Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Πατρίτσια Χάισμιθ: Έρωτες, βιβλία και εγκλήματα

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο ικανό να κεντρίσει, να θέλξει ή να γονιμοποιήσει τη φαντασία από την ιδέα -το γεγονός- ότι οποιοσδήπτοε άνθρωπος που συναντάς στον δρόμο μπορεί να είναι σαδιστής, κλεπτομανής, ακόμη και δολοφόνος», πίστευε η Πατρίτσια Χάισμιθ, η ιδιόρρυθμη αμερικανίδα συγγραφέας που κατέχει τον τίτλο «βασίλισσα του μυστηρίου».

Οσο οι ήρωες των βιβλίων της κρατούσαν κρυμμένα μυστικά, άλλο τόσο και η ίδια απέφευγε όσο ζούσε να μιλάει για την προσωπική της ζωή και τα βιβλία της, κρυβόταν από τον φακό...

Ώσπου αποφάσισε να ρίξει φως στο μυστήριο Χάισμιθ ο Αντριου Γουίλσον. Ο αρθρογράφος των «Guardian», «Independent» και άλλων εφημερίδων, ανέτρεξε στα ημερολόγια -πολλά και εξομολογητικά, όπως αποδείχτηκε- και τις επιστολές της, πήρε συνεντεύξεις από φίλους και συνεργάτες της και τώρα υπογράφει την πρώτη βιογραφία της, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες στα ελληνικά με τίτλο «Patricia Highsmith, Ζωή στο σκοτάδι» (εκδόσεις «Νεφέλη», μετάφραση Ραλλού Θεοδωρίδου).

«Μια ιλιγγιώδης παρέλαση ερωτικών συντρόφων», ήταν, σύμφωνα με τον βιογράφο, το πέρασμα της Χάισμιθ από αυτή τη ζωή. «Ολο το έργο της ζωής μου θα είναι ένα άτυπο μνημείο προς τιμήν μιας γυναίκας», έγραψε η ίδια στο ημερολόγιό της. Δεν έχει σημασία αν αυτή η γυναίκα ήταν φίλη ή ερωμένη. Μπορεί να ήταν και μια άγνωστη. Από μια σύμπτωση, μια τυχαία συνάντηση η Χάισμιθ ήταν ικανή να πλέξει ολόκληρη ιστορία.

Ετσι ακριβώς έγινε και με ένα από τα πρώτα της βιβλία, την «Τιμή του αλατιού», που δημοσιεύθηκε το 1952 με ψευδώνυμο και περιέγραφε την ερωτική σχέση δύο γυναικών, μιας πωλήτριας παιχνιδιών και μιας παντρεμένης πελάτισσάς της. Η αφορμή ήταν πραγματική. Τα Χριστούγεννα του 1948 η Χάισμιθ δούλευε στο τμήμα παιχνιδιών του πολυκαταστήματος Μπλουμινγκτέιλ, όταν μπήκε για να ψωνίσει μια κομψή κυρία. Αγόρασε μια κούκλα για την κόρη της και άφησε τα στοιχεία της για να την παραδώσουν στο σπίτι της. Η Χάισμιθ μπήκε τότε στον πειρασμό να την κατασκοπεύσει. Πήρε το τρένο για το Νιου Τζέρσεϊ, και την είδε να βγαίνει από το γκαράζ του σπιτιού της.

«Πόσο παράξενο. Χθες ένιωσα πολύ κοντά στον φόνο όταν πήγα να αναζητήσω τη γυναίκα που ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα», έγραφε με ανάμεικτα συναισθήματα στο ημερολόγιό της. «Ο φόνος είναι ένα είδος ερωτικής πράξης, ένα είδος κατοχής. Δεν είναι εξάλλου ένας τρόπος να κερδίσεις, έστω και για μια στιγμή, την ολοκληρωτική και παθιασμένη προσοχή του αντικειμένου των προσδοκιών σου; Ενιωσα ξαφνικά την επιθυμία να την αρπάξω, να βάλω τα χέρια μου στον λαιμό της (λαιμό που θα ήθελα βέβαια και να φιλήσω), και σαν να βγάζω φωτογραφία, να την κάνω σε μια στιγμή κρύα και άκαμπτη σαν άγαλμα».

Η Χάισμιθ έγραφε σε ένα παιδικό ποίημά της πως ήταν «γεννημένη κάτω από δυσοίωνο άστρο». Η μητέρα της, αναφέρει ο Γουίλσον, νοιαζόταν περισσότερο για την καριέρα της, τον πατέρα της τον γνώρισε στα δώδεκά της χρόνια, τον πατριό της τον αντιπαθούσε. Τα βιβλία που ερευνούσαν τις ψυχικές διαταραχές και τις ακραίες συμπεριφορές κέντριζαν την προσοχή της. Η «ποιήτρια της εμβάθυνσης», όπως την είχε αποκαλέσει ο Γκράχαμ Γκριν, είχε επηρεαστεί από το γοτθικό ύφος του Εντγκαρ Αλαν Πόε και τα υπαρξιακά κείμενα των Ντοστογέφσκι, Νίτσε, Σαρτρ, Καμί, ωστόσο πρώτη ύλη των μυθιστορημάτων της ήταν οι απλοί άνθρωποι, που κάποια στιγμή έφταναν στα άκρα.
  • Ο ψυχοπαθής κ. Ρίπλεϊ
Ο πρωταγωνιστής του πρώτου της βιβλίου που είδε το φως της δημοσιότητας, «Ξένοι στο τρένο», μοιάζει σε ένα κακομαθημένο παιδί που η Χάισμιθ συνάντησε στο Τέξας όταν ήταν 17 χρόνων. «Ηταν ένα αγόρι υιοθετημένο από πλούσια οικογένεια αλλά εντελώς άχρηστος και αυτός ήταν κατά κάποιο τρόπο ο γεννήτορας του Μπρούνο, που ήταν πράγματι αρκούντως ψυχοπαθής», έλεγε η ίδια. Τον συνδύασε μάλιστα με τον Ρόμπερτ Ντάνιλες, έναν νεαρό δολοφόνο με μωρουδίστικο πρόσωπο. «Βρήκα μια φωτογραφία αυτού του χαρούμενου αγοριού...» έγραφε. «Είχε σκοτώσει ένας Θεός ξέρει πόσους, δύο, τρεις, τέσσερις ανθρώπους, όμως αστειευόταν όλη την ώρα και έδειχνε γελαστός με την αστυνομία, πράγμα που μου έκανε εντύπωση».

Ο πιο διάσημος μυθιστορηματικός χαρακτήρας της, ο γοητευτικός ψυχοπαθής Τομ Ρίπλεϊ, πρωταγωνιστεί στα πέντε από τα 22 μυθιστορήματά της. Ο Ρίπλεϊ που συγκινείται μπροστά στο μνήμα του Κιτς ενώ απολαμβάνει το γδούπο του σώματος που πέφτει στον φρεσκοσκαμμένο τάφο είναι εξαρχής ο συνήθης ύποπτος.

*«Θεωρώ ότι είναι ανόητο να κοροϊδεύουμε τον κόσμο με το ποιος το έκανε. Κάτι τέτοιο δεν με ενδιαφέρει διόλου. Μοιάζει με παζλ και τα παζλ δεν με ενδιαφέρουν», έλεγε η Χάισμιθ που ανέτρεψε την τυποποιημένη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Το 1977 ο Βιμ Βέντερς γύρισε την ταινία «Ο αμερικανός φίλος» που βασιζόταν στο βιβλίο της «Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ» με τον Ντένις Χόπερ και τον Μπρούνο Γκανζ. Η Χάισμιθ ήταν έξαλλη με τον σκηνοθέτη. Πίστευε ότι ο Βέντερς είχε μετατρέψει τον Ρίπλεϊ σε γκάνγκστερ... «Θρηνώ για το τι έκαναν στον Ρίπλεϊ μου», έλεγε. Αντιθέτως, ο Βέντερς ήταν γοητευμένος με την «Πατ»: «Ηταν απίστευτα ευγενική και παρατηρητική», δήλωνε. «Δεν μπορούσες να έχεις μυστικά μπροστά της. Η απόλυτη τιμιότητα ήταν ο μοναδικός τρόπος να την αντιμετωπίσεις (...). Στη μνήμη μου η εικόνα που έχω είναι ότι προσπαθούσε συνεχώς να είναι αόρατη. Ηταν επίσης απ' αυτούς τους ανθρώπους που προφανώς είχαν συνηθίσει να είναι μόνοι τους και δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό. Η μοναξιά την κύκλωνε σαν φωτοστέφανο». Η Χάισμιθ άλλαξε γνώμη όταν είδε για δεύτερη φορά την ταινία και σε ένα γράμμα, που στη συνέχεια ο Βέντερς το κορνίζωσε πάνω από το γραφείο του, τόνιζε: «Πλησίασε πιο κοντά στο πνεύμα του βιβλίου απ' ό,τι όλες οι προηγούμενες διασκευές».

Αρχές της δεκαετίας του '60, έπειτα από ένα ταξίδι της στην Ευρώπη, η Χάισμιθ άρχισε να γράφει τα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου». Η Ελλάδα είναι παρούσα στο βιβλίο. Να πώς η ίδια περιέγραφε την αθηναϊκή της εμπειρία:

*«Θυμάμαι ένα παλιό ξενοδοχείο που μύριζε κλεισούρα, όπου η εξυπηρέτηση δεν ήταν πολύ καλή, τα χαλιά ήταν φθαρμένα, και στους διαδρόμους του άκουγε κανείς κάθε μέρα μια ντουζίνα διαφορετικές γλώσσες και ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το ξενοδοχείο στο βιβλίο μου. Ήθελα επίσης να χρησιμοποιήσω το σαν λαβύρινθο παλάτι της Κνωσού, που επισκέφθηκα».

Ο Αντριου Γουίλσον περιγράφει μια Χάισμιθ μοναχική και εσωστρεφή, που έβρισκε καταφύγιο στο γράψιμο -«είμαι αξιολύπητη όταν δεν μπορώ να γράψω». Παρ' όλη την ευρωπαϊκή της παιδεία -γνώριζε καλά γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά- παρέμενε μια τυπική Τεξανή, που προτιμούσε τα παϊδάκια και το φιστικοβούτυρο κι ένιωθε άνετα όταν φορούσε τη «στολή καουμπόι εκτός υπηρεσίας: Levis, αθλητικά παπούτσια και φουλάρια».
  • ΠΑΡΗ ΣΠΙΝΟΥ 
  • [ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ]  ΕΠΤΑ, 31/10/2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου