Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Υπαρξιακός τρόμος

  • Ανδρέας Μήτσου
  • Ο αγαπημένος των μελισσών
  • εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 172
Πριν από εννέα χρόνια, ο αφηγητής ενός διηγήματος του Ανδρέα Μήτσου αγαπούσε τις σφήκες, τώρα, ο ήρωας του καινούριου βιβλίου του είναι ο αγαπημένος των μελισσών. Οι συγγραφικές εμμονές παραμένουν οι ίδιες, οι ιστορίες, όμως, αλλάζουν άρδην. Το πρόσφατο είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα, που αναπτύσσεται σε έκταση νουβέλας, όπως και το προ τριετίας βιβλίο του, «Ο κύριος Επισκοπάκης». Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το παλαιότερο νουβέλα, ενώ το πρόσφατο, μυθιστόρημα. Οπως, όμως, και να τα χαρακτηρίζει, στα δυσδιάκριτα όρια μακροσκελούς διηγήματος, νουβέλας και σύντομου μυθιστορήματος εμπίπτουν ορισμένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία με θέμα τον υπαρξιακό τρόμο. Πάνω στον τρόμο που φέρνουν, προϊόντος του χρόνου, η ηλικία και το συνοδευτικό ρίγος του θανάτου, υφαίνεται η καινούρια μυθοπλασία του Μήτσου. Ταυτόχρονα, όμως, η μυθοπλασία παρουσιάζεται ως γέννημα αυτού του τρόμου, καθώς ο συγγραφέας εμφανίζεται αυτοπρόσωπος και εξομολογητικός εντός της. Συγκεκριμένα, σε ένα υποκεφάλαιο του τέταρτου μέρους του μυθιστορήματος περιγράφεται μια νύχτα αϋπνίας του συγγραφέα. Ακριβέστερα, πρόκειται για μια περσόνα του συγγραφέα, την οποία σκόπιμα προβάλλει ώστε να γειώσει στον τόπο και στον χρόνο μια μυθοπλασία εξαιρετικά ευφάνταστης σύλληψης. 

Εκεί, η εμπειρία του βασανιστικά αργού χρόνου που μένει κάποιος ξαπλωμένος αδυνατώντας να κοιμηθεί ή, κι αν αποκοιμηθεί, λαγοκοιμάται, κατακλυζόμενος από εφιαλτικά όνειρα, αποκτά αυτοτέλεια διηγήματος με υπερρεαλιστικές αναλαμπές. Ιδιαίτερα προς το τέλος, όταν ο συγγραφέας αρχίζει να παλεύει με «τον μαύρο σκύλο» του άγχους, που του ρουφάει το μυαλό, αφήνοντας μόνο το μεδούλι της εμμονής. Ο συγγραφέας διάγει το 59ο έτος της ηλικίας του και μπροστά του ορθώνεται απειλητικό το κατώφλι της γεροντικής ηλικίας, το οποίο, σχηματικά και στρογγυλεμένα, είθισται να ορίζεται στα 60. Καταποντιζόμενος στον πανικό της ηλικίας, ανακαλεί στη μνήμη του την εικόνα του άντρα, που κολυμπούσε το απόγευμα δίπλα του. Είναι τουλάχιστον είκοσι πόντους ψηλότερος και κατά είκοσι χρόνια νεότερος. Οπως και στο παλαιότερο διήγημα, «Σφήκες», οι δύο εμμονές παρουσιάζονται μαζί, σαν σοφιλιασμένες, στο υποσυνείδητο. Ως κατάλοιπο της εφηβείας εμφανίζεται το ελλειμματικό μπόι, ενώ η εμμονή της ηλικίας έρχεται και προστίθεται με την ωριμότητα. Ο φθόνος για τον νεότερο και πιο ρωμαλέο άντρα ξυπνάει πρωτόγονα ένστικτα. Αισθάνεται έτοιμος ακόμη και για φόνο. 

Ο συγγραφέας, όταν ξανασυναντάει τον κολυμβητή στην παραλία, προφανώς, δεν τον σκοτώνει. Μην μπορώντας να συγκρατήσει τη μοχθηρή του διάθεση, του επιτίθεται. Το μόνο, όμως, που καταφέρνει, είναι μια απόπειρα βιαιοπραγίας, καθώς ο άλλος, λόγω σωματικών προσόντων, τον ακινητοποιεί και τον παραδίδει στην αστυνομία. Αυτή η σκηνή, έκτασης μόλις μιας σελίδας, τοποθετείται ως πρόλογος του μυθιστορήματος. Ενώ η έκβαση του ατυχούς συμβάντος παίρνει θέση επιλόγου. Ο φόνος, ωστόσο, που δεν λαμβάνει χώρα στην πραγματικότητα, συντελείται στο μυθιστόρημα που γράφει ο συγγραφέας για να εκτονώσει την οργή του. Αυτό, άλλωστε, είναι το μεγάλο ατού των συγγραφέων. Η ατιμωρητί δραματοποίηση των φαντασιώσεών τους. Στην παραλία Γρίμποβο της πόλης της Ναυπάκτου, στην οποία κολυμπούσε ο συγγραφέας, ξεκινάει το μυθιστόρημα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, που κολυμπάει εκεί, διάγει κι αυτός το 59ο έτος της ηλικίας του. Δεν είναι Ελληνας, αλλά Σουηδός και το ύψος του ξεπερνάει τα δύο μέτρα. Δίπλα του κολυμπάει ένας Ελληνας, τουλάχιστον είκοσι χρόνια νεότερος και είκοσι πόντους κοντύτερος. Παρ' όλα αυτά, ο Σουηδός αναγνωρίζει στον Ελληνα τον νεαρότερο εαυτό του. 

Οπως παρατηρούσαμε πρόσφατα, με αφορμή το νεοανακαλυφθέν μυθιστόρημα του Ψυχάρη, οι νάρκισσοι συγγραφείς συνηθίζουν να προβάλλουν εαυτούς στους ήρωές τους. Και όταν δεν χωρούν σε έναν ήρωα, μοιράζουν τα σουσούμιά τους σε δύο ή και περισσότερους. Αυτό, ακριβώς, κάνει και ο συγγραφέας του παρόντος μυθιστορήματος. Τη ζηλόφθονη πλευρά ενός που έχει αρχίσει να γερνάει, τη διοχετεύει στον Σουηδό, ενώ την ανέμελη και ερωτική ενός παλαιότερου εαυτού του, μαζί με τον σωματότυπό του, τον οποίο, παρά τα συμπλέγματά του, έχει περί πολλού, στον Ελληνα. Το στοιχείο της ομοιότητας που εισάγει ο Μήτσου, παραπέμπει στη συνειδητοποίηση του εαυτού μας μέσα από τα κατοπτρικά του είδωλα και συνιστά ένα από τα αγαπημένα του θέματα, ήδη από τον καιρό που έγραφε τις «Σφήκες». 

Ο Σουηδός έχει μόλις χάσει τη γυναίκα του. Η συνάφεια με τον θάνατο λειτουργεί ως υπενθύμιση πως πλησιάζει και ο δικός του θάνατος. Καίτοι υγιής, το μέσο προσδόκιμο όριο επιβίωσης δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιόδοξες σκέψεις. Ζητά απεγνωσμένα παράταση χρόνου και την ευκαιρία για μια καινούρια αρχή. Με άλλα λόγια, περνά μια σοβαρή κρίση ηλικίας. Σε ανάλογες περιπτώσεις, άλλοι ταξιδεύουν, άλλοι αποκτούν μια νεότερη σύντροφο, ενώ όσοι μπορούν δοκιμάζουν και τα δύο. Εδώ, ο έρωτας δείχνει σαν μια εξευγενισμένη μορφή βαμπιρισμού, όπου δεν ρουφάς αίμα αλλά χυμούς νεότητας. Ο Σουηδός συνοδεύεται από τη δεκαεξάχρονη κόρη του και ο Ελληνας από τη νεότερη σύζυγό του. Ο Σουηδός γοητεύει τη σύζυγο του Ελληνα κι εκείνος την κόρη του Σουηδού. Με αυτό το ερωτικό γαϊτανάκι θα στηνόταν ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να πάρει και τη μορφή μυθιστορήματος ιδεών, καθώς οι διαφορετικές ηλικίες των εμπλεκομένων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στοχαστικού χαρακτήρα συζητήσεις περί χρόνου. Και πράγματι, το θέμα του χρόνου πολιορκεί το μυθιστόρημα. Οχι, όμως, ως αφηρημένη έννοια, αλλά ως ουσιώδες στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αντιπαράθεση Σουηδού και Ελληνα αναδεικνύεται, εκτός των άλλων, και σε αναμέτρηση του αλλοτριωμένου ανθρώπου με την προηγούμενη αυθεντική υπόστασή του. 

Ο Μήτσου στήνει ένα μυθιστόρημα κατ' επίφασιν αστυνομικό πάνω σε μια δοξασία των Βίκινγκς, σύμφωνα με την οποία ο ψυχοπομπός άγγελος εμφανίζεται με τη μορφή του σωσία μας. Ουσιαστικά, όμως, εκμεταλλεύεται τον μύθο του Φάουστ. Μπορεί ο ήρωας να μη συνομιλεί με τον Διάβολο, ωστόσο του πουλά την ψυχή του, αφού διαπράττει φόνο. Ως αντάλλαγμα εξασφαλίζει είκοσι επιπλέον χρόνια νεότητας και σαν λάφυρο παίρνει τη σύζυγο του θύματος, μια γυναίκα κοντά τριάντα χρόνια νεότερή του. Κατά τ' άλλα, αρχαιολάτρης ο δολοφόνος, τελεί το ανοσιούργημα σύμφωνα με τις γραφές των τραγικών ποιητών. Ακριβέστερα, εμπνέεται από τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή. Τελικά, όμως, αυτή η προσήλωσή του στους Αρχαίους Ελληνες θα τον προδώσει, όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Οπως αποκαλύπτει ο επίλογος, η συγγραφή του μυθιστορήματος έφερε τη λύτρωση από τα ψυχοφθόρα πάθη. Τουτέστιν, επετεύχθη η κατά Αριστοτέλη κάθαρση και ο συγγραφέας, ακμαιότατος, ετοιμάζεται να περάσει οσονούπω το κατώφλι των γηρατειών. 

Ενώ οι ήρωες πασχίζουν να συμβιβάσουν τον υπαρκτό χρόνο, μέσα στον οποίο ζούνε, με την υποκειμενική αίσθηση της διάρκειας του παρερχόμενου χρόνου, ο συγγραφέας προσπαθεί να βρει αφηγηματικό ρυθμό, που να αντανακλά την ενδόμυχη αγωνία τους. Καταλήγει σε παραλλαγές, ανάλογα με την οπτική γωνία και την εστίαση. Διαιρεί το μυθιστόρημα σε κεφάλαια και υποκεφάλαια. Δοκιμάζει μικροπερίοδο λόγο και συντακτική αναδιάταξη ποιητικής καταγωγής. Πληθαίνει τα μυθικά περάσματα και τα μεταφυσικά ανοίγματα. Για τις περικοπές ενδιάθετου λόγου, όπου ανακυκλώνονται οι περί χρόνου ρήσεις οσίων, απόψεις διανοητών και εμβαθύνσεις φιλοσόφων, επιλέγει ένα στακάτο αφηγηματικό τέμπο. Κατά τ' άλλα, η αφήγηση παραμένει ηθελημένα κρυπτική, όπως προσιδιάζει στην πολιορκούμενη από τον συγγραφέα ρευστή έννοια του χρόνου. 

Ο Μήτσου, ξεκινώντας από τον τίτλο του μυθιστορήματος, πλάθει υπερρεαλιστικές εικόνες, που, σκόρπιες μέσα στην αφήγηση, υπερβαίνουν το ρεαλιστικό πλαίσιο, δημιουργώντας ευφρόσυνη διάθεση. Κορυφαία σύλληψη είναι η καταληκτική περιγραφή της ταρίχευσης ενός όρθιου νεκρού σώματος με κερί και μέλι. Κατ' αυτόν τον τρόπο ταρίχευαν στους αρχαίους χρόνους τους επιφανείς, ενώ κατά τους χριστιανικούς αιώνες η όρθια θέση υιοθετήθηκε στην ταφή των Οικουμενικών Πατριαρχών. Μόνο που στο μυθιστόρημα τον φόρο τιμής δεν τον αποτίουν οι ζώντες, αλλά οι μέλισσες. Μια αντίστοιχης εμπνεύσεως εικόνα διαφύλαξης των κατάλοιπων ενός νεκρού συναντάμε στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Φώτη Θαλασσινού. Τις καταγράφουμε ως ποιητικές εκφάνσεις στον χώρο του μακάβριου. Παρόμοιες εικόνες σπανίζουν στη σημερινή ελληνική πεζογραφία, που ακολουθεί διαφορετικές κατευθύνσεις. 
  • ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ],

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου