Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Κώστας Παρορίτης: Το δικό μας χαμόγελο



Δειλινό. Κόπασε το μελτέμι. Λαμποκοπάει η μουσκεμένη αμμουδιά κάθε που αποτραβιέται η θάλασσα. Το λοξό πεύκο συλλογιέται. Συλλογιόμαστε και μεις μαζί του, τραβάμε στον άμμο γραμμές, γράφουμε κάτι ψηφία, κάτι ζουγραφιές, μια γοργόνα, μια καρδιά, μιαν άγκυρα - έτσι, τι να πεις; Θέλεις κάτι να φτιάξεις, να δώσεις, για να γιομίσει ο καιρός, να ξανασάνεις. Κρατάς στα χέρια την ημέρα σαν ένα γράμμα μέσα στον άσπρο φάκελο. Θα γράψεις τη διεύθυνση, δυο λέξεις μόνο: στους ανθρώπους. Τίποτ' άλλο. Θα 'ναι κει μέσα ένα κομμάτι θάλασσα, ένα άστρο, τρεις - τέσσερις πευκοβελόνες - η χαρά σου. Και θα χαμογελάς στον ύπνο σου. Οπου να 'ναι θα πάρουν το γράμμα. Θα τ' ανοίξουν. Θα ξεδιπλώσουν τη θάλασσα. Διαβάζουν. Πώς φέγγουνε τα μάτια τους. Είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να χαίρουνται οι ανθρώποι; «Ποιοι κλέβουν απ' τα μάτια μας το φως;». Ετσι ρωτούσαμε άλλοτες. Τώρα το ξέρουμε. Δεν το ρωτάμε πια. Μονάχα πολεμάμε.

Ο ήλιος λέει: «Είμαι δικός σας. Πάρτε με. Βγάλτε απ' τη μέση κείνον που με φράζει» . Η θάλασσα λέει: «Είμαι δικιά σας». Το ίδιο κι ο αγέρας και το δέντρο και ο ουρανός κι η γης: «Πάρε με. Δούλεψέ με. Φτιάξε με και φτιάξε τη χαρά σου».
Γράφεις στον άμμο αριθμούς. Μετράς με την καρδιά σου τη χαρά του κόσμου. Μετράς την πίκρα του. Λογαριάζεις τα έξοδα της μέρας, τις έγνοιες σου, σα να λογαριάζεις τα έξοδα που 'κανες για ν' αγοράσεις παιχνίδια στα παιδιά, φανέλλες για τους φαντάρους, τσεμπέρια για τις μαννάδες. Ναι, κάτι φτιάξαμε. Κάνεις, τη σούμα: πιστεύω.

Ησυχα, σιωπηλά η βραδιά μαζεύει τα χρώματα σαν την καλή νοικοκυρά που μαζεύει απ' το σκοινί της πλύσης τα κόκκινα μεσοφόρια και τα πράσινα βρακιά, τις θαλασσιές ποδιές και τις μυριόπλουμες βελέντζες. Μια γλυκιά μυρουδιά. Φύκια και ρετσίνι. Νοτισμένη ζέστα. Κάπου αναμμένο κάρβουνο. Κει πίσω από το βουναλάκι θα σιδερώνει η βραδιά τη νυχτικιά της. 'Αναψε κιόλας τη λάμπα της. Το πρώτο αστέρι.

Αράζει μια τράτα. Τραβάνε σιωπηλά τα δίχτυα. Γυμνά τα πόδια μπήγουνται στον άμμο. Λοξά τα κορμιά. Τεντωμένα τα νεύρα. Τα μούσκουλα πετάγονται στα μπράτσα και στα μπούτια. Βαθειές χαρακιές αυλακώνουν τα λιοκαμμένα πρόσωπα. Δύο νέοι σταματάνε δίπλα τους. Κουβεντιάζουν,
-- Τι μόχτος. Και μπορεί να μην πιάσουν μήτε ένα ψάρι.
-- Μόχτος δίχως πλερωμή.
-- Αλλιά σε κείνονε που δε μοχτεί καθόλου.
--'Αδεια ζωή.
-- Ναι.
-- Τώρα μοχτούνε όλοι για μια φούχτα ανθρώπους.
-- Είδες και πάλι τόσα φτιάξανε.
-- Ναι, μα με πόση πίκρα, πόσα βάσανα?
-- Σκέψου μεθαύριο που καθένας θα δουλεύει για όλους και όλοι για τον καθένανε. Τι βλογημένος μόχτος. Τι χαρούμενος μόχτος.
-- Ω, τότες.?
-- Ναι, τώρα χρωστάμε να μοχτούμε για τούτο το τότες, για μας, για ούλο τον κόσμο. Για βάλτο με το νου σου. Να φτιάχνεις κάτι όχι για σένα και για δύο ή για πέντε άλλους. Να φτιάχνεις κάτι και να λες: «Αυτό 'ναι για όλους και για μένα». Να ξέρεις πως προσμένουνε να το δεχτούν χιλιάδες. Χιλιάδες νομάτοι να το χαίρουνται. Και συ να χαίρεσαι χιλιάδες χαρές. Για σκέψου το. Τι κέφι τότες να δουλεύεις. Τσιτώνεται η καρδιά. Φουσκώνουν της ψυχής τα μούσκουλα. Να δίνεις όλης της ψυχής σου τ' αγαθά για να τα βρίσκεις χιλιαπλάσια στις ψυχές όλου του κόσμου.
-- Ω, τότες, ναι.
-- Και τώρα, ναι, για το τώρα που φτιάχνει το τότες.
Βραδιάζει για καλά. Οι ψαράδες τραβάνε τα δίχτυα. Πάνου στα λιοφρυγμένα τους γυμνά κορμιά τρεμουλιάζει ρίγες - ρίγες ή γαλαζωπή αντιφεγγιά της θάλασσας. Ενα τραγούδι αγαπημένο έρχεται από πέρα, απ' τις σκηνές της ακρογιαλιάς:
Οσα βλέπουμε μπροστά μας
απ' τα χρόνια τα παλιά
στη δουλειά μας τα χρωστάμε
ζήτω, ζήτω η εργατιά.

Μας ξέρει τούτο το τραγούδι. Το ξέρουμε. Χιλιάδες κόσμος έχει βάλει την καρδιά του μέσα σε τούτο τον απλό σκοπό. Η πίστη, τ' όνειρο, ο αγώνας. Μια μεγάλη ιστορία. Πολύ καρδιοχτύπι, πολύ αίμα, πολλή ελπίδα κι ενθουσιασμός. Ακούμε τούτο το τραγούδι, κυττάμε τους ψαράδες, θυμόμαστε κείνους τους άλλους ψαράδες, πίσω απ' τα χρόνια, θυμόμαστε κείνον το γέρο περβολάρη που μοχτούσε ως τα στερνά του, κλαδεύοντας τα δέντρα, φυτεύοντας τα νια βλαστάρια, ποτίζοντας.
-- Παππού, του λέγαμε. Δεν κάθεσαι μια σταλιά να ξανασάνεις;
-- Ετσι ξανασαίνω, γιε μου.
-- Και δεν κουράζεσαι;
-- 'Αμα κάθουμαι κουράζομαι. Σα βουληθεί ο Θεός θα σταματήσω. Μα και κει πάνου λέω ναν του ζητήσω να μ' αφήκει να περιποιέμαι τα δέντρα του. Και δε θα 'βγει ζημιωμένος. Θαν του φτιάξω, μάτια μ', κάτι δεντρά που θαν του σπάνε τα ρουθούνια απ' τη μοσκοβολιά τους.
-- Και πού το ξέρεις, παππού, πως εκεί πάνου έχει δέντρα;
-- Αμ' δα στραβός είμαι και δε γλέπω; Τι άλλο, μαθές, είναι τ' αστέρια πάρεξ τα λουλούδια που 'χουνε τα δέντρα τ' ουρανού; Πες λεμονιές, πες αχλαδιές, πες μηλίτσες. Και δεν σε παίρνει κάθε βράδυ η μοσκοβολιά που 'ρχεται από κει ψηλά; Το μεσονύχτι που κοιμάσαι στην ταράτσα σου περουνιάζουνε τα σπλάχνα τούτες οι ευωδιές. Μα κι αν δεν έχει πάλι, θα φυτέψω εγώ. Θα πάρω κάμποσους σπόρους στο μαντήλι μου.

Πότιζε το περβόλι και κουβέντιαζε. Καμάρωνε τα νιόβγαλτα δεντράκια. Επλενε τα φύλλα. Στύλωνε τα στραβά κορμιά. Κάτι μουρμούριζε. Το νοτισμένο χώμα ευώδιαζε. Μια λεμονίτσα τέντωνε γυαλιστερά τα δυνατά της φύλλα.
-- Τη βλέπεις τούτη δω την κοπελίτσα. Ξεφάντωσε. Να, να. Πέρσι ήταν μια σταλίτσα, τόση δα. Μ' έφτανε ίσαμε δώ, λίγο πιο πάνου απ' το γόνα. Τώρα τραβάει τ' αψήλου, μου 'γινε της παντρειάς. Κοντεύει να με ξεπεράσει. Ε, έ, κυρά, μη βιάζεσαι. Βλέπεις, θέλει να διεί όξω απ' τη μάντρα. Καλά. Σώπα. Του χρόνου πια ποιος μας κρατάει; Ετσι να, κάθε κλαδάκι που φυτρώνει λέω πως κέρδισε ο ντουνιάς μια ζωή. Και περφανεύουμαι του λόου μου πως βόηθηξα και γω το Θεό σε κάτι. Κάθε που ξεμυτίζει ένα καινούριο φύλλο λέω και ξεμυτίζει ένα φτερό στη ράχη μου. Θαρρώ σε λίγο πως φτερό με το φτερό θα μου δεθούν φτερούγες και θα πετάξω ανάλαφρος πάνου απ' τα δέντρα. Μην το γελάς. Τι 'τανε πέρσι τούτο δα; Μια σπιθαμή πράμα. Τώρα μου δίνει κάθε μεσημέρι δυο οργιές ίσκιο. Μπορούνε να σταλιάσουν μια χαρά δυο προβατίνες κάτου του. Του χρόνου θα κοιμάμαι γω στη σκιά του. Κι απέ θα δώσει και λουλούδι και καρπό. Κάτι μεγάλα ζουμερά λεμόνια. Θα φτιάχνουν σούπες που θα γλείφουνε τα χείλια τους. Ε, και σα λείψω εγώ τούτο το δέντρο το δικό μου θα μείνει. 'Αλλοι θα κάτσουνε στον ίσκιο του, άλλοι θα φάνε τα λεμόνια του, κι ας μη με συλλογιούνται εμένα, εγώ θα βρίσκουμαι ολοσούσουμος μέσ' στη χαρά τους, μέσα στον ίσκιο, μέσα στο λεμόνι. Ναι, ναι και μέσα στο λεμόνι που οι άλλοι, λέω τ' αδέρφια μου, θα τρώνε και θα χαίρουνται. Και γω θα χαίρουμαι. Μη δα είναι λίγο τούτο να;

Κείνος ο περβολάρης. Το τραγούδι απόμακρα, πάνου απ' τις σκηνές. Σπιθίζει η θάλασσα. Μέσα στα δίχτυα σπαρταρούν τα ψάρια, αστράφτουν. Ο άγιος μόχτος. Είναι μια δυνατή σιωπή μέσα στο βράδυ. Αντίκρυ ανάψανε τα φώτα. Ρίχνουμε και μεις τα δίχτυα της ψυχής μας μέσα στον ουρανό, μέσα στη θάλασσα, μέσα στον κόσμο. Να πιάσουμε ένα αστέρι, μια φωνή, κάποιο τραγούδι. Κάτι να δώσουμε και μεις, κάτι να πάρουμε. Ο φάκελος της μέρας κολλημένος. Μια απλή διεύθυνση: Στους ανθρώπους. Οχι. Στ' αδέρφια μας. Θα ξεδιπλώσουν τη θάλασσα. Θα διαβάσουν. Πώς φέγγουνε τα μάτια τους. Χαμογελάνε. Ενα χαμόγελο δικό μας.
  • Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 19 του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» (1945)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου