Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Φλομπέρ: Ενας απρόθυμος ηγέτης του ρεαλισμού


Τι άραγε μπορεί να σημαίνει το γεγονός πως ο συγγραφέας που θεωρήθηκε ηγετική φυσιογνωμία του γαλλικού αφηγηματικού ρεαλισμού, εξέφρασε τη βδελυγμία του για τον ρεαλισμό; Μήπως ότι δεν είχε ακριβή συνείδηση αυτού που επιδίωκε ή είχε πετύχει με την πεζογραφία του; Μήπως ότι οι αξιώσεις του από την τέχνη του βρίσκονταν πολύ πιο πέρα από τα επιτεύγματά του; Μήπως ότι πολλοί κριτικοί -μεταγενέστεροι κυρίως- απλοποίησαν το πρόβλημα της τοποθέτησής του μέσα στο πλέγμα των λογοτεχνικών σχολών του 19ου αιώνα; Καμία από τις παραπάνω εκδοχές δεν συνιστά επαρκή απάντηση, αν και θα μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτήν - με εξαίρεση την πρώτη εκδοχή, επειδή ο Φλομπέρ ανήκε στην κατηγορία των συγγραφέων που έχουν απόλυτη συνείδηση του τι επιδιώκουν και τι έχουν πετύχει.

Μια ολοκληρωμένη απάντηση θα μπορούσε να δοθεί στο πλαίσιο της εξέτασης της ιδιαιτερότητας των απόψεών του σχετικά με τον ρεαλισμό και με το μυθιστόρημα γενικότερα, επειδή είναι φανερό πως αυτή η ιδιαιτερότητα ευνοεί ή και προκαλεί την αρνητική στάση του απέναντι στην τότε κυρίαρχη εκδοχή του ρεαλισμού. Οι σχετικές απόψεις του εκφράζονται μέσα από πολυάριθμες δηλώσεις του που βρίσκονται διασκορπισμένες στις επιστολές του. Παρότι δεν είναι συστηματικές και αναφέρονται σε μια ειδική πλευρά της γενικής θεωρίας που κάθε φορά προκαλούσε το ενδιαφέρον του, αποκαλύπτουν ορισμένες σταθερές που επιτρέπουν να συμπεράνουμε την αντίληψή του για τον ρεαλισμό και το μυθιστόρημα.
  • Στο χείλος ενός πλατωνικού ρεαλισμού
Ενας ρεαλιστής που ξεκίνησε ως ρομαντικός και που ποτέ δεν ευθυγραμμίστηκε με το πρόγραμμα του ρεαλισμού, ήταν αναπόφευκτο να κάνει έναν ρεαλισμό που δεν σταθεροποιούσε ούτε κατοχύρωνε τα όριά του, αλλά περιείχε μια δυναμική που μέσω ενός πλατωνισμού θα οδηγούσε προς την κατεύθυνση του συμβολισμού. Οι αναφορές του στον Πλάτωνα και τον πλατωνισμό μέσα στις επιστολές κάνουν φανερό πως η πραγματική βάση του ήταν πλατωνική και ενσωματωνόταν στην κυρίαρχη πίστη της εποχής του, τον επιστημονισμό. Η ταύτιση του Αληθινού με το Ωραίο υπήρξε ένα από τα θεμέλια της θεωρίας του, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 1850 στην παραπάνω ταύτιση πρόσθεσε το επιπλέον στοιχείο της πλατωνικής τριάδας, το Αγαθό.

Από αυτή την άποψη φαντάζει ειρωνικό το γεγονός της δίκης του τον Ιανουάριο του 1857 με το σκεπτικό πως μυθιστορήματα όπως η «Μαντάμ Μποβαρί» υπονομεύουν το «ωραίο και αγαθό» και αποτελούν προσβολή στη δημόσια ηθικότητα και στα χρηστά ήθη. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για ειρωνεία της τύχης, αλλά για μοιραία συνέπεια της συμβολισμικής δυναμικής του ρεαλισμού του, επειδή επιδιώκοντας αυτή τη δυναμική επιλέγει εικόνες που μπορούν να γίνουν φορείς -ή, αλλιώς, να σηκώσουν το βάρος- κάποιων σημασιών που προεκτείνονται επικίνδυνα, πέρα από τις σημασίες που μπορούν να προκύψουν από μια αμιγή, μονοδιάστατη αναφορική λειτουργία του ρεαλιστικού αφηγηματικού λόγου.

Πέρα, επομένως, από το θέμα, η τεχνική του Φλομπέρ, και πιο συγκεκριμένα η φιλοσοφία που καθορίζει την εκφραστική του, είναι εκείνη που προκάλεσε τη δίωξή του: Μόνον ο συνδυασμός θέματος και τεχνικής θα μπορούσε να προκαλέσει τους φόβους των διωκτών του για εκθήλυνση των ανδρών αναγνωστών και εξώθηση των γυναικών στη μοιχεία. Ο επιμελής ρεαλισμός του με τις ουδέτερες αποδόσεις προσώπων και γεγονότων, με τους ειρωνικούς, καθόλου συναισθηματικούς αφηγητές και την «αντικειμενική» απόσταση που δημιουργούν, κάνει τους αναγνώστες να βλέπουν στις ακριβείς εικόνες, πέρα από τη φωτογραφική τους διάσταση, μια προοπτική που θα προτιμούσαν να αγνοούν: Η αναπαραστασιακή θετικότητα των εικόνων αντιστοιχεί σε μια αρνητικότητα της παρατηρούμενης κοινωνικής πραγματικότητας, και μια τέτοια αρνητικότητα δεν είναι απλώς περιγραφική-νατουραλιστική, αλλά σχολιαστική, και γι' αυτό γίνεται ενοχλητική στους θεματοφύλακες της δημόσιας ηθικότητας και τους λειτουργούς του κοινωνικού εφησυχασμού.
  • Τα είδωλα της αναπαράστασης
Εχοντας ξεκινήσει από τον ρομαντισμό, βρήκε στον ρεαλισμό έναν χώρο που, παρά τους περιορισμούς που επέβαλλε το πρόγραμμά του, του πρόσφερε παράλληλα μεγάλα περιθώρια μέσω του προτάγματος της αντικειμενικής παρατήρησης. Μέσα σε αυτό το περιορισμένο και ευρύχωρο πλαίσιο η αντιπαράθεση ρομαντισμού και ρεαλισμού ανάγεται σε έναν τρίτο τρόπο έκφρασης: Η αναλογική αναφορικότητα του πρώτου και η προβολική αναφορικότητα, του δεύτερου συναιρούνται σε μια κλειστή, αυτοανακλώμενη αναφορικότητα όπου το συγκεκριμένο εμπεριέχει το αφηρημένο και οδηγεί στον συμβολισμό, δείχνοντας έτσι στον αιώνα μια πύλη εξόδου του που είναι εξίσου σημαντική με την αρχή και τη μέση του. Την ίδια εξελικτική λειτουργία επιτελεί η πεζογραφία του με την αισθητιστική διάστασή της, η οποία στα μέσα του αιώνα εμφανίζεται ως συνθήκη του ρεαλισμού και όχι ως αντίδραση σε αυτόν, όπως συμβαίνει με το κίνημα του αισθητισμού προς το τέλος του αιώνα.

Ο Φλομπέρ εκκινά από την πραγματικότητα με σκοπό να πετύχει μια γενίκευσή της στην κλίμακα του συμβόλου, θέλοντας έτσι να υπηρετήσει το αληθινό, το ωραίο και το καλό. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του σκοπού, η αναπαράσταση της πραγματικότητας δεν αποτελεί αυτόνομη νατουραλιστική αξία, αλλά ουσιαστικά χρησιμοποιείται ως παράδειγμα του συμβόλου. Στη διαχρονική πολικότητα ανάμεσα στους ρεαλιστικούς και τους συμβολικούς -ή «ιδεα-λιστικούς»- τρόπους αναπαράστασης, που καθορίζονται αντίστοιχα από τον εξωστρεφή ή τον εσωστρεφή χαρακτήρα της αναφορικής λειτουργίας του σημείου, ο Φλομπέρ επέλεξε μια θέση που θα του επέτρεπε να αξιοποιήσει τα θετικά χαρακτηριστικά των δύο τρόπων, περιορίζοντας παράλληλα τα μειονεκτήματά τους. Η σημασία του εγχειρήματος δεν θα έπρεπε να κρίνεται μόνον από τον βαθμό της λογοτεχνικής επιτυχίας του, αλλά και από τον βαθμό στον οποίο έγινε δυνατό να λειτουργήσει σαν ένας υβριδικός τρόπος έκφρασης της ανθρώπινης εμπειρίας.

Δεν είναι, επομένως, περίεργο που ο Φλομπέρ δεν θεωρούσε τον εαυτό του ρεαλιστή: Δεν ήταν γοητευμένος με την κοινή πραγματικότητα των ρεαλιστών, με το μικρό και χωρίς σημασία πραγματικό, αλλά με την αποκαλυπτική πλευρά αυτού του μικρού πραγματικού. Η αναπαράσταση του πραγματικού αποσκοπούσε γι' αυτόν στην υποδήλωση του συμβολικού πλαισίου της κοινωνίας, ενώ για τους ορθόδοξους ρεαλιστές αποσκοπούσε στην άρνηση του πραγματικού να αφομοιωθεί από αυτό το πλαίσιο. Αυτό που για τον Φλομπέρ είναι μια οντολογική προσβολή που μπορούσε κάποιος να ξεπεράσει μόνο μέσω της τέχνης, για τους ρεαλιστές ήταν ένα κοινωνικό πρόβλημα που μπορούσε να λυθεί με την πολιτική ή και με τη θρησκεία. Γι' αυτό, άλλωστε, οι πιο σκληροπυρηνικοί από αυτούς τον έκριναν δυσμενώς, συμπληρώνοντας την ποινική του δίωξη με μια δίωξη κριτική.
  • Η σχάση μιας ενιαίας επιθυμίας
Για τον Φλομπέρ ένα μυθιστόρημα ξεκινά από μια βασική έννοια που ο συγγραφέας θέλει να επεξεργαστεί στο επίπεδο της μυθοπλασίας. Ο άξονας της ιστορίας δεν τον απασχολεί, γιατί προκύπτει από την αρχική έννοια. Κάθε θέμα εθεωρείτο καλό από τη στιγμή που ο συγγραφέας κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο πάνω στο ύφος που απαιτούσε το θέμα, γιατί το ύφος ήταν ένας απόλυτος τρόπος αντίληψης των πραγμάτων, ένας τρόπος που μπορούσε μέσα από το θέμα να αναδείξει την έννοια που υπάρχει πίσω από αυτό.

Από τη στιγμή που υπάρχει η αρχική έννοια, ο συγγραφέας ξεκινά με το αληθινό, επειδή η αφήγηση πρέπει να ασχοληθεί με πρόσωπα και πράγματα μέσα σε καταστάσεις του πραγματικού. Η ειλικρίνεια είναι η πρώτη συνθήκη της αισθητικής, και θεμέλιό της είναι η παρατήρηση: Οταν κάτι είναι αληθινό, είναι ωραίο - και αυτό που είναι ωραίο, είναι ηθικό. Η ακρίβεια της έκφρασης αποτελεί προϋπόθεση της μορφικής τελειότητας, και αυτό δεν συνιστά απλώς υφολογικό αίτημα αλλά και απαραίτητη συνθήκη του ρεαλιστικού χαρακτήρα της αφήγησης: Εάν κάποιος γνωρίζει αυτό που θέλει να πει, δεν μπορεί παρά να το πει καλά.

Οι υφολογικές, λοιπόν, αξιώσεις του τείνουν προς μια γλώσσα ακριβή, η οποία δεν χρησιμοποιείται για μια μέσω της αφήγησης παγίωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά για τη συγκρότηση μεταφορών και αναλογιών που αντικαθιστούν τις κυριολεκτικές σημασίες χωρίς να τις απογυμνώνουν από την αναφορική τους δύναμη. Με αυτά τα μέσα, η μυθιστοριογραφία επιχειρεί ό,τι και η επιστήμη: να γενικεύσει τα δεδομένα της άμεσης παρατήρησης (που είναι τυχαία, περιστασιακά και μεμονωμένα) και να τους δώσει χαρακτήρα λογικό, γιατί η τέχνη και η επιστήμη πρέπει να αποτελούν περιεκτικούς τρόπους αντίληψης του πραγματικού.

Ο Φλομπέρ είχε παγιδευτεί συναρπαστικά ανάμεσα στο «γεγονός» και στη «φόρμα», καθώς επιχείρησε να συμβιβάσει δύο διαφορετικές επιθυμίες: της οριστικής έκφρασης ενός μέρους της πραγματικότητας και της επιβολής μιας αισθητικής τάξης πάνω σε αυτήν την έκφραση. Είχε μια αίσθηση της φόρμας εξαιρετικά έντονη, που εκδηλωνόταν σαν άλγος μορφοποίησης, καθώς ήταν δύσκολη η εναρμόνιση του εσωτερικού ρυθμού του με την εξωτερική πραγματικότητα που παρατηρούσε και ήθελε να εκφράσει με πιστότητα.

Ποτέ δεν έμεινε ικανοποιημένος από τους τρόπους που βρήκε για να συμβιβάσει την επιθυμία για μορφική τελειότητα με την επιμονή για πιστότητα στη μη-μυθιστορηματική αλήθεια του υπαρκτού κόσμου. Ακριβώς, όμως, λόγω αυτής της επιμονής οι πειραματισμοί του για έναν επιτυχημένο συνδυασμό των πραγματολογικών και των αισθητικών απαιτήσεων του ρεαλισμού έχουν ιδιαίτερη αφηγηματολογική σημασία: Οταν η μορφική αναζήτηση αποδεσμεύεται από την επιθυμία εμβάθυνσης και επέκτασης της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε, η μορφή γίνεται φορμαλισμός, ενώ χωρίς την αντίσταση της εμπειρίας το λογοτεχνικό ύφος καταλήγει κενή υφολογία. Στον Φλομπέρ, αντιθέτως, η αναμέτρηση εμπειρίας και μορφής κλιμακωνόταν από έργο σε έργο, και καρπός αυτής της αναμέτρησης ήταν οι μορφές της υπέρβασης που εμφανίστηκαν στα έργα του μετά το 1870, οι οποίες φτάνουν στο όριο του ασκητικού: ένας λεπρός και το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή.
  • ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
  • [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ] ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 02/03/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου