Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Νίκος Εγγονόπουλος: Ο ελληνολάτρης του υπερρεαλισμού

  • Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ποιητής που άρχισε να συζητιέται ευρέως μόνο κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (οι εκτεταμένες εκδηλώσεις που προγραμματίζονται μέσα στον χρόνο για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του δείχνουν τον βαθμό της δημόσιας αποδοχής του σήμερα), ο Νίκος Εγγονόπουλος δεν ξέφυγε από τη μοίρα των από καιρό καθιερωμένων ομοτέχνων και συνομηλίκων του, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιώργος Σεφέρης. Η περιπλάνηση στην περιοχή του εθνικού παρελθόντος και της ελληνικότητας, που αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ παράμετρο των αισθητικών και ιδεολογικών προσανατολισμών της γενιάς του '30 και ορίζει με τους πιο διαφορετικούς τρόπους το λογοτεχνικό και το ιστορικό της στίγμα, δεν θα μπορούσε να είναι ξένη προς τον Εγγονόπουλο, που κυκλοφορώντας εν μέσω Κατοχής, τον χειμώνα του 1942 προς το 1943, τα χειρόγραφα του τρίτου ποιητικού του έργου «Μπολιβάρ» (τυπώνεται το 1944), σπεύδει να το συνοδέψει με τον χαρακτηρισμό «ένα ελληνικό ποίημα». Ενα «ελληνικό ποίημα», που, ας σημειωθεί, παρουσιάζεται με ιδιαίτερα υψηλή την ένταση των αισθημάτων του αφού είναι γραμμένο, όπως φροντίζει και πάλι να μας βεβαιώσει ο Εγγονόπουλος, στο πνεύμα μιας «έξαλλης ελληνολατρείας».

Ας το πούμε, ωστόσο, εξαρχής: ο ελληνικός κότινος, με τον οποίο στεφανώνει κατ' επανάληψη τους ποιητικούς του ήρωες ο Εγγονόπουλος δεν έχει σχέση ούτε με τη βαθιά διάψευση την οποία νιώθει ο Σεφέρης όταν φέρνει σε αντιπαραβολή τη σύγχρονη Ελλάδα με τον κόσμο του Ομήρου και του Πλάτωνα ούτε με την ευφορία στην οποία παραδίδεται ο Ελύτης όταν ανακαλύπτει στα νησιά και στη θάλασσα του Αιγαίου τη μυστική διάσταση της αρχαίας καταγωγής τους.

Οι δεσμοί του Εγγονόπουλου με την ελληνική ταυτότητα είναι διφυείς και αμφίσημοι και η ποιητική του έκφραση μοιάζει να έχει πάντα μια σαφώς δυαδική φύση: αν από τη μια μεριά βγάζει το έθνος επί σκηνής στολισμένο με όλα τα διακριτικά και τα εύσημα της ιστορικής του διαδρομής, βιάζεται από την άλλη πλευρά να αμφισβητήσει και να υπονομεύσει την πίστη στην οποιαδήποτε εθνική αξία, προκρίνοντας αντί για το αρραγές και αδιάσπαστο πατριωτικό ιδεώδες την αγάπη της καλλιτεχνικής μοναξιάς και της ατομικής ελευθερίας.

Προσκαλώντας τον λατίνο επαναστάτη Σιμόν Μπολιβάρ σε ελληνικό έδαφος, ο Εγγονόπουλος δεν θα αντισταθεί στον πειρασμό να περιηγηθεί μαζί του στα πιο ένδοξα μνημεία και ονόματα του έθνους, παλαιότερου και νεότερου: ξεκινώντας από τους αρχαίους θα τον ξεναγήσει εν συνεχεία με μεγάλη χαρά στη Μονή Βλαχερνών και στο Φανάρι, στη δυναστεία των Παλαιολόγων και στην πατριαρχία του Κύριλλου Λούκαρη, αλλά και στη ζωντάνια της ντοπιολαλιάς των δημοτικών τραγουδιών ή στη γλωσσική συγκίνηση του Κόντογλου όταν δοκιμάζει να μιμηθεί και να αναδημιουργήσει την προφορικότητα του λαϊκού λόγου.

Βρισκόμαστε, ασφαλώς, στο χώρο της ελληνικής ιδέας και παιδείας, όπως τον έχει συλλάβει και συνθέσει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, εκπονώντας ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα το τριμερές διαδοχικό του σχήμα: από την Ελλάδα της αρχαιότητας στο Βυζάντιο και από εκεί στον φυσικό διάδοχο αμφοτέρων, που δεν είναι άλλος από τον νεοελληνικό πολιτισμό.

Ναι, αλλά προσοχή, γιατί ο Εγγονόπουλος θα μας ζητήσει αμέσως να κοιτάξουμε και την ανάποδη όψη του ειδώλου στον καθρέφτη: περιδιαβαίνοντας τη διαχρονία του ελληνικού τοπίου, ο Μπολιβάρ θα συναντήσει αίφνης τον Ρήγα Φεραίο να γράφει τον «Θούριο» με σκοπό να τον μεταδώσει σε όλα τα Βαλκάνια, θα βρει στις σελίδες του (ή και έξω από αυτές) τον Ροβεσπιέρο να κηρύσσει τη μεγάλη επαναστατική του υπέρβαση και, το κυριότερο, θα μυηθεί σε μίαν ελληνική γλώσσα με πολλαπλές απολήξεις.

Ακριτικά και αρβανίτικα θα γίνουν ένα με την κοινή ελληνική στο ποίημα που παίρνει την ονομασία του από τον ατρόμητο εξεγερμένο της Λατινικής Αμερικής, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα οικουμενικό και συνάμα πολυκλαδικό πολιτισμικό και καλλιτεχνικό όραμα: το όραμα μιας τέχνης που ξέρει να υπερασπίζεται με κάθε μέσον (ας είναι και αφόρητα οδυνηρό) την ανεξαρτησία της και η οποία θα παλέψει ακλόνητη μέχρι το τέρμα για να τη διασφαλίσει.

Ποιο ακριβώς, όμως, είναι το ζήτημα της τέχνης με το οποίο κρατάει ανοιχτούς λογαριασμούς ο Εγγονόπουλος ενόσω γράφει μια ποιητική σύνθεση η οποία έχει, μεταξύ άλλων, ξεχωρίσει και για την αντιστασιακή της στάση απέναντι στον ξένο κατακτητή;

Μα, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από την τύχη την οποία γνώρισε η εισαγωγή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ιδίως στο πρόσωπο του Εγγονόπουλου, που λοιδορήθηκε και χλευάστηκε ποικιλοτρόπως, με αποτέλεσμα τον επί σοβαρό χρονικό διάστημα, όπως το λέγαμε και προεισαγωγικά, αποκλεισμό και παραμερισμό του.

Δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Μπολιβάρ», σε ένα ακόμη συνθετικό ποίημα, που τυπώνεται το 1954 με τίτλο «Ατλαντικός», ο Εγγονόπουλος θα υπενθυμίσει πλαγίως την οικουμενικότητα του ελληνολατίνου Μπολιβάρ (από τη Μονεμβασιά και τον Σαρωνικό ώς τον Παναμά, τη Βολιβία και τη Γουατεμάλα) και μολονότι θα αποφύγει πλέον την οιαδήποτε ρητή εθνική αναφορά, θα μιλήσει άλλη μία φορά για το σπάνιο σθένος με το οποίο οφείλει να είναι οπλισμένος ο υπερρεαλιστής ποιητής του καιρού του προκειμένου να υπομείνει τον ολομέτωπο πόλεμο που μπορεί να ξεσπάσει για ψύλλου πήδημα εναντίον του.

«Μεγάλοι», «γενναίοι» και «δυνατοί»

Αφήνω, όμως, την κοσμική μοναξιά του «Ατλαντικού» και επιστρέφω στις φιγούρες του Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ, όπως τις γνωρίσαμε πρωτύτερα. Ο Εγγονόπουλος θα τις ντύσει ξανά και ξανά με τα ρούχα της ελληνικής επικράτειας, θα υμνήσει τα χρώματα των ενδυμάτων και την κοψιά τους, αλλά, εκ παραλλήλου, ο νους του δεν θα πάψει να πηγαίνει συνεχώς πέραν των ελληνικών κορυφογραμμών, προς την κατεύθυνση όχι της πατριδογνωσίας, αλλά της ελευθερίας, η οποία ούτως ή άλλως συνέχει κάθε ατομική κρίση και απόφαση. Ο Ανδρούτσος και ο Μπολιβάρ λυτρώνονται τώρα από τα εθνικά τους βαρίδια και ταξιδεύουν ανενόχλητοι (σαν γνήσιοι καλλιτέχνες και ακέραιοι άνθρωποι) προς το άπειρο: «Κι αυτά όχι για το ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις / πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα, / κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν, / Παρά γιατί σταθήκανε μέσ' στους αιώνες, κι οι δυο τους, / μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, / γενναίοι και δυνατοί».

Κι αν ακόμη δεν εννοεί απολύτως ο Εγγονόπουλος αυτό το «οι πατρίδες και τα έθνη δεν εμπνέουν», μια και το μισό τουλάχιστον της καρδιάς του τρέφεται πάντα από τα ελληνικά σύμβολα, ας μην έχουμε αυταπάτες: η εθνική του αμφιθυμία θα κρατήσει σε πλήρη θέα, σε όλο το έργο του, την όχθη των «μεγάλων», των γενναίων» και των «δυνατών» - εκείνων, με άλλα λόγια, που βασισμένοι στην επίγνωση της τέχνης τους και στη δύναμη της ατομικότητάς τους, οδεύουν προς τον τελικό τους στόχο χωρίς να λογαριάζουν εμπόδια και δυσκολίες ή ταπεινώσεις, εκείνων, όπως ο Εγγονόπουλος, που θα φτάσουν στο τέλος χωρίς ηθικές αβαρίες, ως ολοκληρωμένες και παντελώς συμπαγείς μονάδες.

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πώς θα επιγράψει ο ίδιος αυτή τη νικηφόρα καμπύλη στο «Εν ανθηρώ έλληνι λόγω» (1957), όπου οι Ελληνες και η παράδοσή τους μοιάζει να αναλαμβάνουν και πάλι, ήδη από τον τίτλο, ιδεολογική και ποιητική δράση: «Η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε: / η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε / να πεθάνουμε» - είναι οι μόνες που μπορούν να εγγυηθούν την αθανασία μας, αλλά κι εκείνες οι οποίες δεν θα αργήσουν να δείξουν πως κάτω από την εκ πρώτης όψεως αφηρημένη σύλληψη της ανιστορικής γονιμότητας του ελληνικού λόγου (την προβεβλημένη ανθηρότητά του) σαλεύει εκ νέου μια πολύ συγκεκριμένη καλλιτεχνική αγωνία.

Το κύκνειο άσμα

Κακά τα ψέματα. Το όραμα του «Μπολιβάρ» (η θερμή συναναστροφή με το εθνικό και την παράδοση αποκαλύπτει την οικουμενικότητα της τέχνης) θα το νιώσουμε, με λιγότερο ή περισσότερο φανερό τρόπο, στο σύνολο του ποιητικού έργου του Εγγονόπουλου: από τα νεανικά του βήματα («Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», 1938, και «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», 1939) μέχρι τη διαδρομή του προς την ωριμότητα («Η επιστροφή των πουλιών», 1946, «Ελευσις», 1948, «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», 1978). Αρκεί, νομίζω, κλείνοντας, να μείνουμε στο κύκνειο άσμα του, στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες», που κυκλοφορεί όταν ο ίδιος είναι σε ηλικία 71 ετών. Το ποίημα «Η Βυκάνη» πιάνει ξανά στον στίχο του τον μίτο της εθνικής συνέχειας (από την Κωνσταντινούπολη, τη Σαλονίκη και τον Βαρδάρη μέχρι τον Παύλο Μελά, του Ψυρρή και τον Παπαδιαμάντη) ενώ λίγο παρακάτω, στο σύνθεμα «Ενα οργισμένο ποίημα της Κατοχής», οι Κούροι των ελληνικών ακρογιαλιών ενώνονται με τα παλικάρια και τους αϊτούς της Ρούμελης για να σώσουν την Ελλάδα από τη λαίλαπα του ναζισμού.

Είναι δύσκολο να το αρνηθούμε: το έθνος καλπάζει, όπως και άλλοτε, σε αναπεπταμένο πεδίο, αλλά λίγο προτού κλείσουμε το βιβλίο, στο «Παράφασις ή Η κοιλάδα με τους ροδώνες», ο μέγας και τρανός Βελισάριος, που πολέμησε για τα ιερά και τα όσια των Βυζαντινών χωρίς ουδείς να του το αναγνωρίσει, ξεπεζεύει από το σταβλισμένο σε εθνικό υποστατικό άτι του, βάζει στην άκρη τους «άγουρους», τους «σαλιάρηδες», τους «διακονιαρέους» και τους «κλέφτες» (μια έσχατη παραπομπή στους εχθρούς του υπερρεαλισμού) και τρέχει, δυνατός και καθ' ολοκληρίαν απελευθερωμένος, «παρέα με τον Ανδρέα Εμπειρίκο / να δημιουργήση / και να ζήση». Ο οικουμενικός χαρακτήρας της τέχνης θα πάρει για τελευταία φορά τη σκυτάλη στην ποίηση του Εγγονόπουλου, αλλά η εμπειρία του θα μείνει για τους επόμενους ως μία από τις ζωτικότερες παρακαταθήκες του ελληνικού μοντερνισμού.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7 - 18/03/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου