Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Το αριστούργημα του Φλομπέρ


Το Σεπτέμβριο του 1849, ο 28χρονος τότε Γκιστάβ Φλομπέρ, που δεν είχε σχεδόν τίποτε δημοσιεύσει ακόμα, κάλεσε στο οικογενειακό του κτήμα στο Κρουασέ, κοντά στη Ρουέν, δύο λόγιους φίλους του για να τους διαβάσει αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που με πάθος δούλευε από το 1847, τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου».

Τρομοκρατημένοι από το λυρισμό και τις ισχυρές δόσεις φανταστικού του έργου, στο επίκεντρο του οποίου ήταν η πάλη ενός ενάρετου ανθρώπου με τους πειρασμούς του πνεύματος και της σάρκας, οι φίλοι του του συνέστησαν να μην προχωρήσει στην έκδοσή του, προτείνοντάς του να στραφεί σ' ένα θέμα πιο «οικείο». Του το πρόσφεραν, μάλιστα, στο... πιάτο. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, του είπαν, να εμπνευστεί από μια τραγωδία που είχε απασχολήσει πρόσφατα τον Τύπο, την ιστορία του ζεύγους Ντελαμάρ.

Ο κύριος Ντελαμάρ, επαρχιακός γιατρός που είχε μαθητεύσει πλάι στον πατέρα του Φλομπέρ, αφού χήρεψε, παντρεύτηκε ξανά μια πολύ νεότερή του, ονειροπαρμένη γυναίκα από τη Νορμανδία, η οποία γρήγορα άρχισε να διασκεδάζει την υπαρξιακή της πλήξη αναζητώντας εις μάτην ιδανικούς εραστές. Η Ντελφίν Ντελαμάρ άφησε την τελευταία της πνοή στα 27 της, καταχρεωμένη, εξευτελισμένη και προδομένη, χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά αν είχε επιλέξει ή όχι να δώσει τέρμα στη ζωή της. Κι ένα χρόνο αργότερα πέθαινε και ο σύζυγός της, αφήνοντας πίσω τη μοναχοκόρη τους ορφανή...

Ο Φλομπέρ δεν δίστασε ν' αναμετρηθεί με το «οικείο» αυτό θέμα. Το γυρόφερνε στο μυαλό του σ' όλη τη διάρκεια της τρίχρονης περιπλάνησής του στην Εγγύς Ανατολή, συντροφιά με τον έναν από τους παραπάνω φίλους του, τον Μαξίμ ντε Καμπ. Κι επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1851, ρίχτηκε επιτέλους στην περιπέτεια της «Μαντάμ Μποβαρί», χωρίς βεβαίως να υποψιάζεται ότι μία πενταετία αργότερα -όταν από έναν ωκεανό 4.500 χειρογράφων θα είχε παραδώσει 500 σελίδες για να δημοσιευτούν σε συνέχειες στην «Επιθεώρηση του Παρισιού» που διηύθυνε ο Ντι Καμπ- θα παραπεμπόταν σε δίκη με την κατηγορία της προσβολής της ηθικής τής θρησκείας. Μια δίκη, ωστόσο, που έληξε ευνοϊκά γι' αυτόν και χάρη στην οποία ξέφυγε οριστικά από τη σφαίρα της ανωνυμίας.

Η «Μαντάμ Μποβαρί», αυτό το έργο-τομή στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη προσφέρει αύριο στους αναγνώστες της η «Κ.Ε.», ταλάνισε πολύ τον Φλομπέρ, κι όχι βέβαια ως προς τη συλλογή του πραγματολογικού του υλικού. Τη Νορμανδία, όπου εκτυλίσσεται το δράμα της ηρωίδας του, τη γνώριζε άριστα -εκεί ζούσε. Τον τρόπο ζωής ενός επαρχιακού υγειονομικού υπαλλήλου, επίσης- σε οικογένεια γιατρού είχε μεγαλώσει. Τα ήθη της εποχής του και τη μικροαστική στενοκεφαλιά, στην οποία είχε κηρύξει ενδόμυχα πόλεμο, τα υφίστατο με τη σειρά του. Ούτε η πλοκή του έργου παρουσίαζε δυσκολίες -τι πιο μπανάλ από μια ιστορία μοιχείας που έχει τραγική κατάληξη; Αλλο ήταν το δημιουργικό στοίχημα του Φλομπέρ: να «γεννήσει» λέξεις που θα είναι ακριβείς χωρίς να στερούνται τη μουσικότητά τους, να σταθεί σε λεπτομέρειες που θα φωτίζουν τη σύνθεσή του συνολικά, να προσφέρει μια πρόζα που θα διαθέτει την πυκνότητα του στίχου κι επιπλέον, να τυλίξει μέσα σ' ένα πέπλο ειρωνείας τις συναισθηματικές παρεκτροπές μιας ρομαντικής ψυχής, όπως η Εμμα Μποβαρί, ταυτιζόμενος απόλυτα μαζί της. «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ!», θα πει.

Είτε είχε συνείδηση είτε όχι την εποχή που την έγραφε, γεγονός παραμένει ότι μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας ευφάνταστης και παγιδευμένης στα όνειρά της, σε δυσαρμονία με τον επαρχιακό της περίγυρο και σε διαρκή αναζήτηση του ιδανικού έρωτα, μιας γυναίκας που οδηγήθηκε στην αυτοκαταστροφή, ο Φλομπέρ έστησε μια τοιχογραφία των ηθών της εποχής του κι άνοιξε το δρόμο για το ορμητικό κύμα του ρεαλισμού που σηματοδότησε έκτοτε ένα καινούργιο λογοτεχνικό βλέμμα πάνω στα πράγματα και τους ανθρώπους.
  • ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ 
  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 06/05/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου