Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ανατομία του έρωτα και του δειλού άνδρα

  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ 
  • Ο κύριος Επισκοπάκης (Η εξομολόγηση ενός δειλού) 
  • εκδ. Καστανιώτη

«Η Αντιγόνη ήξερε να διαβάζει τον φόβο μου»... «Τώρα φοβάσαι»...

«Αυτό αποφάσισα πως ήταν ένας σημαντικός λόγος για να την ερωτευτώ. (Δεν φαντάστηκα τότε ότι και τούτο το νόμισμα είχε τις δυο όψεις του)...

«Επειδή ήξερε ν’ ανιχνεύει τους φόβους μου την ερωτεύτηκα, αλλά, πάνω απ’ όλα, επειδή μιλούσε έτσι όπως μιλούσε»... Αυτές οι φρασούλες σε ένα από τα πρώτα μικρά κεφάλαια του βιβλίου θα μπορούσαν και να αποτελούν το «κλειδί». Της απίθανης ιστορίας που εντός ολίγου (λίγες σελίδες μόλις παρακάτω θα ξεσπούσε) ακόμα και αυτού του παράδοξου τέλους που δεν θα μπορούσε να υποθέσει ανθρώπου νους.
  • Εξομολόγηση
Μόλις 143 σελίδες η καινούργια νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου, με τίτλο κάθε άλλο παρά φαντασμαγορικό «Ο κύριος Επισκοπάκης (Η εξομολόγηση ενός δειλού)» και ιστορία μια φαινομενικά μικρή ιστορία, κάποιος αγάπησε μία, αλλά όπως πολύ σωστά έχει γραφτεί με αυτή τη... συγγραφική συνταγή ένας Τολστόι κάποτε έγραψε μια «Αννα Καρένινα» και ο Ανδρέας Μήτσου ένα μικρό αριστούργημα αφηγηματικού ύφους και δομής.

Η ιστορία, απλή, απλούστατη από γεννήσεως κόσμου. Ο κύριος Επισκοπάκης, καθηγητής πανεπιστημίου κάποτε, με τρία κοσμηματοπωλεία τώρα, που ζει συμβατικά, παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με δύο παιδιά, ερωτεύεται την οδοντίατρό του, που γνωρίζει μυθιστορηματικά σε ένα από τα μαγαζιά του. Ο άντρας της, μπαίνει για να της αγοράσει ένα ασήμαντο κόσμημα, κι αυτός της το αλλάζει με τρόπο θεαματικό. Οι ερωτικές συναντήσεις τους ξεκινούν από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, κάθε Πέμπτη τρεις ώρες το μεσημέρι, στο Hotel Marie, δωμάτιο 28. 

Αλλά και τον κίνδυνο της περίπτωσης, κι αυτόν θα τον επισημάνει ο συγγραφέας δια στόματος Αντιγόνης, επίσης, από την αρχή: «Να μην το μάθει ο άντρας μου». Ο κύριος Επισκοπάκης, όμως, δεν θα την πιστέψει.

Το βότσαλο που θα ταράξει τα ήδη παλιρροϊκά νερά θα είναι ένας εκβιαστής, ο Βούλγαρος Θιονδόρ Χελιδονόπουλος, όπως τον φώναζε αυτή με το αισθησιακό ψεύδισμά της, αυτό που πρωτίστως ερωτεύτηκε ο ήρωας, σε σημείο που δεν θα διστάσει καθόλου να παραδεχθεί: «Αρκεί που την άκουγα να μιλάει για να αναπλάσω και να συγκροτήσω μέσα μου ό,τι θεωρούσα ως Αντιγόνη». Πολλά παίχτηκαν εξάλλου επάνω σ’ αυτή τη φωνή.
Τα μεγάλα συγγραφικά ατού, οι χαρακτήρες των ηρώων: «Ετσι κι αλλιώς οι άντρες ζούνε για χρόνια σε μια πρωτόγονη ασυνειδησία. Βιώνουν τα πράγματα δεκαετίες μετά. Μόνιμα απόντες και εκτός παιχνιδιού. Εν υπνώσει και σε λήθαργο»... Και ο Ανδρέας Μήτσου κάνει ένα απίστευτο ψυχογράφημα της ανδρικής τελικά δειλίας, εφόσον όσο κι αν φαίνεται ότι είναι η Αντιγόνη εκείνη που υποκύπτει και φοβάται τον εκβιαστή, την ώρα της απόφασης άλλος θα αποδειχθεί ο δειλός.

Αλλά ο άσος στο συγγραφικό μανίκι είναι το ύφος, αυτή καθαυτή η αφήγηση. Ο τρόπος που ο ήρωάς του, ο κύριος Επισκοπάκης, επιτελεί ρόλο διπλό. Βιώνει το προσωπικό δράμα και ταυτοχρόνως το αναπλάθει, γνωρίζοντας ταυτοχρόνως και τις παγίδες του ωσεί θεός. Με έναν τρόπο δεξιοτέχνη ζογκλέρ και με ύφος ανδρός που έχει χάσει τα πάντα, το παιχνίδι έχει ήδη συντελεστεί, ούτε καν η παράτασή του μένει. Και θα σταθεί ακόμα και σ’ αυτό αφάνταστα τίμιος, προειδοποιώντας μας και γι’ αυτό ακόμα, απ’ την αρχή: «Με τον ίδιο τρόπο τώρα μιλάω, εξομολογούμαι ετούτη την ιστορία, τρέμοντας μην τελειώσει νωρίτερα, μη δεν αντέξω να πω άλλα και δεν φτάσω ποτέ στο τέλος. Το κακό». Παρά τη συγγραφική τιμιότητα, όμως, το ξάφνιασμα παραμένει μεγάλο. Ουδείς μπορεί να διανοηθεί «αυτό» το κακό. Το τι μπορεί να επιτύχει, τελικά, ένας δειλός άντρας και ποια τιμωρία θα χρειαστεί, στο φινάλε, να υποστεί.

«Γιατί νομίζω, παρ’ όλα αυτά, πως αν τα διηγηθώ τα πράγματα ξανά, άλλη ιστορία θα αφηγηθώ και νέα εκδοχή θα βγει στην επιφάνεια. Κι άλλη ίσως θα ‘χει κατάληξη. 

«Μια εξομολόγηση είναι και τούτη, η δική μου. Μια έκκληση για βοήθεια, που ποντάρω μόνο στον ρυθμό της αφήγησης, στη συνέργια των λέξεων, για να πάρει σώμα και υπόσταση και να με πιστέψετε», θα επιμείνει.

Αποκαλύπτοντας αυτή καθαυτή τη σημασία της αφηγηματικής λειτουργίας, εφόσον στον τρόπο παίζεται το κατά πόσο μια ιστορία είναι ή δεν είναι ζωντανή. Και ο Ανδρέας Μήτσου έκανε με υλικά σπουδαία μια σπαρταριστά ζωντανή ιστορία. Καλοζυγισμένη και καλομετρημένη, με ανάσες και παύσεις σχεδόν τελετουργικές, με ήρωες που διαθέτουν τόσα επίπεδα αντίφασης και κατανόησης όσα διαθέτει και ο καθένας από μας, με γοητεία που αποδεικνύει την αναπλαστική δύναμη της γλώσσας και δομή που δεν σου επιτρέπει να διακρίνεις καν τους αρμούς. Μια μεγάλη-μικρή ιστορία που αποτελεί άσκηση ύφους, μεγίστη. Και η ανατομία ενός έρωτα και ενός δειλού άντρα.
  • ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Ο Ανδρέας Μήτσου κατάγεται από την Αμφιλοχία. Εχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Εχει εκδώσει έξι συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. Το μυθιστόρημά του «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» τιμήθηκε το 1996 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, ενώ η συλλογή διηγημάτων του «Σφήκες» απέσπασε το Βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Εργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Εργάζεται ως καθηγητής, φιλόλογος, στη δημόσια μέση εκπαίδευση. Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχουν κυκλοφορήσει: «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» (μυθιστόρημα, 1995). «Γέλια» (διηγήματα, 1998). «Σφήκες» (διηγήματα, 2001). «Ο σκύλος της Μαρί» (μυθιστόρημα, 2004). «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού» (2005). «Ο χαρτοπαίκτης έχει φοβηθεί» (διηγήματα, 2006). «Ο κύριος Επισκοπάκης (Η εξομολόγηση ενός δειλού)» (νουβέλα, 2007).
  • ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, ΕΘΝΟΣ, 16/06/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου