αξίζανε τα παλιοκουκουνάρια σ' αυτόν. Ο κουμπάρος όμως τάθελε να τα ματαπουλήσει στα βαποράκια που κάνανε τ' ακτοπλοϊκά ταξίδια, μια που με τον πόλεμο τον Ευρωπαϊκό δεν ερχόντουσαν κάρβουνα και κοκ.
- Ατμός θα γίνουνε τα κουκουνάρια σου, δε θα γίνουνε χρυσάφι. Αν θέλεις φέρε μου... Λέω να καταπιαστώ τη δουλειά. Τι λέτε κ' εσείς; ρώτησε ο Κοκκινιάς τους δυο συχωριανούς του που τον ακούγανε.
- Μην τ' αφήνεις το εμπόριο. Δύσκολοι καιροί τώρα. Η πεντάρα - λίρα. Βάλ' εμπρός. Οι πεύκοι στενάζουνε απ' το φόρτο.
Την άλλη μέρα - Σάββατο είτανε - μαθεύτηκε στο Πευκοβούνι πως ο Κώτσος αγοράζει κουκουνάρια τρία λεφτά την οκά. Ολοι γελάσανε.
- Χαρά στην επιχείρηση, είπανε μερικοί.
- Σπίτι δίπατο θα χτίσει και θαν το δείτε, απαντήσανε άλλοι ειρωνικά.
Η Κυριακή όμως που βασίλεψε βρήκε στο κατώγι του Κοκκινιά μαζεμένο σε λοφίσκο πεντακόσιες οκάδες κουκουνάρι, χλωρό, ανοιχτοπράσινο, πετρωμένο μα και γιομάτο χυμούς.
Τα χωριατόπαιδα που δεν είχανε σκολειό ξεχυθήκανε απ' τη Χαραυγή στο δάσο. Ανεβασμένοι ψηλά στα πράσινα φουντωμένα πεύκα μαζεύανε αδιάκοπα κουκουνάρια για τον Κοκκινιά. Αυτά δεν την πήρανε αστεία την επιχείρηση. Δεκάρες βλέπαν στα χέρια τους, ο Κώτσος επλήρωνε όσα του πηγαίνανε, δέκα, είκοσι και πενήντα οκάδες ακόμα. Ναι, δεκάρες με το βασιλιά το Γεώργιο απάνου. Κι η μαρίδα του χωριού ανέβαινε στα δέντρα, τσάκιζε τα πευκόκλαρα, τσακιζότανε κι αυτή, μα στο τέλος με γιομάτα τσουβάλια έτρεχε στο χωριό φωνάζοντας:
- Καλά κουκουνάρια... Πάρτε κουκουνάρια για επερωκεάνεια...
Ο Κώτσος χαρούμενος ζύγιαζε όλη την Κυριακή και πλήρωνε αδιάκοπα με τη σκέψη πως πάντα διακόσες έως τρακόσες δραχμές θα βγάλει απ' αυτό το εμπόριο μια και ο Θεός είτανε τόσο άσπλαχνος κ' η γης ξεραμένη.
Με το ηλιοβασίλεμα του φέρανε τα χωριατόπαιδα το τελευταίο φόρτωμα. Ζύγιασε, πλήρωσε και τους είπε:
- Βρε παιδιά, ίσαμε την άλλη Κυριακή, τ' αργότερα, θέλω να μούχετε μαζωμένα ίσαμε 5.000 οκάδες. Αν μπορείτε γρηγορότερα τόσο το καλύτερο, γιατί το κουκουνάρι έχει φύρα, μωρέ παιδιά, όσο ξεραίνεται, τόσο το χειρότερο για μένα. Γρήγορα μαζεύτε γιατί χάθηκε.
Σε λίγες μέρες η σοδειά είχε συγκεντρωθεί. Το κουκουνάρι από βραδύς είχε φορτωθεί στο πέραμα. Τ' αμπάρια του γιομάτα. Περίμενε την αυγή να πάρει αγέρας, να φουσκώσει το κόκκινο πανί, να κόψει το πέραμα την πρώτη βόλτα.
Νύχτα ακόμα, με το φανάρι αναμμένο, κατέβηκε ο Κοκκινιάς με τον περαματζή στο λιμάνι.
Η θάλασσα δεν είτανε απάνεμη. Την όργωνε ο αγέρας και τα κύματα μ' αφρούς και βόγγους σπούσανε στο μώλο, λες και θέλανε να ρίξουνε τις πέτρες για να πάρουνε στ' ανοιχτά το πέραμα. Ο Κοκκινιάς φλωροκιτρίνισε κοιτώντας την αγριεμένη θάλασσα.
- Ελα να ξεμπουκάρουμε, του φώναξε ο περαματζής που πάσχιζε να γλυτώσει το πανί απ' τις αντένες του ξαρτιού.
- Φοβάμαι τον καιρό, καπετάν - Αργύρη.
- Τι φοβάσαι! Πρίμα θα πάμε. Σάλτα μέσα!
Ο Κοκκινιάς μ' όλο το φόβο που είχε πήδησε στο πέραμα. Δεν ήθελε να ταξιδέψει, μα πάλε συλλογιότανε πως ο κουμπάρος θα τον περίμενε σήμερα, Δευτέρα πρωί, στον Πειραιά. Ως τόσο έκανε το σταυρό του, όταν φούσκωσε ο αγέρας το πανί και πήρανε τις πρώτες βόλτες στο λιμάνι.
Το πέραμα έστριβε δώθε - κείθε, σαν παιχνιδιάρικο γλαροπούλι, στεφανωμένο απ' τον αφρό και το κύμα. Μόλις όμως στρίψανε τη μύτη και βγήκανε στ' ανοιχτά, μια σοροκάδα δυνατή, άγρια, μανιασμένη, που έκανε τη θάλασσα ν' αφρίζει, άλογο που δεν ακούει στο χαλινάρι, τίναζε το πέραμα μ' όλο το βάρος των κουκουναριών σαν καρυδότσουφλο.
Ο Κοκκινιάς τα χρειάστηκε, το ίδιο κι ο καπετάν - Αργύρης.
- Βράζει!... Τρώει τα βράχια η άτιμη!
- Τράβα να δέσουμε κάβο στεριανά. Θα βουλιάξουμε και θα χάσω το πράμα, φώναζε τρομαγμένα ο Κοκκινιάς.
- Σε καλό σου! Δάγκωσε τη γλώσσα σου. Μην κακομελετάς στο πέλαγο, τ' απάντησε ο καπετάν - Αργύρης. Κουράγιο! Θα πάμε πρίμα.
Η θάλασσα όμως, τ' αφρισμένο κύμα, περνώντας μ' ορμή, πηδώντας πάνω απ' το πέραμα, έπαιρνε πάντα κάτι απ' το λόφο των κουκουναριών. Ο Κοκκινιάς περίλυπος κοιτούσε τα κουκουνάρια που σα φελλοί διχτυών πλέανε στην απανωσιά της θάλασσας.
- Πάνε τα κουκουνάρια, πάνε τα λεφτά μου, μονολογούσε λυπημένα. Και τ' αχόρταγο κύμα έκλεβε, κι όλο έπαιρνε μακριά τη γλυκειά του ελπίδα. Κι έκλεινε τα μάτια του να μη βλέπει. Μα ο λογισμός δούλευε. Τα μάτια της αγωνίας ορθάνοιχτα. Κι έβλεπε τη γη ξεραμένη, τα σπαρτά να γέρνουνε στο χώμα προτού πάρουνε μια σπιθαμή, τα γιδοπρόβατα να μουγκρίζουνε σαν τα κύματα, κυνηγημένα κι αυτά ποιος ξέρει από ποια κακή σοροκάδα.
Ετσι με χίλια βάσανα και χίλια χτυποκάρδια τρέμανε τα γόνατά του. Και τα χέρια του πιότερο τρέμανε στην πλάστιγγα. Ζυγιάσανε τα κουκουνάρια και βρήκανε μόνο δυο χιλιάδες οκάδες. Τρεις μετρημένες χιλιάδες είχε πάρει η θάλασσα για να γαληνέψει.
Από εφτά λεφτά την οκά, εκατό σαράντα δραχμές τούδωσε ο κουμπάρος του για τις δύο χιλιάδες οκάδες. Από τρία λεφτά πούχε πληρώσει τις πέντε χιλιάδες, έχανε και κάτι από την τσέπη του.
- Με φάγανε οι χωριανοί μου με τις γλωσσοφαγιές τους, καπετάν - Αργύρη, είπε κουνώντας περίλυπα το κεφάλι του. Σπίτι δίπατο θα χτίσω!... Χμ! Να, τώρα στις τόσες μου δυστυχίες κι άλλη. Χάνω κ' είκοσι δραχμές από δικά μου!...
- Μη σικλετίζεσαι, Κώτσο μου. Τάχει το εμπόριο αυτά, τ' απάντησε φιλοσοφικά ο καπετάν - Αργύρης, παίρνοντάς του με τρόπο το δεκάρικο για το ταξίδι!
Πάνος Δ.ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου