Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Patricia Highsmith Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϋ


Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϋ
Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις: Άγρα, 2008
Σελίδες: 424

Προσλαμβάνοντας το νόημα της φράσης του μότο συμβολικά, θα λέγαμε ότι και η γραφή τής, κλασικής πια, Αμερικανίδας συγγραφέως αστυνομικών ιστοριών Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995) μας επιφυλλάσσει όχι καταδηλωτικούς τρόπους για να περιγραφεί το καίριο.
Με άλλα λόγια, η δεξιοτέχνις αυτή της «μαύρης» αφήγησης από τα πρώτα της έργα παίζει σε διάφορα ημιτόνια.
Κρατάει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο κοινόχρηστο και το ανοίκειο, στο προφανές και το ακροαστικό, στο ηθικό και στο αντίθετό του. Χρειάζεται πολλούς δρόμους και τεχνάσματα για να καταλήξει στο δεδομένο και φρικτό, που είναι κυρίαρχο εξαρχής στην πίσω σκηνή. Γιατί εκείνο που εντέλει επικρατεί στον κόσμο της είναι ένα κλίμα σκοτεινό, τροφοδοτημένο από ενστικτώδεις ψυχισμούς. Ας μην ξεχνάμε ότι με την εμφάνισή της χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως «σκοτεινότερη και πιο ψυχρή» από τον Ζορζ Σιμενόν.
Για να μας πείσει, λοιπόν, περί της αληθείας της η Χ., τολμά και προτείνει ήρωες, όπως ο Τομ Ρίπλεϊ, ο οποίος είναι ένας ανεξέλικτος, βαθύτερα, χαρακτήρας, ενδεδυμένος απλώς το κουστούμι της κοινωνικής ευπρέπειας, φυλάσσοντας επιμελώς τον αταβισμό του.
Στην πενταλογία της με ήρωα τον Ρίπλεϊ, η δημιουργός των Ξένων σε ένα τρένο (ελληνική απόδοση: Ο άγνωστος του εξπρές) χειρίζεται την προσωπικότητα του, μεταμφιεσμένου σε άνθρωπο, δολοφόνου της σαν να μας παροτρύνει να τον γνωρίσουμε από κοινού. Σχεδόν μας πείθει ότι νιώθει έκπληξη σε κάθε της βήμα προς το απρόβλεπτο αυτό άτομο «της διπλανής πόρτας».
Εάν την απασχόλησε τόσο πολύ ο συγκεκριμένος χαρακτήρας -γεννημένος το 1955 και ολοκληρωμένος τριάντα τόσα χρόνια μετά- είναι γιατί μεταπολεμικά ήταν η πρώτη σημαντική συγγραφέας της «μαύρης» λογοτεχνίας που διαχειρίστηκε μια αμοραλιστική προσωπικότητα, πολύ πριν από άλλους συναδέλφους της, εμπνευστές παρόμοιων ή και περισσότερο απωθητικών ηρώων.
Η αφήγηση στις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μετά τις φοβερές εμπειρίες των μεγάλων συρράξεων και νωρίτερα από τον καταποντισμό των ιδεολογιών, δεν δίστασε να θέσει στο κέντρο της δραματουργίας της χαρακτήρες ανθρωποειδείς. Ενας από αυτούς και ο Ρίπλεϊ, τον οποίο η δημιουργός του ανέδειξε σχεδόν σε πρότυπο του μοντέρνου ατόμου. Με κεκρυμμένη την έρημο των αισθημάτων του, υπόδειγμα αστού με φιλοκαλία και άλλα απαιτητικά, εξωτερικά, αντανακλαστικά, ο Ρίπλεϊ είναι, ασφαλώς, ένας κάπως πιο εξευγενισμένος πρόγονος του Χάνιμπαλ Λέκτορ (για να θυμηθούμε τον απερίφραστο ήρωα του Χάρις).
Μήπως, εδώ που τα λέμε, διαφέρει πολύ από τους σύγχρονούς μας νομοταγείς και ευπρεπείς διαχειριστές πάσης φύσεως, μικρών και μεγάλων, εξουσιών παγκοσμίως; Η προηγούμενη σκέψη ότι η Χάισμιθ εξέτασε προσεκτικά και μ(α)ικροσκοπικά τον ήρωά της, έτοιμη να ...εκπλαγεί με τις περσόνες, τις μάσκες και τις τυφλές ενορμήσεις του, έχει την αφετηρία της στο ενδιαφέρον της κεντρικής πρότασης της ευφυούς αυτής πεζογράφου. Κάποιος άλλος ανέμπνευστος στη θέση της δεν θα κατόρθωνε να εκμεταλλευτεί για πολύ έναν χαρακτήρα καθηλωμένο, θα ’λεγε, κανείς από δραματουργική άποψη.
Ο Ρίπλεϊ ξέρουμε από το πρώτο κιόλας βιβλίο ότι είναι εσωτερικά «προγλωσσικός», ένας αδίστακτος εγκληματίας, ο οποίος μάλιστα δεν θα μπει στον κόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως θα έκανε κάποιος ήρωας της παλιάς μοραλιστικής λογοτεχνίας. Τον ρόλο του συνηγόρου του αναλαμβάνει, με το κόστος που υπαινίχτηκα προηγουμένως, η δημιουργός του, χωρίς να του βάζει στα χείλη ή στη διάνοια σχετικούς προβληματισμούς. Ο Ρίπλεϊ, είπαμε, ως σύγχρονος ανθρωποφάγος, κοιτάζει πώς θα επιβιώσει με τη μεγαλύτερη άνεση, ξεγλιστρώντας από τις παγίδες που του στήνουν οι αντίπαλοί του.
Μα τότε, αναρωτιέται κανείς, η Χ. εγκλωβίζεται στο θριλερικό στοιχείο και δεν ενδιαφέρεται για άλλες παραμέτρους της μυθοπλασίας της; Η απάντηση δίνεται μέσα από τις σκηνοθεσίες της περιπέτειας ενός χαρακτήρα που έχει αποφασίσει να μην ενταχθεί ψυχικά στον πολιτισμό και λειτουργεί εντός του με εντολές πρωτόγονες. Κι εφόσον ο Ρίπλεϊ είναι ο, κατά Χάισμιθ, σύγχρονος άνθρωπος, από εκεί και πέρα οι ανατροπές της δεδομένης ηθικής στήνουν το νέο σκηνικό και η διαστροφική ομίχλη διαποτίζει τα πάντα, όλα εκείνα που θεωρούμε πολιτικώς ορθά.
Εδώ, στο τέταρτο μυθιστόρημα για τον διαβόητο ήρωά της, γραμμένο το 1980, η Χ. μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, να φιλοτεχνεί έναν Ρίπλεϊ κάπως πιο ενδοτικό στο συναίσθημα. Σε μια προσεκτικότερη, όμως, ανάγνωση ο νεαρός που ζητάει τη βοήθεια του εγκληματία είναι ένας δολοφόνος, ένας πατροκτόνος, εξού και το ενδιαφέρον του τελευταίου προς αυτόν. Τα ψυχαναλυτικά και ερωτικά σημεία είναι προφανή. Ενα ομοφυλοφιλικό ρεύμα αρχίζει να κυκλοφορεί ανάμεσα σε «πατέρα» και «γιο»: το είδωλο του Ρίπλεϊ στο κάτοπτρο που του στήνει απέναντί του ο νεαρός είναι εύγλωττο.
Ο ήρωας, για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, εξακολουθεί να ζει άνετα, στην επαρχία της Γαλλίας, με την ωραία και πλούσια σύζυγό του στην άνετη βίλα τους. Παρένθεση: η σύντροφός του είναι χαρακτήρας δραματουργικά επιπόλαιος, γιατί η Χ. την παρουσιάζει πάντα ανυποψίαστη για τις έκνομες δραστηριότητες του συντρόφου της.. Τέλος πάντων, ο Ρ. συνεχίζει την εμπορία πλαστών πινάκων μέσω μιας γκαλερί στο Λονδίνο, την οποία διευθύνει ένας συνεργάτης του, και γενικά απολαμβάνει το ζην με διπλή ταυτότητα. Την επίφοβη ηρεμία του διακόπτει η γνωριμία του με έναν νεαρό που εργάζεται ως κηπουρός.
Η κάπως περίεργη συμπεριφορά του τελευταίου κινεί το ενδιαφέρον του Ρ., ο οποίος ανακαλύπτει ότι πρόκειται για τον γιο ενός πάμπλουτου Αμερικανού. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του άλλου, μαθαίνει ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα πατροκτόνο: ο νεαρός είχε σπρώξει το καροτσάκι του ανάπηρου Κροίσου σε έναν γκρεμό κι εκ των υστέρων κρυβόταν στη Γαλλία. Ο Ρίπλεϊ θέτει απροσδόκητα(;) το παιδί υπό την προστασία του, αναλαμβάνοντας να το διαφυλάξει από τους διώκτες του, τους αστυνομικούς που το θεωρούν ύποπτο για τον θάνατο τού πατέρα του.
Αν και ο ήρωας παρουσιάζεται πιο οικτίρμων από άλλοτε, δεν πρέπει, νομίζω, να παρασυρθούμε θεωρώντας τον ξαφνικά ευάλωτο, διαθέσιμο στο συναίσθημα. Ας τον αντιμετωπίσουμε, πέρα από το λανθάνον ερωτικό κίνητρο, ως έναν φιλοπερίεργο απέναντι στον «εγκληματία άνθρωπο», στην κατηγορία όπου ανήκει. Επιπροσθέτως: κάνει ορισμένες κινήσεις προσέγγισης του άλλου, μόνον που αυτές δεν είναι αρκετές. Δεν συνδέεται με τον νεαρό, κάτι που θα αποτελούσε παραβίαση των ...αρχών του. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν να τον προφυλάξει από τον κίνδυνο αλλά, δεν θέλει να έχει κάποιο βαθύτερο κόστος από αυτή τη χειρονομία.
Ταυτόχρονα, σαν ήρωας του Λακλό, κάνει φροντιστήριο ανηθικότητας στον νεαρό, προσπαθώντας να του εμφυσήσει στοιχεία του δικού του χαρακτήρα. Πάνω σε αυτό το τεντωμένο, λεπτό νήμα προχωρεί η Χάισμιθ, παρουσιάζοντάς μας στα όρια του «καταραμένου» τη σχέση των δύο σκοτεινών ηρώων της.
Οπως πάντα, ο Ανδρέας Αποστολίδης με άψογη απόδοση μετέφερε τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα των κλειστών χώρων μιας συγγραφέως που από τη μια έπαιξε σαρδόνια με τη διπλή ανθρώπινη φύση, ξέροντας από πριν τον κυρίαρχο του παιχνιδιού, και από την άλλη δεν έπαψε να εκπλήσσεται με το φαινόμενο: κάτι σωτήριο για τη γραφή της, που το καταλαβαίνουμε αδιόρατα στις σελίδες της. Δεν ενδιαφέρει το τετριμμένο, εάν δηλαδή η Χ. αγαπά τον ήρωά της: εκείνο που έχει σημασία είναι το περίεργο, ότι σου μεταδίδει την αίσθηση μιας συντριβής εντός ενός αποστειρωμένου, στιλπνά ωμού περιβάλλοντος.
  • ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ 
  • [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ] ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 18/07/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου